Το αρνητικό ντεμπούτο της Stevanato μπορεί να δημιουργήσει μία καλή επενδυτική ευκαιρία

Το αρνητικό ντεμπούτο της Stevanato μπορεί να δημιουργήσει μία καλή επενδυτική ευκαιρία

Σήμερα Τρίτη, το κουδούνι της έναρξης της συνεδρίασης του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης θα χτυπήσουν οι εκπρόσωποι της Stevanato Group (STVN NYSE), για να γιορτάσουν το ξεκίνημα της διαπραγμάτευσης της μετοχής της εταιρείας στο μεγάλο αυτό χρηματιστήριο, που έγινε την Παρασκευή που μας πέρασε.

Η Stevanato ιδρύθηκε το 1949 στην Πάντοβα της Ιταλίας ως παραγωγός εξειδικευμένων προϊόντων γυαλιού, και στην συνέχεια στράφηκε στην παραγωγή προϊόντων που έχουν σχέση με την φαρμακοβιομηχανία και την παροχή υπηρεσιών υγείας. Αυτή την στιγμή είναι η δεύτερη στον κόσμο παραγωγός γυάλινων φιαλιδίων που χρησιμοποιούνται για την διατήρηση και αποθήκευση φαρμάκων και εμβολίων, είναι από τις σημαντικότερες παραγωγούς των συσκευών έγχυσης ινσουλίνης σε διαβητικούς, κατασκευάζει πλήθος συρίγγων για φαρμακευτική χρήση, και γενικά δραστηριοποιείται έντονα σε ο,τιδήποτε έχει σχέση με αποθήκευση, διατήρηση και μεταφορά φαρμακευτικών και διαγνωστικών ουσιών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η εταιρεία, πελάτες της είναι οι 15 μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες στον κόσμο, 8 από τις 10 μεγαλύτερες εταιρείες που παράγουν διαγνωστικά τεστ, ενώ συνεργάζεται και με τις μεγαλύτερες εταιρείες βιοτεχνολογίας. Έχει πάνω από 700 πελάτες ανά τον κόσμο και 14 ιδιόκτητα εργοστάσια σε πολλές χώρες της Ευρώπης, τις Η.Π.Α, το Μεξικό, την Βραζιλία και την Κίνα. Τα χρήματα που εισέπραξε κατά την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή νέων εργοστασίων.

Το 2020 ήταν μία πολύ καλή χρονιά για την επιχείρηση, αφού ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 23%, σε σημαντικό βαθμό λόγω της αυξημένης ζήτησης για φιαλίδια και σύριγγες ενόψει της έναρξης της εκστρατείας εμβολιασμού κατά του Covid-19. Οι πωλήσεις της για την χρονιά έφθασαν τα 662 εκατομμύρια Ευρώ (περίπου 780 εκατομμύρια δολάρια), από 537 το 2019, και το πρώτο τρίμηνο του 2021 συνεχίστηκε ο ίδιος ρυθμός ανόδου, πράγμα αρκετά λογικό αφού στο 90% των προγραμμάτων εμβολιασμού χρησιμοποιούνται και δικά της φιαλίδια και σύριγγες.

Η εταιρεία υποστηρίζει πως η άνοδος των μεγεθών της θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, καθώς έχει τοποθετηθεί στρατηγικά στους πλέον αναπτυσσόμενους τομείς της φαρμακευτικής και διαγνωστικής βιομηχανίας. Ο ρυθμός ετήσιας ανόδου του κύκλου εργασιών δεν θα είναι τόσο ισχυρός όπως το 2020, θα είναι όμως λογικά κοντά στο 12% με 15%, όπως τις προηγούμενες χρονιές.

Μέχρι εδώ όλα ακούγονται καλά, ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας και το γεγονός πως μόνο η Stevanato και μία ανταγωνίστριά της, η Schott διαθέτουν αυτή την στιγμή τα προ-αποστειρωμένα φιαλίδια για την τοποθέτηση των εμβολίων, εξασφαλίζοντας για αυτές την μερίδα του λέοντος από τις φαρμακευτικές εταιρείες που παρασκευάζουν τα εμβόλια. Γιατί όμως δεν πήγε καλά η δημόσια εγγραφή των μετοχών;

Όταν λέμε πως δεν πήγε καλά, εννοούμε πως η εταιρεία αναγκάστηκε να πουλήσει λιγότερες μετοχές απ’ όσες αρχικά είχε πρόθεση να κάνει, στο χαμηλότερο σημείο του εύρους τιμών. Ενώ στο ξεκίνημα των παρουσιάσεων στους επενδυτές, είχε ανακοινώσει πως θα πουλιόντουσαν 40 εκατομμύρια μετοχές, από 21 έως 24 δολάρια η κάθε μία, στο τέλος πουλήθηκαν 32 εκατομμύρια προς 21 δολάρια η μία. Από τα 32 εκατομμύρια, το 70% ήταν νέες μετοχές που εξέδωσε η εταιρεία και τα υπόλοιπα μετοχές που πούλησε η οικογένεια Stevanato, η οποία εξακολουθεί να κατέχει κοντά στο 75% των μετοχών της επιχείρησης μετά την είσοδο στο χρηματιστήριο.

Αυτό σημαίνει πως τα χρήματα που τελικά εισέπραξε η εταιρεία είναι περίπου 470 εκατομμύρια δολάρια, σχεδόν 400 εκατομμύρια ευρώ, πολύ σημαντικό ποσό, αλλά σχεδόν 25% λιγότερο από αυτό που θα εισέπραττε αν είχε καταφέρει να πουλήσει τον αρχικό αριθμό μετοχών στην τιμή των 24 δολαρίων.

Ο λόγος για τον οποίον η εταιρεία αναγκάστηκε να μικρύνει το μέγεθος της δημόσιας εγγραφής και να εισπράξει αρκετά μικρότερα κεφάλαια απ’ όσο είχε σχεδιάσει να κάνει είναι αρκετά απλός. Η αγορά θεώρησε πως, αν η εγγραφή προχωρούσε σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, η μετοχή της Stevanato θα ήταν μάλλον ακριβή. Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας θα ήταν λίγο πάνω από τα 6 δις Ευρώ, σχεδόν 7 δις δολάρια. Με βάση τις πωλήσεις της εταιρείας για το 2020, αυτή η αποτίμηση φάνηκε πολύ απαιτητική, συγκρινόμενη με τις αποτιμήσεις άλλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο, ενώ φάνηκε ακόμα πιο απαιτητική διότι ήταν περίπου 40 φορές πάνω από τα οργανικά της κέρδη.

Είναι προφανές πως η Stevanato δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί, όπως θα ήθελε, την εξαιρετική της πορεία για το 2020, ίσως γιατί οι επενδυτές έκριναν πως τα μεγέθη φούσκωσαν πολύ λόγω των εμβολίων, ίσως και γιατί φοβήθηκαν πως σύντομα θα εμφανιστεί πιο έντονος ανταγωνισμός σε αυτή την αγορά, με πιθανότατο αποτέλεσμα την πτώση των τιμών και την μείωση των κερδών.

Η δυσπιστία των επενδυτών συνεχίστηκε με την έναρξη της διαπραγμάτευσης, την προηγούμενη Παρασκευή, αφού με το ξεκίνημα σημειώθηκε πτώση της τάξης του 20% και η μετοχή έφθασε κάτω από τα 17 δολάρια (θυμίζουμε πως η τιμή εγγραφής ήταν στα 21), φέρνοντας την χρηματιστηριακή της αξία στα 5 δις δολάρια. Από εκεί και μετά, η μετοχή ανέκαμψε, χωρίς όμως να καταφέρει να φτάσει ακόμα στην τιμή της εγγραφής. Στην χθεσινή συνεδρίαση, παρά το πολύ αρνητικό κλίμα στην αγορά, μάζεψε τις αρχικές απώλειες και τελικά έκλεισε με μικρή πτώση, στα 19,54 δολάρια, δείχνοντας ίσως πως η έντονη πτώση της Παρασκευής μπορεί να οφειλόταν και σε «τεχνικούς λόγους».

Παρά το ότι η δημόσια εγγραφή δεν είχε την επιθυμητή εξέλιξη, η εταιρεία μπόρεσε να ενισχύσει τα ταμεία της με ένα πολύ σημαντικό ποσό, που θα την βοηθήσει πολύ στην συνέχεια και είναι σίγουρα μία πολύ καλή επιχείρηση σε έναν τομέα που θα συνεχίσει να αναπτύσσεται. Μπορεί όντως να είναι κάπως ακριβή, όπως άλλωστε και πολλές μετοχές αυτή την εποχή. Αν συνεχιστεί το επιφυλακτικό κλίμα στην Wall Street, δεν αποκλείεται να ξαναδούμε την Stevanato κάτω από τα 17 δολάρια, ίσως και χαμηλότερα, προσφέροντας μία πολύ ενδιαφέρουσα επιλογή για υπομονετικούς επενδυτές που βλέπουν μπροστά.