Γιατί παραμένουν ψηλές στη χονδρική, ενώ πέφτουν στη λιανική;
Shutterstock
Shutterstock
Τιμές στο ρεύμα

Γιατί παραμένουν ψηλές στη χονδρική, ενώ πέφτουν στη λιανική;

Το παράδοξο οι τιμές ρεύματος λιανικής στην Ελλάδα να είναι κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά στη χονδρική να είναι οι υψηλότερες, καταγράφει για μια ακόμη φορά ο ευρωπαϊκός χάρτης.

Τα τιμολόγια στα 15-16 λεπτά, όπως διαμορφώνονται μετά τις επιδοτήσεις για το Φεβρουάριο, τουλάχιστον για τη μεγάλη πλειοψηφία των καταναλώσεων έως 500 kWh το μήνα, είναι πολύ κοντά στα προ κρίσης επίπεδα.

Όχι όμως και οι τιμές χονδρικής. Και ας βρίσκεται το αέριο στα 55 ευρώ, τα χαμηλότερα επίπεδα από το Δεκέμβριο του 2021.

Για έβδομη συνεχόμενη μέρα, η Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση. Είναι από τις ελάχιστες χώρες όπου η βουτιά στο αέριο, δεν αποτυπώνεται στη χονδρική του ρεύματος. Η τιμή της μεγαβατώρας εξακολουθεί να είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη (201 ευρώ / MWh) και μάλιστα με απόκλιση κατά 48 ευρώ από τη διασυνδεδεμένη αγορά της Βουλγαρίας (153 ευρώ) κατά 46 ευρώ από την γειτονική Ιταλία και 84 ευρώ από τη Γερμανία.

Επαναλαμβάνεται το ίδιο φαινόμενο που είδαμε και το Δεκέμβριο, συμβάλλοντας στην πολιτική αντιπαράθεση, όταν η Ελλάδα με τιμή στα 276,9 ευρώ ήταν η 6η ακριβότερη αγορά της Ευρώπης, πίσω από το Βέλγιο (278,06 ευρώ), την Ιρλανδία και τη Γαλλία (279,57), την Ελβετία (289,19) και τη Γαλλία (297,26).

Η συνήθης ερμηνεία για τις αποκλίσεις συνδέεται με το διαφορετικό τρόπο που τιμολογούν το φυσικό αέριο οι εγχώριοι ηλεκτροπαραγωγοί έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης.

Επειδή δεν διαθέτουμε αγορά spot, το μοντέλο τιμολόγησης του αερίου λαμβάνει υπόψιν τις τιμές του προηγούμενου μήνα. Συνεπώς, η τελική τιμή της σημερινής παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας ενσωματώνει ακόμη το κόστος που είχε το φυσικό αέριο για το μήνα Δεκέμβριο, και όχι την τρέχουσα τιμή spot που κινείται στα 55 ευρώ.

Εάν ήταν μόνο ο ετεροχρονισμός της τιμής που δεν επιτρέπει τη μετακύλιση της βουτιάς του αερίου στη χονδρική του ρεύματος, η σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα ήταν ζήτημα χρόνου, δηλαδή ενός ή δύο μηνών, γεγονός ωστόσο που δεν επιβεβαιώνεται, αφού και σε ετήσια βάση η Ελλάδα βρίσκεται πιο ψηλά από τον μέσο όρο.

Το ζήτημα είναι δομικό και συνδέεται με το ενεργειακό μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής το οποίο στηρίζεται σε πάνω από 40% στο φυσικό αέριο, και όχι στις ΑΠΕ ή τα πυρηνικά, όπως στη Γαλλία και τη Β. Ευρώπη.

Επομένως; Χρειάζεται να φυσάει πολύ, να έχει μεγάλη ηλιοφάνεια, η κατανάλωση φυσικού αερίου να πέφτει πολύ και να κάνουμε φθηνές εισαγωγές, για να βλέπουμε μεγάλη μείωση στις τιμές χονδρικής. Τέσσερις παράγοντες που σπανίως εμφανίζονται ταυτόχρονα. Σήμερα για παράδειγμα, παρ' ότι οι φθηνές εισαγωγές θα καλύψουν με ποσοστό 29% το μεγαλύτερο κομμάτι της ζήτησης, οι ανανεώσιμες θα συμμετέχουν μόνο με 24,3%, ακολουθούμενες από το λιγνίτη (16,2%), το φυσικό αέριο (14,56%) και τα υδροηλεκτρικά (12,84%).

Το «καπέλο» των 10 ευρώ

Το πρόβλημα γίνεται εντεονότερο λόγω της έκτακτης εισφοράς 10 ευρώ /MWh που έχει επιβάλλει η χώρα μας στο φυσικό αέριο. Αποτελεσμα, η εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή να καταλήγει να έχει «καπέλο» της τάξης των 25 με 30 ευρώ /MWh σε σχέση με τις γειτονικές χώρες.

Οταν οι τιμές του αερίου ήταν πολύ υψηλές, το παραπάνω «καπέλο» των 25 με 30 ευρώ / MWh ήταν ένα μικρό ποσοστό επί του συνόλου του κόστους ρεύματος, ωστόσο τώρα που οι τιμές έχουν κάνει βουτιά, γίνεται μια πολύ σημαντκή παράμετρος. Ετσι, οι εισαγωγές καταλήγουν να είναι βασικό κομμάτι του ενεργειακού μείγματος και αυτός είναι και ο λόγος που φτάνουν να καλύπτουν πλέον ημερησίως το 25% και παραπάνω της ζήτησης.

Οταν βοηθάει ο θεός Αίολος

Για να αντιληφθεί κανείς ποιο ενεργειακό μείγμα ρίχνει τις τιμές χονδρικής και να κατανοήσει τη σημασία των ΑΠΕ, ας δούμε πως καλύφθηκε η ζήτηση της χώρας στις 19 Ιανουαρίου, όταν η τιμή χονδρικής είχε βρεθεί στα... 58 ευρώ/ Mwh, δηλαδή 71% κάτω από τη σημερινή. Την ημέρα εκείνη τα αιολικά έφτασαν να καλύψουν το 54,6% της ζήτησης σε ρεύμα, οι εισαγωγές το 16%, τα υδροηλεκτρικά το 12% και το φυσικό αέριο μόλις το 6,7%.

Χρειάζεται να φυσάει πολύ, να πέφτει δραματικά η κατανάλωση φυσικού αερίου και να κάνουμε φθηνές εισαγωγές, για να βλέπουμε μεγάλη μείωση. Δεν συμβαίνει όμως να φυσάει τόσο πολύ κάθε ημέρα, ούτε και διαθέτουμε ακόμη ως χώρα συστήματα αποθήκευσης.

Και σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται η σημασία όσων προβλέπει ο νέος οδικός ενεργειακός χάρτης της χώρας ως το 2030, το περίφημο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).

Τα πολλά αιολικά και φωτοβολταϊκά, τα οποία ρίχνουν τις τιμές στο ρεύμα, έχουν νόημα μόνο όταν μια αγορά έχει εγκαταστήσει, όπως πολλές ευρωπαϊκές, συστήματα μπαταριών και αντλησιοταμίευσης, ικανά να αποθηκεύουν τη φθηνή παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές, ενέργεια, προκειμένου να χρησιμοποιείται ανά πάσα στιγμή για να πέφτει το κόστος.

Η σημασία της αποθήκευσης

Ένα μεγάλο μέρος των 200 και πλέον δισ. ευρώ ενεργειακών επενδύσεων που προβλέπονται στο νέο ΕΣΕΚ έως το 2030, αφορά ΑΠΕ, για τις οποίες ο εθνικός οδικός χάρτης εκτιμά ότι θα ξεπεράσουν τα 34 GW. Δεδομένου όμως ότι τα δίκτυα ηλεκτρισμού, ούτε είναι εφικτό να γνωρίσουν μια τόσο μεγάλη και γρήγορη επέκταση, ούτε υπάρχουν τόσα πολλά δισεκατομμύρια να επενδυθούν για την αναβάθμισή τους, είναι προφανές ότι η ταχύτητα διείσδυσης των ΑΠΕ θα κριθεί από το πόσο γρήγορα θα γίνουν τα έργα αποθήκευσης.

Εκείνη δηλαδή την τεχνολογία που θα δίνει λύση στην ευμετάβλητη παραγωγή των φωτοβολταϊκών και αιολικών, αποθηκεύοντας την ενέργεια την ώρα που δεν καταναλώνεται, προκειμένου να χρησιμοποιείται όταν δεν φυσάει ή δεν έχει ήλιο.

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενεργειακή αγορά, δείχνει για μια ακόμη φορά πιο έτοιμη από την πολιτεία. Ενώ εκκρεμεί ακόμη η ολοκλήρωση του ρυθμιστικού πλαισίου, μαζί με άλλα καίρια ζητήματα, οι εγκεκριμένες αιτήσεις από τη ΡΑΕ για συστήματα αποθήκευσης, αθροίζουν κοντά στα 20 GW ή 313 μονάδες.