Πώς επηρεάζει η φορολογία τη ζωή μας;

Πώς επηρεάζει η φορολογία τη ζωή μας;

Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου

Είναι κάποιες εκφράσεις που αναφέρονται ταυτόχρονα στους φόρους και τον θάνατο και έχουν μείνει στην Ιστορία. Πρώτος ο Christopher Bullock στο βιβλίο του «The Cobbler of Preston», που εκδόθηκε το 1716, είχε αναφέρει πως «είναι αδύνατον να είναι κάποιος βέβαιος για οτιδήποτε άλλο, πέρα από τον θάνατο και τους φόρους».

Το 1724 ο Edward Ward, στο βιβλίο του «The Dancing Devils» αναφέρει πως «τα μόνα σίγουρα πράγματα στη ζωή μας, είναι ο θάνατος και οι φόροι». Τέλος, ο Benjamin Franklin, ένας από τους πατέρες του αμερικανικού έθνους, σε μια επιστολή του προς τον Jean-Baptiste Leroy το 1789, αναφέρει πως «ενώ το νέο αμερικανικό Σύνταγμα φαίνεται να υπόσχεται μια σταθερότητα, τα μόνα απολύτως βέβαια και σίγουρα πράγματα σε όλον τον κόσμο, είναι ο θάνατος και οι φόροι».

Οι παραπάνω εκφράσεις επανέρχονται πάντα στο προσκήνιο όποτε ανοίγει μια συζήτηση για τη φορολογία, που αποτελεί την ιερή αγελάδα των κρατών σε όλα τα πλάτη και μήκη της Γης, ειδικότερα δε στη χώρα μας. Την ιερή αγελάδα, την οποία ουδείς διανοείται να αδυνατίσει. Την περασμένη εβδομάδα ο αμερικανικός οργανισμός The Tax Foundation με έδρα την Ουάσινγκτον, που λειτουργεί από το 1937, παρουσίασε σε εκδήλωση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών στοιχεία για τις φορολογικές πολιτικές που εφαρμόζονται στις χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).

Μάλιστα, παρουσίασε και τον Δείκτη της Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας για το 2019, με όχι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα για την Ελλάδα. Αφού η χώρα μας καταλαμβάνει την 30ή θέση, ανάμεσα στις 36 χώρες του ΟΟΣΑ.

Τα φορολογικά συστήματα, όπως εφαρμόζονται στις διάφορες χώρες, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν από ουδετερότητα. Κι αυτό, διότι κάθε φορολογικό σύστημα επεμβαίνει με τον τρόπο του στη λειτουργία της οικονομίας και την παραμορφώνει μέσω της παρέμβασής του. Η παρέμβαση αυτή γίνεται με διπλό τρόπο. Ο πρώτος είναι οι αριθμητικοί συντελεστές της φορολόγησης και ο δεύτερος είναι ο τρόπος λειτουργίας του ίδιου του φορολογικού συστήματος και ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζει την καθημερινότητα των φυσικών και των νομικών προσώπων.

Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο επιδρά το φορολογικό σύστημα, οι διαδικασίες και οι φορολογικοί συντελεστές του στην ανάπτυξη της οικονομίας και την ευημερία των πολιτών. Η φορολογία παρεμβαίνει άμεσα και καταλυτικά στο κόστος του κεφαλαίου και στο κόστος της εργασίας. Αντίστοιχα, τα κόστη του κεφαλαίου και της εργασίας επιδρούν σε άλλους συντελεστές.

Το κόστος του κεφαλαίου επιδρά στο μετοχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων, στο ύψος των επενδεδυμένων κεφαλαίων, στο ύψος του εξοπλισμού, στο μέγεθος των εγκαταστάσεων και στο εύρος των γραμμών παραγωγής. Το κόστος της εργασίας επιδρά πάνω στην προσφορά και τη ζήτηση θέσεων εργασίας, στις ώρες απασχόλησης, στον αριθμό των απασχολούμενων στις επιχειρήσεις, στην αποδοτικότητα και την ανταγωνιστικότητα των εργαζομένων και των επιχειρήσεων.

Έτσι είναι φανερό πως επηρεάζονται αλυσιδωτά τόσο η ανάπτυξη και η πορεία του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) όσο και τα εισοδήματα και η ευημερία των πολιτών.

Το φορολογικό σύστημα κάθε χώρας καλύπτει τις ακόλουθες κατηγορίες φορολογίας:

1. Τους εταιρικούς φόρους
2. Τους φόρους στα φυσικά πρόσωπα.
3. Τους φόρους πάνω στην κατανάλωση.
4. Τους φόρους ιδιοκτησίας
5. Τη φορολογική αντιμετώπιση του παγκόσμιου εισοδήματος.

Στις εταιρείες οι φορολογικοί συντελεστές παίζουν σημαίνοντα ρόλο στην εξέλιξη των οικονομικών τους μεγεθών, αλλά υπάρχουν και άλλες παράμετροι της φορολογικής πολιτικής που δρουν κι αυτές καταλυτικά. Όπως είναι, για παράδειγμα, το είδος των δαπανών που αναγνωρίζονται, η δυνατότητα του συμψηφισμού των ζημιών ή της μεταφοράς των ζημιών μιας οικονομικής χρήσεως σε άλλη και η προκαταβολή του φόρου της επόμενης χρονιάς. Ή, ο χρόνος της πλήρους απόσβεσης των μηχανημάτων και του εξοπλισμού, η μέθοδος καταγραφής και αποτίμησης των αποθεμάτων ή το είδος των φορολογικών κινήτρων. Ακόμα κι άλλα θέματα όπως είναι η φορολόγηση των ευρεσιτεχνιών και της πνευματικής ιδιοκτησίας και η φορολογική απαλλαγή των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη (R&D, Research & Development), αποτελούν σημεία - κλειδιά.

Τέλος, οι εταιρείες επιβαρύνονται σε μεγάλο βαθμό και από το κόστος της φορολογικής συμμόρφωσης. Διότι είναι γνωστό πως οι φορολογικοί κώδικες και οι φορολογικές διατάξεις επιβάλλουν στις εταιρείες να ξοδεύουν υπερβολικούς πόρους, ώστε να ανταποκρίνονται επιτυχώς στην πολυπλοκότητα των διαδικασιών και την αυθαιρεσία των ελέγχων. Ας σημειωθεί πως τα φορολογικά έσοδα από τα νομικά πρόσωπα ανέρχονται στο 6% των συνολικών φορολογικών εσόδων του ελληνικού Δημοσίου.

Στα φυσικά πρόσωπα η Ελλάδα παρουσιάζει το ακόλουθο χαρακτηριστικό. Λιγότερο από το 20% των φορολογουμένων εισφέρει πάνω από το 80% του φόρου εισοδήματος, την ίδια στιγμή που η πλειονότητα των πολιτών δεν καταβάλει φόρους. Το ίδιο ύψος εισοδημάτων από μισθωτή εργασία ή από ελεύθερο επάγγελμα ή από μισθώσεις ακινήτων φορολογείται με διαφορετικό τρόπο. Με διαφορετικά αφορολόγητα εισοδήματα, με διαφορετικούς εισαγωγικούς και τερματικούς συντελεστές, με υπολογισμούς ή όχι των εξόδων, με τεκμαρτά εισοδήματα, με τεκμήρια διαβίωσης κ.λπ.

Ειδικά το κόστος της εργασίας ενός μισθωτού που επιβαρύνει μια επιχείρηση είναι υπερβολικό σε σχέση με το καθαρό εισόδημα του μισθωτού. Έτσι, ένας μισθωτός με μικτές αποδοχές 2.000 ευρώ, λαμβάνει καθαρά 1.400 ευρώ και το κράτος εισπράττει 1.100 ευρώ. Αντίστοιχα, ένας μισθωτός με μικτές αποδοχές 4.000 ευρώ, λαμβάνει καθαρά 2.330 ευρώ και το κράτος εισπράττει 2.669 ευρώ. Ας σημειωθεί πως στην Ελλάδα τα φορολογικά έσοδα από τα φυσικά πρόσωπα ανέρχονται στο 15% των συνολικών φορολογικών εσόδων του Δημοσίου, έναντι του μέσου όρου των κρατών - μελών του ΟΟΣΑ που είναι στο 24%. Εδώ όμως θα πρέπει να αθροιστεί και το κόστος της συνταξιοδοτικής ασφάλισης στη χώρα μας, που πλησιάζει από μόνο του το 30%.

Οι φόροι που επιβάλλονται πάνω στην κατανάλωση συνεισφέρουν στη χώρα μας περίπου το 40% των κρατικών εσόδων. Την ίδια στιγμή, ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ανέρχεται στο 32%. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στην κατάληψη της 31ης θέση από την Ελλάδα στον τομέα αυτό, στο σύνολο των 36 χωρών. Και δεν είναι μόνο οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές της κατανάλωσης που επιβαρύνουν τους πολίτες. Είναι και η πολυπλοκότητα του ρυθμιστικού πλαισίου και των διαδικασιών που διέπουν τους φόρους κατανάλωσης.

Στον χώρο των φόρων περιουσίας τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα. Οι φόροι περιουσίας είναι ουσιαστικά οι εισφορές που επιβάλλει το κράτος επί των περιουσιακών στοιχείων που έχει στην κατοχή του ένα φυσικό πρόσωπο ή μια επιχείρηση. Αλλά πέρα από τους φόρους ακίνητης περιουσίας που καταβάλλονται ανά έτος, υπάρχουν και οι φόροι κληρονομιάς και μεταβίβασης, που είναι πληρωτέοι κατά τη μεταβίβαση ενός ακινήτου λόγω κληρονομιάς ή λόγω αγοραπωλησίας.

Η βαριά φορολόγηση της περιουσίας και η πολυπλοκότητά της, αποτελούν δύο από τα μεγαλύτερα επενδυτικά αντικίνητρα, αφού αυξάνουν το κόστος των συναλλαγών και μειώνουν τις αποδόσεις των επενδύσεων. Επιπλέον, για τα φυσικά πρόσωπα λειτουργούν εξίσου αποτρεπτικά και ως ισχυρά αντικίνητρα προς την επιπλέον εργασία, τη μεγαλύτερη προσπάθεια και την αποταμίευση.

Προσπαθώντας να καταγράψουμε όλους τους παράγοντες που καθορίζουν τη λειτουργία των Φόρων Περιουσίας, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε: τους φόρους ακίνητης περιουσίας, τους φόρους κληρονομιάς, δωρεάς ή μεταβίβασης των φυσικών προσώπων, τους φόρους επί των εταιρικών περιουσιακών στοιχείων, τις εισφορές κεφαλαίων, τους φόρους μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, τη φορολογία μερισμάτων και τους φόρους επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Παράλληλα με αυτούς τους φόρους καταβάλλονται και διάφορα συνοδευτικά τέλη.

Όλη αυτή η πολυπλοκότητα των διαδικασιών και η ποικιλία των φόρων που επιβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά και σε έκτακτα εταιρικά συμβάντα ή σε συμβάντα που αφορούν απλές μεταβιβάσεις, απομυζούν σημαντικό μέρος της περιουσίας των πολιτών και απορροφούν ικανό τμήμα των επενδυτικών εταιρικών κεφαλαίων. Στην Ελλάδα, το ποσοστό των φόρων περιουσίας προς τα συνολικά κρατικά έσοδα ανέρχεται στο 8%, με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ να βρίσκεται στο 5,5%.

Μια άλλη πτυχή της φορολογίας φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων, που απασχολεί όλο και περισσότερους, λόγω του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης και της ευκολίας με την οποία μπορεί κάποιος να δραστηριοποιείται ταυτόχρονα επαγγελματικά ή επιχειρηματικά σε διάφορα σημεία του πλανήτη, είναι το σύστημα της παγκόσμιας φορολόγησης. Οι διεθνείς επιχειρήσεις, αλλά και οι ιδιώτες πληρώνουν φόρους ανάλογα με το φορολογικό σύστημα της χώρας που επιχειρούν ή μεταφέρουν τα έσοδά τους μέσω του συστήματος του παγκόσμιου εισοδήματος ή ακολουθούν τις διακρατικές συμφωνίες περί αποφυγής διπλής φορολογίας.

Σε αυτόν τον τομέα ίσως και να ανοίγεται ένα λαμπρό πεδίο δόξας για την Ελλάδα, που θα μπορούσε λόγω τρόπου ζωής και κλιματολογικών συνθηκών να προσελκύσει μεγάλους διεθνείς ομίλους, ώστε να μεταφέρουν τις έδρες τους στη χώρα μας, προσφέροντάς τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και ελκυστικές συνθήκες δραστηριοποίησης. Και για όποιον βιαστεί να σκεφτεί πως έτσι δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός, προτείνουμε να σκεφτεί πως με αυτόν τον τρόπο θα υπάρξουν έσοδα που δεν είχαμε ποτέ διανοηθεί. Άλλωστε η Ιρλανδία έχει δείξει τον δρόμο προς αυτήν την κατεύθυνση.

Η βεβαιότητα της επιβολής φόρων, όπως είχε περιγραφεί από τον Benjamin Franklin, τον Christopher Bullock και τον Edward Ward, είναι γεγονός. Το ύψος τους, οι μέθοδοι καταβολής τους, το ρυθμιστικό πλαίσιο και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι οι συντελεστές που καθορίζουν το αν η φορολογία θα πνίξει την οικονομία, την ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών ή αν θα επιτύχει μια έστω οριακή ισορροπία. Και αφού αναφερόμαστε στους φόρους, ας αναφερθούμε και στον θάνατο, μέσω του γνωστού συνθήματος: «Οι φόροι σκοτώνουν την οικονομία». Σε κάποιους το σύνθημα αυτό φαντάζει εξωφρενικό. Όμως, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 25 Οκτωβρίου