Ελλάδα και Ιταλία αντάλλαξαν τα όργανα επικύρωσης της Συμφωνίας για την ΑΟΖ

Ελλάδα και Ιταλία αντάλλαξαν τα όργανα επικύρωσης της Συμφωνίας για την ΑΟΖ

Η ανταλλαγή των οργάνων επικύρωσης της Συμφωνίας Οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών Ελλάδας και Ιταλίας ήταν το κύριο αντικείμενο της σημερινής συνάντησης του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, με τον Ιταλό ομόλογό του Λουίτζι Ντι Μάιο. Παράλληλα, συζητήθηκαν θέματα που αφορούν τη Λιβύη, την ανατολική Μεσόγειο, το μέλλον της Ευρώπης και τις διμερείς σχέσεις.

Ο υπουργός Εξωτερικών, μετά το πέρας της συνάντησης δήλωσε χαρακτηριστικά πως «η παρουσία μου εδώ έχει να κάνει με ένα πολύ ευχάριστο γεγονός. Την ανταλλαγή των οργάνων επικύρωσης της Συμφωνίας Οριοθέτησης των Θαλασσίων Ζωνών, η οποία επιτρέπει την έναρξη εφαρμογής της. Αυτή η συμβολική πράξη είναι ιδιαίτερα σημαντική. Κλείνει μια εκκρεμότητα 45 ετών, και αναδεικνύει τις υποδειγματικές μας σχέσεις, με την Ιταλία. Τόσο εντός της ΕΕ, όπου συνεργαζόμαστε πάρα πολύ στενά και με τον φίλο μου υπουργό Ντι Μάιο, όσο και στο διμερές μας επίπεδο. Έχουμε στενές σχέσεις που καλύπτουν συνολικά όλο το φάσμα: εμπόριο, επενδύσεις, αφού η Ιταλία κατέχει μια από τις πιο σημαντικές θέσεις, στην ελληνική αγορά. Έχουμε πετύχει πολλά, αλλά μπορούμε να πετύχουμε ακόμη περισσότερα, όπως σε τομείς του τουρισμού, του πολιτισμού και της εκπαίδευσης, όπου συνεργαζόμαστε στενά».

Στην συνέχεια υπογράμμισε πως «η στενή συνεργασία Ελλάδας Ιταλίας δεν αποτελεί είδηση, και έτσι, πρέπει να είναι η κατάσταση, μεταξύ δυο γειτονικών, φιλικών χωρών. Η σημερινή ανταλλαγή των οργάνων επικύρωσης, υποδηλώνει, επίσης, την προσήλωση των δυο χωρών μας στον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, και ειδικά του Δικαίου της Θάλασσας. Κάτι τέτοιο υποστήριξε πρόσφατα και η ιταλική γερουσία, με την υιοθέτηση του νομοσχεδίου για τις θαλάσσιες ζώνες. Λαμβάνοντας υπόψη την Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Κοινή μας βούληση είναι όπως όλες οι χώρες της Μεσογείου ασπασθούν αυτές τις αξίες. Την προσήλωση στο Διεθνές Δίκαιο και στην Unclos. Kάτι τέτοιο θα συνεισφέρει στην διεθνή σταθερότητα, και η Ελλάδα είναι πάντοτε ανοικτή στην ενίσχυση μιας πολυμερούς συνεργασίας, σε αυτήν, όμως, την βάση. Δυστυχώς είμαστε ακόμη μακριά από την πραγματοποίηση αυτής της προοπτικής. Σήμερα εξετάσαμε ενδελεχώς, με τον Λουίτζι, όλες αυτές τις κοινές προκλήσεις, και όπως πάντα, μεταξύ φίλων, είχαμε μια ανοικτή και ιδιαίτερα εποικοδομητική συζήτηση».

Σε ότι έχει να κάνει με τη συμπεριφορά της Τουρκίας και την προκλητικότητά της, ο κ. Δένδιας ενημέρωσε τον Ιταλό ομόλογό του «ότι η Τουρκία δυστυχώς συνεχίζει την παραβατική της συμπεριφορά, στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, αγνοώντας θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, και συνεχίζει να διατυπώνει απειλές κατά της Ελλάδας. Το casus belli, η απειλή πολέμου συνεχίζει να ισχύει για την Τουρκία, απέναντι στην Ελλάδα. Είναι η μόνη χώρα στον πλανήτη που έχει εκπέμψει απειλή πολέμου κατά άλλης χώρας. Αλλά οι απειλές εκπέμπονται και κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι κάτι που δεν αφορά μόνον την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά συνολικά την οικογένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βέβαια την Ιταλία, ως μια ιδιαίτερα σημαντική και μεγάλη χώρα στην Μεσόγειο».

Στη συνέχεια συζήτησαν αναλυτικά τις εξελίξεις στην Λιβύη με την υπουργό εξωτερικών Νάιλα Αλ Μανγκούς. Όπως ανέφερε ο κ. Δένδιας, «τόνισα την ανάγκη όπως η σύνοδος που θα διεξαχθεί στο Παρίσι στην οποία η Ιταλία συμπροεδρεύει, να δώσει ένα σαφές μήνυμα, τόσο για την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων και των μισθοφόρων, όσο και για την διεξαγωγή των εκλογών».

Αναφορά έγινε και για τα δυτικά Βαλκάνια, όπου όπως τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών «οι τελευταίες εξελίξεις δεν ήταν ενθαρρυντικές, και νομίζω συμφωνήσαμε από κοινού ότι η ΕΕ οφείλει να στηρίξει καθαρά, χωρίς υπεκφυγές, την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων. Βεβαίως με την γνωστή αιρεσιμότητα, αλλά δίνοντας ένα σαφές δείγμα σε αυτές της κοινωνίες. Ως γνωστόν η χώρα μας συνεχίζει να στηρίζει καθαρά την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία και την Βόρεια Μακεδονία. Όμως, από την άλλη θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Οι κυβερνήσεις και οι κοινωνίες των χωρών της περιοχής μας, πρέπει να αποφύγουν τον πειρασμό των εθνικιστικών σειρήνων που ακούγονται τελευταία. Δεν θα πρέπει να υπάρξει η παραμικρή οπισθοδρόμηση, σε ό,τι έχει επιτευχθεί με μεγάλη δυσκολία».