26 Δεκεμβρίου 1991, η υποστολή της κόκκινης σημαίας

26 Δεκεμβρίου 1991, η υποστολή της κόκκινης σημαίας

Ήταν μια κοσμοϊστορική στιγμή. Εκατοντάδες εκατομμύρια - ίσως και δισεκατομμύρια - άνθρωποι σε όλον τον πλανήτη έβλεπαν την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο να υποστέλλεται από το Κρεμλίνο και να ανεβαίνει η τρίχρωμη ρωσική σημαία. Ήταν η ολοκλήρωση μιας διαδικασίας που άρχισε τον Νοέμβριο του 1989, με την πτώση του Τείχους του Αίσχους. Την είχε προαναγγείλει ο Μ. Γκορμπατσόφ την προηγούμενη μέρα με το χριστουγεννιάτικο μήνυμα του που επιβεβαίωσε τη διάλυση της ΕΣΣΔ (Συμφωνία Άλμα-Άτα).

Σε αυτό το άρθρο δεν θα θριαμβολογήσω. Το έχω κάνει άλλες φορές. Ούτε θα αναλύσω τις γεωπολιτικές συνέπειες λόγω της ανατροπής του διπολικού συστήματος. Αυτό το έχουν κάνει άλλοι αρμοδιότεροι εμού.

Θα ασχοληθώ με όλους αυτούς που, παρακολουθώντας την υποστολή της κόκκινης σημαίας, είδαν να γκρεμίζεται μια ολόκληρη ζωή. Και δεν αναφέρομαι στους απαράτσνικ - στα κομματικά στελέχη - αλλά στον απλό κομμουνιστή που πίστεψε στον επίγειο παράδεισο που τον έβλεπε να οικοδομείται στην Σοβιετική Ένωση. Άνθρωποι που αφιέρωσαν όλη τη ζωή τους στον αγώνα, όπως λέγεται, χωρίς την προσδοκία ανταμοιβής. Απεναντίας, πολλές φορές το προσωπικό κόστος που κατέβαλλαν για την ιδεολογική στράτευση τους ήταν βαρύτατο.

Αυτοί οι άνθρωποι, πολλά εκατομμύρια στον πλανήτη μας, αναπόφευκτα βίωσαν την κατάσταση ως πένθος και έτσι πέρασαν από τα πέντε στάδια του. Οδυνηρότερο πάντα είναι το πρώτο, αυτό της άρνησης. Δεν πίστευαν πως ήρθε το τέλος μιας εποχής σχεδόν 75 ετών. Δεν πίστευαν πως όλοι αυτοί που θυσιάστηκαν για την υπόθεση του κομμουνισμού το έκαναν για «ένα αδειανό πουκάμισο». Δεν γίνεται η θεωρία να έκανε τόσο λάθος! Αντί για την έλευση του κομμουνισμού και της αταξικής κοινωνίας, να δούμε την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Δεν το χωρούσε ο νους τους.

Το πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» της 28ης Δεκεμβρίου 1991 ήταν χαρακτηριστικό. Με λεζάντα «Ελπίδα η πάλη των λαών» και την κόκκινη σημαία, με ένα λιτό κείμενο περιγράφει την πραγματικότητα όπως την βίωσαν τότε οι κομμουνιστές: «…Για μια στιγμή οι δείχτες των ρολογιών έμειναν ακίνητοι, σημαδεύοντας την κρίσιμη στιγμή οι καρδιές πολλών εκατομμυρίων εργατών σ' όλο τον κόσμο σταμάτησαν να χτυπούν, αναμετρώντας το μέγεθος των απωλειών».

Ποτέ δεν παραδέχτηκαν πως τα σοσιαλιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης στηριζόταν στα τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας, δηλαδή στη στυγνή βία, ούτε τους πέρασε από το μυαλό πως η Σοβιετική Ένωση ήταν ένα αποστεωμένο, γραφειοκρατικό κράτος, ανίκανο να παραγάγει πλούτο για τους πολίτες του. Ήταν τόσο βαθιά η πίστη τους στον κομμουνισμό, ώστε αυτή είχε όλα τα χαρακτηριστικά της θεολογικής πίστης. «Πίστευε και μη ερεύνα». Αυτό το δόγμα της χριστιανικής Εκκλησίας έγινε αβίαστα δόγμα της μεγάλης Εκκλησίας του κομμουνισμού. Και όπως κάθε Εκκλησία είχε τους μάρτυρες της, τους αιρετικούς, την Ιερά Εξέταση, την έλευση του Παραδείσου. Επίγειου και όχι επουράνιου.

Όλη αυτή η κοσμοθεώρηση έσβησε σε μια στιγμή «όταν οι δείχτες των ρολογιών έμειναν ακίνητοι».

Ευτυχώς όμως ακινησία στην Ιστορία δεν υπάρχει. Οι δείχτες του ρολογιού της πάντα κινούνται, σε πείσμα του «Ριζοσπάστη». Και στην προκειμένη περίπτωση η κίνηση τους είναι προς τα εμπρός καθώς απελευθερώθηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες στην Ευρώπη και στη Ρωσία από το πιο βάρβαρο καθεστώς που γνώρισε η ανθρωπότητα επί 70 χρόνια.