Γιατί «χτυπήθηκαν» ξανά οι ελληνικές τράπεζες

Γιατί «χτυπήθηκαν» ξανά οι ελληνικές τράπεζες

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Την ώρα που οι διεργασίες σε Αθήνα, Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη για το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων και το νέο πλαίσιο που θα αντικαταστήσει το νόμο «Κατσέλη», βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, οι ελληνικές τράπεζες πέφτουν ξανά «θύματα» των ανησυχιών που περιβάλλουν το πολιτικό σκηνικό με φόντο την πιθανότητα να «παγώσουν» όλα μέχρι τις εκλογές αφού η χώρα θα λειτουργεί για μακρά χρονική περίοδο με κυβέρνηση μειοψηφίας.

Το νέος έτος ήδη μυρίζει μπαρούτι για τις τραπεζικές μετοχές καθώς οι απώλειες της τάξης του 15% στις 5 τελευταίες συνεδριάσεις δύσκολα μπορούν να «χωνευθούν». Η κυβέρνηση καλείται πλέον να λάβει άμεσα αποφάσεις καθώς ο τραπεζικός κλάδος δεν έχει την πολυτέλεια να «περιμένει» τις πολιτικές εξελίξεις και δείχνει… εμμονή σε ένα πτωτικό μοτίβο που τον φέρνει επανειλημμένα σε απόσταση αναπνοής από ιστορικά χαμηλά.

Παράγοντες της αγοράς λένε με νόημα πως όλα δείχνουν ότι ο δρόμος μέχρι τις βουλευτικές εκλογές θα είναι ανηφορικός και επικίνδυνος για τη χώρα, ενώ αν συνεχιστεί το αρνητικό κλίμα η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της τις εξελίξεις και να θέσει το θέμα των τραπεζών ως πρώτη προτεραιότητα.

Ο Γιάννης Στουρνάρας απεύθυνε χθες έκκληση στην κυβέρνηση να λάβει το συντομότερο δυνατό τις οριστικές αποφάσεις για το κεντρικό σχήμα που θα αναλάβει τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών. Η παρέμβαση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος είναι κρίσιμη καθώς οι τράπεζες δεν μπορούν να αντέξουν για πολύ τις πιέσεις των αγορών όταν μάλιστα το πολιτικό και οικονομικό κλίμα δεν βοηθούν. Ακόμη και ο παραδοσιακός «φίλος» της κυβέρνησης, Πιερ Μοσκοβισί, συνέδεσε το θέμα των τραπεζών με τον μεταμνημονιακό έλεγχο και την εκταμίευση των 700 εκατ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης τον ερχόμενο Μάρτιο.

Προχθές, μία είδηση που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα έφερνε την καταστροφή - αλλά έμοιαζε να ασκεί ακόμη μεγαλύτερες κεφαλαιακές πιέσεις στις τράπεζες - και η ανάγκη των λαϊκιστών ηγετών της Ιταλίας να επιτεθούν ξανά στην ΕΚΤ, δημιούργησαν ακαριαία ένα εκρηκτικό περιβάλλον που προκάλεσε ένα ακόμη διήμερο sell-off για τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών.

Τα δημοσιεύματα του Reuters και της ιταλικής εφημερίδας il Sole 24 Ore, ανέφεραν ότι η ΕΚΤ θα ζητήσει από τις τράπεζες της Ευρωζώνης να θέσουν συγκεκριμένους – αλλά όχι δεσμευτικούς – στόχους για να καλύψουν όλα τα «κόκκινα» δάνεια με προβλέψεις σε βάθος χρόνου. Ενώ είναι γνωστό ότι οι τράπεζες πρέπει να βάλουν στην άκρη κεφάλαια για τα νέα «κόκκινα» δάνεια σε ορίζοντα επταετίας, η αναφορά στις… αμαρτίες του παρελθόντος προκάλεσε πανικό. Κυρίως στην Ιταλία, όπου ο Ματέο Σαλβίνι βρήκε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να τα βάλει με τον Μάριο Ντράγκι, κατηγορώντας τον επικεφαλής της ΕΚΤ ότι επιτίθεται στην Ιταλία και προκαλεί ζημιά 15 δισ. ευρώ στις τράπεζες.

Στη χώρα μας, οι τράπεζες βρίσκονται ήδη σε διαδικασία κατάρτισης των νέων τριετών πλάνων μείωσης των «κόκκινων» δανείων ενώ σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, κάθε τράπεζα θα συμφωνήσει μεμονωμένα με την ΕΚΤ για το πώς θα καλύψει τα επισφαλή δάνεια στο μέλλον. Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το liberal.gr, ο SSM δεν αναμένεται να βάλει το… μαχαίρι στο λαιμό των ελληνικών τραπεζών αφού προέχει η μείωση των NPEs. Σε κάθε περίπτωση η πρόθεση της ΕΚΤ να συμφωνήσει με κάθε τράπεζα ξεχωριστά για το πώς θα καλυφθούν όλα τα «κόκκινα» δάνεια εκλαμβάνεται ως μοχλός πίεσης για ταχύτερη πώληση των προβληματικών – νέων και παλαιών – δανείων.

Στο μέτωπο της δημιουργίας ενός κεντρικού οχήματος ειδικού σκοπού, οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι το υπουργείο Οικονομικών προωθεί την πρόταση του ΤΧΣ που βασίζεται στο ιταλικό μοντέλο, ωστόσο δεν αποκλείεται να υπάρξουν στην πορεία και συμπληρωματικές κινήσεις που θα ενσωματώνουν πτυχές του σχεδίου της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε αυτό το πλαίσιο, ανώτεροι τραπεζικοί παράγοντες τονίζουν με νόημα πως «καλό είναι όλα να γίνονται γρήγορα», υπογραμμίζοντας πως όσο ταχύτερα λήξει ο... πολιτικός συναγερμός, τόσο το καλύτερο για τον τραπεζικό κλάδο και ευρύτερα για την πραγματική οικονομία.