Ο κόφτης δαπανών «προτιμά» τις συντάξεις, απειλεί με νέες αυξήσεις φόρων

Ο κόφτης δαπανών «προτιμά» τις συντάξεις, απειλεί με νέες αυξήσεις φόρων

Του Βασίλη Γεώργα

Μπορεί οι περικοπές στις συντάξεις και τους μισθούς να προβάλλονται ως οι «μπαμπούλες» του αυτόματου μηχανισμού περικοπής δαπανών, στον οποίο συμφώνησαν κυβέρνηση και δανειστές για να επιτυγχάνεται ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά η πιο πιθανή εξέλιξη είναι ο κόφτης να ενεργοποιήσει τελικά –αν εφαρμοστεί- και νέα φορολογική επιδρομή στην οικονομία.

Στο τεχνικό κείμενο του μνημονίου, όπου μεταξύ άλλων περιγράφεται αναλυτικά η λειτουργία του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής, διατυπώνεται ως κοινή παραδοχή των δύο πλευρών ότι η επιβολή νέων φόρων θα έχει την ίδια υψηλή δημοσιονομική απόδοση με την περικοπή συντάξεων και πολύ μεγαλύτερη από την περικοπή των μισθών στο Δημόσιο. Προβλέπεται με λίγα λόγια πως για κάθε 100 ευρώ μείωσης των συντάξεων η καθαρή απόδοση είναι 85 ευρώ, και αντίστοιχα για κάθε 100 ευρώ νέων φόρων η καθαρή απόδοση είναι 80,7 ευρώ. Αντίθετα, αν κοπούν 100 ευρώ σε μισθούς το όφελος περιορίζεται σε 55 ευρώ λόγω της μεγαλύτερης μείωσης στην κατανάλωση, των εσόδων από εισφορές κλπ.

Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση έχει καταστήσει ξεκάθαρο σε όλους τους τόνους ότι θα επιδιώξει να αποφύγει την περαιτέρω μείωση της συνταξιοδοτικής και μισθολογικής δαπάνης, και πολύ περισσότερο ότι δεν αντιμετωπίζει αρνητικά την αύξηση ή την ανακατανομή της φορολογίας στο πλαίσιο της «δίκαιης ανάπτυξης», είναι προφανές πως έχοντας πλέον και την «συνυπογραφή» των θεσμών στο κείμενο του τεχνικού μνημονίου, ο περιβόητος κόφτης δαπανών έχει μεγάλες πιθανότητες να εξελιχθεί εκ των προτέρων σε «ράφτη φόρων». Διαφορετικά, αν χρειαστεί να μπει χέρι σε μισθούς και συντάξεις, οι περικοπές θα φέρουν ισχυρό χτύπημα στις αποδοχές μισθωτών και συνταξιούχων και δύσκολα διαχειρίσιμες πολιτικές επιλογές στην κυβέρνηση.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο τεχνικό κείμενο, όπου καθορίζονται κατά περίπτωση τα ποσοστά απόδοσης των περικοπών (σε καθαρή και μεικτή δημοσιονομική βάση), εφόσον του χρόνου την άνοιξη η Eurostat κρίνει αναγκαία την λειτουργία αυτού του μηχανισμού, η αρνητική δημοσιονομική επίπτωση που πρέπει να συνυπολογιστεί για το μείγμα των μέτρων είναι:

- 15% στην περίπτωση περικοπής συντάξεων.
- 19,3% από αγαθά και υπηρεσίες σε περίπτωση αύξησης των έμμεσων φόρων. 
- 45% σε περίπτωση περικοπής μισθών.

Με λίγα λόγια, η συμφωνία προβλέπει πως η περικοπή συντάξεων είναι πιο αποδοτικό μέτρο (θετική επίπτωση 85%) αλλά η έμμεση φορολογία ακολουθεί σε πολύ κοντινή απόσταση για να αγνοηθεί (80,7%), ενώ τέλος η μείωση αποδοχών έχει συγκριτικά το μικρότερο αποτέλεσμα (55% όφελος 45% απώλεια).

Έτσι για παράδειγμα:

- Αν κοπούν 100 ευρώ από τις συντάξεις ο προϋπολογισμός εξοικονομεί 85 ευρώ αφού σύμφωνα με τους δανειστές χάνεται μόλις το 15% της ωφέλειας του μέτρου από τις έμμεσες επιπτώσεις. Για να εξοικονομηθούν 100 ευρώ, όμως θα πρέπει να γίνουν περικοπές 117 ευρώ.

- Αντίστοιχα αν αυξηθούν 100 ευρώ οι φόροι η απόδοση είναι 80,7 ευρώ ενώ τα υπόλοιπα κατευθύνονται στην φοροδιαφυγή, ή χάνονται λόγω της μειωμένης κατανάλωσης.

- Αν μειωθούν κατά 100 ευρώ οι μισθοί στον δημόσιο τομέα το καθαρό δημοσιονομικό όφελος υπολογίζεται σε μόλις 55 ευρώ. Τα υπόλοιπα 45 ευρώ δεν συνυπολογίζονται στην εξοικονόμηση λόγω των απωλειών που θα έχει ο προϋπολογισμός από τη μειωμένη είσπραξη φόρων που αναλογούν στο κομμάτι του εισοδήματος και τη μικρότερη κατανάλωση. Στην πράξη για να μπορέσει να εξοικονομηθεί 1 ευρώ μόνο από περικοπές μισθών στο δημόσιο θα πρέπει το κονδύλι της μισθολογικής δαπάνης να μειωθεί κατά 1,81 ευρώ.

Στη συμφωνία προβλέπεται πως οι περικοπές στις δαπάνες συναρτώνται από το μέγεθος της απόκλισης που θα υπάρχει σε σχέση με τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων και σε κάθε περίπτωση δεν θα ξεπερνούν το 2% του ΑΕΠ, που με τα σημερινά δεδομένα αντιστοιχεί σε 3,6 δισ. ευρώ.

Αν η απόκλιση από τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος (0,5% του ΑΕΠ φέτος, 1,75% το 2017 και 3,5% το 2018) είναι μικρότερη ή ίση με 0,25% του ΑΕΠ δεν θα λαμβάνονται μέτρα προσαρμογής.

* Αν είναι μεταξύ 0,26% και 0,75% του ΑΕΠ, θα λαμβάνονται μέτρα ίσα με το 0,5% του ΑΕΠ.
* Αν είναι μεταξύ 0,76% και 1,25%, η προσαρμογή θα είναι στο 1% του ΑΕΠ.
* Αν είναι 1,26%-1,75%, τα μέτρα προσαρμογής θα είναι ίσα με το 1,5% του ΑΕΠ.
* Αν είναι από 1,76 έως 2,25% του ΑΕΠ, τα μέτρα θα φτάνουν στο 2% του ΑΕΠ.