Πρεμιέρα για το πετρέλαιο θέρμανσης - Στο 1,15 ευρώ το λίτρο από 0,95 πέρυσι

Πρεμιέρα για το πετρέλαιο θέρμανσης - Στο 1,15 ευρώ το λίτρο από 0,95 πέρυσι

Αυξημένο κατά 21% θα διατίθεται από σήμερα το πετρέλαιο θέρμανσης, με την αγορά να εκτιμά ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα το καύσιμο θα κινηθεί γύρω στο 1,15 ευρώ, έναντι 0,95 ευρώ ένα χρόνο πριν, επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας η μέση τιμή διάθεσης του πετρελαίου στην έναρξη της χειμερινής περιόδου τον Οκτώβριο του 2017 ήταν 94,4 λεπτά το λίτρο ενώ τον Απρίλιο, στη λήξη ήταν 1,025 ευρώ και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς, η τιμή εκκίνησης εφέτος θα κυμανθεί στο 1,15 ευρώ.

Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση που ένα νοικοκυριό καταναλώνει 1.000 λίτρα τον χρόνο φέτος θα πρέπει να πληρώσει 1.150 ευρώ έναντι 950 ευρω που πλήρωσε πέρυσι. Μαι αύξηση της τάξης των 200 ευρώ. Και αυτό με την προυποθεση ο΄τι οι τιμές του πετρελαίου θα κυμανθούν στα σημερινά επίπεδα και δεν θα αυξηθούν περαιτέρω.

Σημειώνεται πως τις τελευταίες εβδομάδες το μπρεντ κινείται κοντά στα 80 δολάρια με ανοδικές τάσεις. Αν οι τάσεις επιβεβαιωθούν θα πληγούν τα νοικοκυριά αλλά και η οικονομία συνολικά αφού η Ελλάδα είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις εισαγωγές πετρελαίου.

Πάντως οι εκπρόσωποι των πρατηριούχων δηλώνουν πως παρά τη σημερινή έναρξη της περιόδου διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης οι παραγγελίες είναι σχεδόν μηδενικές και επισημαίνουν τους υψηλούς φόρους που επιβάλλονται και που εκτινάσσουν την τιμή του.

Συγκεκριμένα,  οι φόροι στα πετρελαιοειδή έχουν εκτιναχθεί την τελευταία δεκαετία και από τα 21 ευρώ ο τόνος στο πετρέλαιο θέρμανσης βρίσκονται πλέον στα 280 ευρώ (αύξηση 1.233%), καθιστώντας για πάρα πολλούς απαγορευτικό το συγκεκριμένο καύσιμο.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η ζήτηση πετρελαίου θέρμανσης σε σχέση με το 2003, οπότε καταγράφηκε το μέγιστο της κατανάλωσης με 4.248.403 μετρικούς τόνους, μειώθηκε κατά 72% καθώς το 2017 έκλεισε στους 1.172.142 μ.τ.(η μείωση προσέγγισε το 80% το 2013 οπότε η κατανάλωση είχε πέσει στους 959.233 μ.τ.).