Ρύθμιση οφειλών προς πιστωτικά ιδρύματα: Εμπειρία και πρακτική

Ρύθμιση οφειλών προς πιστωτικά ιδρύματα: Εμπειρία και πρακτική

Του Σταύρου Παπασταύρου*

Η ρύθμιση οφειλών προς Πιστωτικά Ιδρύματα ανάγεται αυτή την στιγμή ως το πρωτεύον μέσο εφαρμογής Οικονομικής – Δημοσιονομικής Πολιτικής καθότι ο πραγματικός δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων υπερβαίνει σε πολλές περιπτώσεις το 70% του Δανειακού Χαρτοφυλακίου των Ελληνικών Τραπεζών.

Η μεταπώληση των πιστωτικών τίτλων σε vulture fund του εξωτερικού, δεν συνιστά λύση στο πρόβλημα καθότι παρέχει βραχυχρόνια μόνο ρευστοποίηση της αξίας απαιτήσεων περιουσιακών στοιχείων των Ελληνικών Τραπεζών συχνά στο 15% της τρέχουσας υπολοιπόμενης αξίας των δανείων.

Η κάλυψη της διαφοράς των απολεσθέντων 85 μονάδων από το σύνολο του δανειακού χαρτοφυλακίου των Ελληνικών Τραπεζών σε συνδυασμό με τους όρους τοποθέτησης των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου των Ελληνικών Τραπεζών και σε συνδυασμό με την πλήρη απουσία ειδικού διαπραγματευτή (market –maker) επί της διαπραγμάτευσης των μετοχών τους, αποδείχτηκε ολέθρια καθώς απωλέσθη ο έλεγχος των μετοχικών κεφαλαίων τους και καταβαραθρώθηκαν οι αξίες των μετοχών τους.

Ρύθμιση Τραπεζικών Οφειλών: η Εμπειρία

Οταν ξεκίνησε η κατάρτιση και εφαρμογή του Νόμου 4469/17 (εξωδικαστικός Συμβιβασμός) ο επιχειρηματικός κόσμος ήταν περιχαρής καθώς στην θεωρεία βασική αρχή του ήταν ότι δεν δύναται να υπερβαίνει η αξία των συνολικών οφειλών του υπαγομένου σε αυτός επιχειρηματία την αξία αναγκαστικής εκτέλεσης (forced value) του ακινήτου που βρίσκεται σε εξασφάλιση της προς ρύθμιση χρηματοδότησης. Αυτό πρακτικά επέφερε περικοπή της οφειλής του αιτούντα μέχρι και 70% της τρέχουσας υπολοιπόμενης αξίας του περικοπτόμενου δανείου.

Επειδή ο ως άνω Νόμος προέβλεπε την συναίνεση των Τραπεζών γεγονός που είναι ασυμβίβαστο με την ρυθμιστική του υπόσταση, οι πλειοψηφία των Τραπεζών μέχρι προσφάτως αντί να επεξεργαστούν από κοινού με τον πιστωτή ένα πλάνο εξυγίανσης της επιχειρήσεως του και συνεπούς ρύθμισης των οφειλών του, προέβαιναν μέχρι προσφάτως σε επίσπευση εκτελέσεως κατά του πιστωτή προκειμένου να τον υποχρεώσουν να ρυθμίσει την οφειλή του βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών βάσει του οποίου η Πιστώτρια Τράπεζα ελάχιστα απεμπολεί του συνόλου της απαιτήσεως της απλά επιμηκύνει τον ορίζοντα αποπληρωμής της οφειλής παγώνοντας μέρος του κεφαλαίου και ρυθμίζοντας την μηνιαία δόση του οφειλέτη βάσει του ελάχιστου προβλεπόμενου κόστους διαβίωσης όπως αυτό ορίζεται σχετικώς από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Ετσι για παράδειγμα η Πιστώτρια Τράπεζα δια της εφαρμογής του Εξωδικαστικού Συμβιβασμού θα είχε περικοπή της απαιτήσεως της μέχρι και 70 % δια της εφαρμογής του Κώδικα δεοντολογίας πετύχαινε περικοπή μόνο 30% της αρχικής απαιτήσεως της λαμβάνοντας μάλιστα και επιπλέον εξασφαλίσεις είτε με προσημείωση και σε άλλα ακίνητα του πιστωτή είτε με προσωπική εγγύηση κοντινών συγγενικών του προσώπων.

Τελική Συνέπεια της κακής εφαρμογής και συντονισμού των στρατηγικών ρύθμισης Τραπεζικών Οφειλών είναι:

Α. Η Κατακρήμνιση της αξίας των Τραπεζικών Μετοχών

Β. Η διεύρυνση του δείκτη μη-εξυπηρετούμενων δανείων

Γ. Ο πνιγμός του Πιστούχου καθότι η πλειοψηφία των πλάνων εξυγίανσης αποδεικνύονται μη- βιώσιμα

Δ. Η κατάρρευση της δευτερογενούς αγορά Ακινήτων

Ε. Η ουσιαστική συρρίκνωση της κερδοφορίας και ρευστότητας των Ελληνικών Τραπεζών που οδηγεί σε αναπόφευκτη περικοπή λειτουργικών εξόδων με κλείσιμο υποκαταστημάτων και απολύσεις προσωπικού.

Στ. Η δραματική συρρίκνωση των αξιόχρεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών καθότι η επιφόρτιση με δυσμενή πιστοληπτικά στοιχεία είναι τέτοια, που δεν επιτρέπει την χορήγηση οποιουδήποτε νέου δανείου ακόμη και αν υπήρχε η σχετική ρευστότητα εκ μέρους των Τραπεζών.

Ε. Η Χρήση εγκληματικών πρακτικών window–dressing (ωραιοποίηση οικονομικών αποτελεσμάτων) των ισολογισμών των Ελληνικών Τραπεζών οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική οικονομική κατάσταση των Τραπεζών και δεν εξηγούν επαρκώς πως δικαιολογείτε η διαρκής προσφυγή τους σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου εν μέσω συρρικνούμενου μεγέθους και δραστηριότητας.

Σε αυτή την περίπτωση την ευθύνη φέρουν στο ακέραιο πέραν των διοικήσεων των ελληνικών Τραπεζών και οι Εποπτικές Αρχές και οι Ορκωτοί Λογιστές που υπογράφουν τις οικονομικές καταστάσεις.

Στ. Η μετακύλιση του κόστους των αποτυχημένων ανακεφαλαιοποιήσεων των Ελληνικών Τραπεζών γίνεται αυτομάτως στον Έλληνα Φορολογούμενο καθότι ενσωματώνεται στο Δημόσιο Χρέος.

Ποια είναι η λύση;

1. Οριοθέτηση ενός ενιαίου μηχανισμού ρύθμισης οφειλών με αναγκαστική εφαρμογή για όλους τους συμμετέχοντες και βραχύ χρόνο εφαρμογής που να βασίζεται στις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες του πιστούχου.

2. Χρηματοδότηση του κόστους αναγκαστικής εκτέλεσης των περιουσιακών στοιχείων στρατηγικών κακοπληρωτών και διαμοιρασμός του προϊόντος εκποίησης σε πολυμετοχική βάση κυρίως προς πολίτες μεσαίας εισοδηματικής τάξης λειτουργόντες στην οικονομία σε ειδικές τιμές με δέσμευση επανεπενδύσεως σε βιώσιμες τοποθετήσεις.

3. Χρηματοδότηση του θεσμού του Ειδικού Διαπραγματευτή Μετοχών Ελληνικών Τραπεζών που θα αναλαμβάνει την επαναφορά της τιμής των μετοχών τους στα επίπεδα τουλάχιστον αυξήσεως μετοχικού κεφαλαίου.

4. Κλείσιμο αμαρτωλών-προβληματικών Τραπεζών τύπου Αττικής που προσβάλουν την εύρυθμη λειτουργιά της αγοράς.
5. Αυστηρή νομοθεσία για το window-dressing ισολογισμών τραπεζών με εφαρμογή του Νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου με επιβαρυντική διάταξη και άμεση σύλληψη υπευθύνων όπως εφαρμόζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ηνωμένο Βασίλειο (SMC, FCA) που θα αφορά και τις σχετικές δημοσιεύσεις δια του Τύπου.

6. Ενθάρρυνση εξευρέσεως συμβιβαστικής λύσης κατά αρχήν με τον Πιστούχο και απαγόρευση μεταπώλησης του Πιστωτικού Τίτλου σε Fund-Γύπες πριν εξαντληθούν τα όρια συμβιβασμού με τον Πιστούχο.

7. Ειδικό πλαίσιο χρηματοδότησης υπερχρεωμένων πιστούχων βάσει πλάνου εξυγίανσης και ενδεχομένως διεύρυνσης των εξασφαλίσεων

8. Πλήρης Διαχωρισμός Τραπεζών κα Χρηματιστηριακών Εταιρειών καθότι οι ρόλοι τους θα πρέπει να είναι Διακριτοί και συχνά Ανταγωνιστικοί με χρηματοοικονομική στήριξη των Χρηματιστηριακών Εταιρειών.

Η Νέα Ελληνική Κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις Εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 θα πρέπει να θέσει ως υπ' αριθμό 1 προτεραιότητα τα ως άνω ως βασικό μηχανισμό από κατάστασης της Τραπεζικής και Χρηματοοικονομικής Αγοράς ως βασικό μοχλό εξυγίανσης και ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας

*Ο Σταύρος Παπασταύρου είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Roland Berger & Partner S.A. Έχει διατελέσει Αντιπρόεδρος της ΣΙΓΜΑ ΑΕΠΕΥ και Executive Vice President της Credit Suisse