Τι λέει η Lamda Development για τις αρχαιότητες και τα ύψη των κτιρίων

Τι λέει η Lamda Development για τις αρχαιότητες και τα ύψη των κτιρίων

Ο σεβασμός και η προστασία των αρχαιοτήτων ήταν εξασφαλισμένα από τον νόμο και από το μνημόνιο συναντίληψης και συνεργασίας που είχε υπογραφεί μεταξύ της Ελληνικό ΑΕ και της υπουργού Πολιτισμού. Επομένως, μόνο πρόβλημα δημιούργησαν κατά τη Lamda Development οι κινήσεις του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.

«Όπως είναι γνωστό, ο χώρος λειτούργησε για πολλές δεκαετίες ως αεροδρόμιο, το οποίο μάλιστα επεκτεινόταν συνεχώς, ενώ στην πορεία κατασκευάστηκαν εγκαταστάσεις για τους Ολυμπιακούς Αγώνες (γήπεδα, ο χώρος του Κανόε – Καγιάκ, κ.λπ.) και πλήθος άλλων βαριών υποδομών, όπως το αμαξοστάσιο, η γραμμή του ΤΡΑΜ και το ΜΕΤΡΟ», σημειώνεται σε ανακοίνωση της Lamda Development.

«Όλο αυτό το διάστημα μέχρι και πρόσφατα, δηλαδή από την μετεγκατάσταση του αεροδρομίου και βεβαίως κατά τη διάρκεια κατασκευής των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, δεν υπήρξε κανένα νέο εύρημα πάρα μόνο η επαναοριοθέτηση του εν λόγω χώρου του Αγίου Κοσμά, στις αρχές του 2015». 

Τουτέστιν, μέχρι και την ολοκλήρωση του διαγωνισμού δεν είχε υπάρξει καμία επανοριοθέτηση αρχαιολογικής ζώνης γνωστής στους διαγωνιζόμενους αλλά και έκτοτε μέχρι σήμερα δεν ανακαλύφθηκε κανένα νέο αρχαιολογικό εύρημα.

Η εταιρεία εκτιμά πως η κήρυξη αρχαιολογικού χώρου στο ακίνητο «επηρεάζει άμεσα τις προοπτικές του. Σε οποιαδήποτε μεταβίβαση, μίσθωση, και γενικά σε οποιαδήποτε σύμβαση σχετίζεται με ακίνητο εντός αρχαιολογικού χώρου, η κήρυξη του τελευταίου έχει σοβαρές συνέπειες και επιπτώσεις ακόμα και αν δεν βρεθούν τελικά αρχαία. Αυτό εμφανίζεται εντονότερα σε αδόμητα ακίνητα, όπως η έκταση του Ελληνικού.

Οι διαδικασίες εν γένει επιβαρύνονται, δεδομένου ότι κακοπροαίρετοι ή υστερόβουλοι τρίτοι, για ίδιο όφελος, και χωρίς τεκμηρίωση ή αιτιολογία έχουν δικαίωμα προσφυγής ενάντια σε κάθε πράξη ή απόφαση που κατά την άποψη τους υποβαθμίζει ή βλάπτει άμεσα ή έμμεσα τον αρχαιολογικό χώρο. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι σοβαρές καθυστερήσεις για κάθε περίπτωση προσφυγής μέχρις ότου αυτή ολοκληρωθεί.

Όλα τα ανωτέρω μεταβάλουν «επί τα χείρω» την κατάσταση του ακινήτου». 

Τα περισσότερα από τα ανωτέρω ισχύουν, όχι μόνο για όσα ακίνητα βρίσκονται εντός αρχαιολογικού χώρου, αλλά και για όσα βρίσκονται «πλησίον» αυτού. Ο όρος «πλησίον» ερμηνεύεται κατά περίπτωση, με βασικό κριτήριο τη γειτνίαση ή και την οπτική επαφή του υπό αδειοδότηση έργου ή δραστηριότητας με τον αρχαιολογικό χώρο. Συνεπώς, η κήρυξη αρχαιολογικού χώρου επηρεάζει σημαντικά και όλες τις γειτνιάζουσες με το χώρο περιοχές.

Σε όλα τα μεγάλα έργα (π.χ. Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταυρός Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ), Μετρό, Αττική οδός, Αεροδρόμιο κ.λπ.) όταν βρίσκονται αρχαία, κατά την εκτέλεση του έργου, αυτά προστατεύονται πλήρως σύμφωνα με τις διαδικασίες και τις ειδικές προβλέψεις του αρχαιολογικού νόμου. Ποτέ, σε κανένα από τα μεγάλα έργα, δεν κηρύχθηκαν εκ των προτέρων εκτάσεις ως ζώνες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.

  • Η κήρυξη ενός αρχαιολογικού χώρου δεν προσφέρει καμία επιπλέον προστασία σε πιθανά νέα ευρήματα, σε σχέση με το Μνημόνιο και τον Αρχαιολογικό Νόμο. Η σημαντική διαφορά είναι ότι αυξάνει ιδιαίτερα τη γραφειοκρατική διαδικασία, η οποία επιβαρύνει οικονομικά τους ιδιοκτήτες του ακινήτου ή οποιουδήποτε κτίσματος και πολλαπλασιάζει τα γραφειοκρατικά βάρη με όλες τις συνακόλουθες καθυστερήσεις και συνέπειες.
  • Το Μνημόνιο Συνεργασίας προβλέπει και επιβάλλει την παρουσία της αρχαιολογικής υπηρεσίας και εξασφαλίζει 100% την προστασία, συντήρηση και ανάδειξη των όποιων ευρημάτων εντοπιστούν και ταυτόχρονα εξασφαλίζει ένα σταθερό περιβάλλον το οποίο αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την προσέλκυση νέων επενδυτικών κεφαλαίων.

Ως προς τη χωροθέτηση ψηλών κτιρίων στην έκταση όπου θα υλοποιηθεί το έργο εγκαινιάζει ένα σύγχρονο μοντέλο αστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, το οποίο εξυπηρετεί δύο βασικούς στόχους λέει η Lamda:

  • Τη μείωση της κάλυψης της επιφάνειας για την «απελευθέρωση» χώρων πρασίνου και κοινόχρηστων χώρων, και κατ' επέκταση τη φυσική μεγέθυνση του χώρου του Μητροπολιτικού Πάρκου και των λοιπών χώρων πρασίνου, ώστε να διεισδύσει και να ωφελήσει αφενός όλες τις γειτονιές του έργου και αφετέρου στο μέγιστο βαθμό τους όμορους δήμους.
  • Την ανέγερση κτιρίων - τοποσήμων που θα καταστήσουν την ευρύτερη περιοχή του Ελληνικού, σημείο προορισμού (landmark destination).

Η - υπό όρους και προϋποθέσεις- δόμηση καθ' ύψος μπορεί να αποτελέσει τη λύση. Η ανέγερση ψηλών κτιρίων στο Ελληνικό προκρίθηκε στο πλαίσιο μιας πρότυπης, βιώσιμης και ποιοτικά βελτιωμένης αστικής ανάπλασης που θέτει στο κέντρο θέματα περιβάλλοντος, ενέργειας, αισθητικής και λειτουργικότητας. Μείωση στην κάλυψη της επιφάνειας σημαίνει περισσότερος χώρο για πράσινο, περισσότεροι ανοικτοί, κοινόχρηστοι χώροι.

Τα ψηλά κτίρια, λόγω της ειδικής αρχιτεκτονικής τους σχεδίασης, λειτουργούν ως τοπόσημα για το Ελληνικό με στόχο να καταστήσουν την ευρύτερη περιοχή τόπο προορισμού (landmark destination). Ο ταχύτατα αναπτυσσόμενος αρχιτεκτονικός τουρισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τα ψηλά κτίρια τα οποία φέρουν την υπογραφή διεθνούς φήμης αρχιτεκτόνων. Παραδοσιακές πόλεις με έντονο το στοιχείο της ιστορίας και του πολιτισμού όπως η Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι, το Πεκίνο, η Σαγκάη αλλά και το Βερολίνο, η Βαρκελώνη, το Λονδίνο, το Μιλάνο και πολλές άλλες, είναι πόλεις των οποίων το τουριστικό προϊόν ενισχύεται σημαντικά μέσα από την ανέγερση κτιρίων με ειδικό αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι πόλεις που έχουν τέτοιου είδους κτίρια και καινοτόμες κατασκευές (π.χ. το Louvre στο Παρίσι, το Hotel Arts στο παράκτιο μέτωπο της Βαρκελώνης, κ.α.) αποτελούν πόλο έλξης για επισκέπτες από όλο τον κόσμο, πριν ακόμη και από την ολοκλήρωσή τους.

Ο κτιριακός τύπος του ψηλού κτιρίου που περιβάλλεται από ανοικτούς, ελεύθερους χώρους αποτελεί εδώ και δεκαετίες κυρίαρχη τάση στην Ευρώπη, καθώς η δόμηση καθ' ύψος θεωρείται σημαντική παράμετρος στην επίτευξη του αειφόρου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Στο Λονδίνο, το ψηλότερο κτίριο έχει ύψος 309,7 μ., στη Μαδρίτη 249 μ., ενώ στο Παρίσι και στο Μιλάνο τα ψηλότερα κτίρια φτάνουν τα 231 μ.

Βεβαίως, η χωροθέτηση και ανάπτυξη των κτιρίων γίνεται με απόλυτο σεβασμό στο τοπίο, αλλά και την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου. Το επιχείρημα κατά της ανέγερσης ψηλών κτιρίων στην Αθήνα, η ανησυχία δηλαδή ότι τα ψηλά κτίρια θα επισκιάσουν την Ακρόπολη, στερείται πραγματικής βάσης στην περίπτωση του Ελληνικού, καθώς η προς αξιοποίηση έκταση βρίσκεται σε απόσταση τουλάχιστον 10 χλμ. από το μνημείο. Εξάλλου, η χωροθέτηση των ψηλών κτιρίων στο Ελληνικό δεν θα εμποδίζει τη θέα στην Ακρόπολη από τον αστικό ιστό, αφού τα κτίρια πρόκειται να ανεγερθούν κοντά στη θάλασσα, σε μια περιοχή που σήμερα αποτελεί «αστικό κενό».