Κύκλωμα με τηλεφωνικές απάτες: Πώς δρούσε το δίκτυο – Πρώην αθλήτρια Ολυμπιακών Αγώνων στους συλληφθέντες

Κύκλωμα με τηλεφωνικές απάτες: Πώς δρούσε το δίκτυο – Πρώην αθλήτρια Ολυμπιακών Αγώνων στους συλληφθέντες

Στη σύλληψη 45 ατόμων που συμμετείχαν σε οργανωμένο κύκλωμα τηλεφωνικών απατών και κλοπών με θύματα κυρίως ηλικιωμένους προχώρησαν οι αρχές, ενώ στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη 96 εμπλεκόμενοι.

Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες υποθέσεις του είδους των τελευταίων ετών, με τις αρχές να κάνουν λόγο για περισσότερες από 1.100 περιπτώσεις εξαπάτησης και κλοπών από το 2023, και συνολική λεία που ξεπερνά τα 7,5 εκατομμύρια ευρώ.

 Η εγκληματική οργάνωση λειτουργούσε με πλήρη δομή εταιρείας. Παρά το χτύπημα από την ΕΛ.ΑΣ., καταγράφονται ακόμη περιστατικά από ομάδες που φαίνεται να συνεχίζουν αντίστοιχες μεθόδους.

Ανάμεσα στους συλληφθέντες βρίσκεται μία 37χρονη αθλήτρια, η οποία είχε συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.

Σύμφωνα με την έρευνα, είχε βοηθητικό ρόλο στη δράση του κυκλώματος, συνδράμοντας τον αδελφό της -ο οποίος λειτουργούσε ως «εισπράκτορας» – στο ξέπλυμα χρημάτων και τη διαχείριση των μετρητών από την εκποίηση κοσμημάτων και άλλων κλοπιμαίων.

Πώς δρούσε το κύκλωμα

Στο πλαίσιο της έρευνας, καταδείχθηκε η μεθοδολογία (modus operandi) που χρησιμοποιούσαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, ως ακολούθως:

Η εγκληματική οργάνωση είχε ως αρχηγείο – τηλεφωνικό κέντρο οικισμό στο Ζευγολατιό Κορινθίας, το οποίο λόγω της γεωγραφικής του θέσης προσφερόταν για τη διαφυγή των δραστών καθώς και την απόκρυψη των αφαιρεθέντων χρηματικών ποσών ή τιμαλφών.

Το τηλεφωνικό κέντρο αποτελούνταν από έναν τουλάχιστον βοηθό διευθύνοντος και ένα μικρό αριθμό έμπιστων μελών, οι οποίοι μιλούσαν άπταιστα την ελληνική γλώσσα, κατείχαν τεχνική κατάρτιση στη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και άριστη γνώση λειτουργίας της ηλεκτρονικής τραπεζικής, ενώ τα τηλεφωνικά κέντρα βρίσκονταν κατά κανόνα στο Ζευγολατιό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου (Βραχάτι, Άσσος, Εξαμίλια κλπ).

Επιπλέον, είχαν συστήσει επιχειρησιακά κέντρα σε Αγία Βαρβάρα,  Αχαρνές – Φυλής (Άνω Λιόσια και Ζεφύρι) προκειμένου να μην εντοπίζονται τα αρχηγικά μέλη αλλά και για να μη συσχετιστούν τα επιχειρησιακά κέντρα με τον «Αρχηγείο – τηλεφωνικό κέντρο» εκμεταλλευόμενοι τις ιδιαιτερότητες των περιοχών και τις στενές συγγενικές ή φιλικές σχέσεις με τα μέλη αυτά.

Μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις με άτομα στην επαρχία, τους ανέθεταν έναντι αμοιβής να μεταβαίνουν σε όλη την επικράτεια δρώντας ως εισπράκτορες για λογαριασμό της οργάνωσης, γεγονός που οδηγούσε στον μη εντοπισμό των αρχηγικών μελών.

Χαρακτηριστικό της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης ήταν το εύρος, η οργανωτικότητα και η προσαρμοστικότητα που είχαν αναπτύξει, έχοντας αποκτήσει εξειδίκευση σε τεχνικά θέματα και άλλες λεπτομέρειες που χρησιμοποιούσαν για να εξαπατήσουν τα θύματά τους.

Ενδεικτικό είναι ότι, καθημερινά πραγματοποιούνταν κλήσεις από -40- τηλεφωνητές προς εξαπάτηση των υποψήφιων θυμάτων, ενώ η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον -150- επιχειρησιακά κινητά τηλέφωνα (τηλεφωνικές κλήσεις, μεταφορές χρημάτων, επικοινωνία μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των παράνομων πράξεων), τα οποία απενεργοποιούσαν και προέβαιναν στην αγορά νέων προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές.

Ως προς την μεθοδολογία, τα μέλη της εγκληματικής  οργάνωσης χρησιμοποιούσαν διαφορετικό τρόπο δράσης, λαμβάνοντας υπόψη κάθε φορά την κίνηση της αγοράς και τις εξελίξεις όσον αφορά επιδοτήσεις, επιδόματα και κυβερνητικές εξαγγελίες.

Συγκεκριμένα, πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές κλήσεις με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών αλλά και κάνοντας χρήση ψεύτικων στοιχείων ταυτότητας με σκοπό την εξαπάτηση των πολιτών, ενώ παρουσιάζονταν:

  • ως υπάλληλοι δημοσίων και συνεργαζόμενων φορέων, οι οποίοι με το πρόσχημα της επιστροφής χρημάτων ή πληρωμής κρατήσεων τιμολογίων και εκμεταλλευόμενοι την άγνοια των θυμάτων για τραπεζικής φύσεως συναλλαγές, καθοδηγούσαν λανθασμένα τα θύματα αποστέλλοντας τα χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς μελών της οργάνωσης,
  • ως λογιστές – φοροτεχνικοί, όπου με πρόφαση ότι είναι δικαιούχοι είτε κρατικής επιδότησης είτε επιστροφής χρημάτων, αποκτώντας πολλές φορές και πρόσβαση στον ίδιο τον τραπεζικό λογαριασμό των θυμάτων, μετέφεραν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς της οργάνωσης ή πραγματοποιούσαν άμεσα αναλήψεις. Πολλές φορές για να γίνουν πειστικοί, στην συνομιλία συμμετείχε και έτερος δράστης που συστηνόταν ως προϊστάμενος ή ως εξειδικευμένος υπάλληλος που θα βοηθούσε στη διεκπεραίωση, κάμπτοντας τις υποψίες των θυμάτων,
  • ως λογιστές και βοηθοί λογιστών όπου σε περίπτωση που διαπίστωναν ότι καλούν σε ηλικιωμένους ή άτομα που δεν έχουν καλή γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα, όπως τη δήλωση στην εφορία ή την ασφάλιση μετρητών και τιμαλφών, έπειθαν τα θύματα να παραδώσουν σε συνεργούς τους χρήματα και τιμαλφή,
  • σε περίπτωση που δεν γίνονταν πειστικοί ως λογιστές, ξανακαλούσαν τα θύματα ως δήθεν αστυνομικοί, ζητώντας από τα θύματα να πετάξουν τιμαλφή και χρήματα από το μπαλκόνι προκειμένου να «συλλάβουν» επ’ αυτοφώρω τους επίδοξους απατεώνες,
  • ως δήθεν πωλητές οχημάτων και μηχανημάτων έργου, αναρτώντας αγγελίες σε δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες, με ιδιαίτερα δελεαστικές τιμές, μέσω των οποίων προσελκύονταν ανυποψίαστοι υποψήφιοι αγοραστές. Τα μέλη της οργάνωσης,
  • προσποιούμενα τους ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους νόμιμων επιχειρήσεων, απαιτούσαν καταβολή χρηματικής «προκαταβολής» για τη δήθεν «δέσμευση» του οχήματος, επικαλούμενα αυξημένο ενδιαφέρον από τρίτους, λάμβαναν τα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς που έλεγχαν και στη συνέχεια είτε προφασίζονταν διάφορα προσκόμματα είτε διέκοπταν πλήρως την επικοινωνία, χωρίς ποτέ να πραγματοποιούν την αγοραπωλησία ή να επιστρέφουν τα καταβληθέντα χρήματα.

Παράλληλα, για την αποφυγή εντοπισμού τους χρησιμοποιούσαν ποικίλα μέτρα αντιπαρακολούθησης όπως κωδικοποιημένες λέξεις, τεχνολογικά μέσα, κάλυψη χαρακτηριστικών τους κ.λπ.

Ως προς τη δομή της οργάνωσης, στο ανώτερο επίπεδο βρίσκονταν ο διευθύνων και οι βοηθοί του, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ανήκαν σε στενό οικογενειακό κύκλο και όριζαν την ταυτότητα – μεθοδολογία και δράση της οργάνωσης, ενώ κύρια αρμοδιότητά τους ήταν ο συντονισμός και η οικονομική διαχείριση των εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα, έχοντας τον πλήρη έλεγχο και δίνοντας παράλληλα οδηγίες στα κατώτερα μέλη.

Στα ενδιάμεσα επίπεδα υπήρχαν οι επικεφαλής των ομάδων – επιχειρησιακών κέντρων, οι βοηθοί τους, τηλεφωνητές, στρατολογητές τραπεζικών στοιχείων, εισπράκτορες και τα υποστηρικτικά μέλη.

Στη βάση της ιεραρχίας βρίσκονταν τα «money mules», οι οποίοι διέθεταν τις τραπεζικές τους κάρτες, τα στοιχεία της ηλεκτρονικής τραπεζικής (όνομα χρήστη – username και κωδικό πρόσβασης – password), καθώς και την ταυτοποιημένη στην τράπεζά τους τηλεφωνική σύνδεση – συσκευή κινητής τηλεφωνίας στην οποία ελάμβαναν τους κωδικούς μιας χρήσης (OTPs).  

Τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούσαν τα μέλη της οργάνωσης (εξαγοράζοντάς τα έναντι χρηματικού ποσού από -300- έως -800- ευρώ) για τη διευκόλυνση της δράσης τους, τόσο για την άμεση μεταφορά των «εσόδων» τους, όσο και για την προστασία των στοιχείων ταυτότητάς τους.