Γιατί επιμένει ο Γιάννης Στουρνάρας

Γιατί επιμένει ο Γιάννης Στουρνάρας

Του Βασίλη Γεώργα

Η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι με την πλάτη στον τοίχο. Σε λιγότερο από ένα μήνα η χώρα οδηγείται σε εκλογές με την οικονομία της να βρίσκεται επί ξύλου κρεμάμενη. Η απερχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε το ακατόρθωτο: να αφαιμάξει και την τελευταία σταγόνα ικμάδας από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις για να δημιουργήσει υπερπλεονάσματα δισεκατομμυρίων ευρώ τα οποία κατασπατάλησε σε χρόνο ρεκόρ όχι υπέρ της ανάπτυξης, αλλά για να προσλάβει χιλιάδες συμβασιούχους, να μοιράσει επιδόματα και να προβεί σε κάθε είδους τακτοποιήσεις ενόψει εκλογών.

Το αποτέλεσμα είναι πως μέσα σε λίγους μήνες το εκκρεμές γύρισε στην αντίθετη πλευρά. Από τα θηριώδη πλεονάσματα των προηγούμενων ετών που έκαναν τους ευρωπαίους εταίρους να χειροκροτούν τα «επιτεύγματα» του Τσίπρα, πλέον το τρένο της οικονομίας έχει εκτροχιαστεί από τις ράγες και η χώρα κινδυνεύει όχι μόνο να μην φέρει σε πέρας τον στόχο του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2019 αλλά να βρεθεί να «χρωστά» από πάνω τουλάχιστον 1,1 δισ. ευρώ.

Ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας σε μια απέλπιδα προσπάθεια να προειδοποιήσει για όσα έρχονται, ήχησε για μια ακόμη φορά χθες τον συναγερμό. Η εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδας είναι ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα ξεπεράσει το 2,9%. Θα είναι δηλαδή μικρότερο κατά 0,6% σε σύγκριση με τον στόχο. Η πραγματικότητα μπορεί να αποδειχθεί ακόμη χειρότερη για τους φορολογούμενους αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κοστολογεί το τελευταίο πακέτο παροχών της κυβέρνησης σε 1,1% του ΑΕΠ. Μιλάμε για πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ το οποίο δεν είναι μόνο ότι ναρκοθετεί και θα δυσκολέψει υπέρμετρα την υλοποίηση πολιτικών από την επόμενη κυβέρνηση, αλλά θα βαρύνει τις πλάτες των φορολογουμένων από τη στιγμή που η χώρα έχει δεσμευτεί στην απαρέγκλιτη τήρηση των οικονομικών στόχων.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γ. Στουρνάρας προειδοποιεί. Το έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν ως τεχνοκράτης και υπεύθυνος θεσμικός παράγοντας. Και ενώ ποτέ δεν έπεσε έξω, οι παρεμβάσεις του «πολιτικοποιήθηκαν» και αξιοποιήθηκαν πάντοτε με τον πλέον ποταπό τρόπο από την απερχόμενη κυβέρνηση που έχει την ανάγκη να κατασκευάζει εχθρούς για να καλύπτει τη δική της ανεπάρκεια ή ακόμη χειρότερα την καλά σχεδιασμένη πολιτική της καμένης γης που από την αρχή είχε θέσει σε εφαρμογή.

Ο κεντρικός τραπεζίτης επιμένει να μιλά όχι μόνο για την ανάγκη μείωσης των υψηλών πλεονασμάτων, αλλά και για το πόσο απαραίτητο είναι να αλλάξει σε βάθος το μείγμα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Να γίνουν βαθιές μεταρρυθμίσεις άμεσης απόδοσης στο ασφαλιστικό σύστημα και στην Υγεία, να μειωθεί η βαριά φορολογία και ο όγκος των ασφαλιστικών εισφορών που κρατούν δέσμιες του κράτους κάθε μικρή ή μεγαλύτερη επιχειρηματική δύναμη, να διευκολυνθεί με κάθε διεθνώς αναγνωρισμένο τρόπο η επενδυτική δραστηριότητα που διατηρείται καθηλωμένη στην Ελλάδα και να διευκολυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις.

Αν ο κ. Τσίπρας και ο κ. Τσακαλώτος είχαν κάνει τον κόπο να ακούσουν έστω μια φορά τον κεντρικό τραπεζίτη και να διαβάσουν τις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, η χώρα θα ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη θέση.

Οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι σκόρπια νούμερα που απλώς γεμίζουν αράδες στα χαρτιά του υπουργού Οικονομικών και των δανειστών της χώρας.

Μας αρέσει δεν μας αρέσει, η Ελλάδα ανέλαβε συγκεκριμένες δεσμεύσεις να παράγει -είτε μέσα από την ανάπτυξη, είτε από τις περικοπές δαπανών είτε από την φορολογία- τόσα χρήματα όσα «λείπουν» από την αριθμητική πράξη που καθιστά το ελληνικό χρέος βιώσιμο καθώς με τα χρήματα αυτά εξοφλούνται οι τόκοι των δανείων.

Αν η Ελλάδα στον πρώτο χρόνο που «βγήκε» από τα μνημόνια, αποτύχει να πιάσει τον στόχο, η κατάσταση θα επιδεινωθεί για όλους μας το επόμενο διάστημα. Όχι μόνο για την επόμενη κυβέρνηση αλλά πρωτίστως για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις που έχουν υποστεί μεγάλες θυσίες όλα αυτά τα χρόνια και πιθανόν να κληθούν να ξαναβάλουν το χέρι στην τσέπη.

Η μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το 3,5% είναι μια εθνική προσπάθεια που απαιτεί διάλογο, αλλά πάνω από όλα πράξεις και χρόνο ώστε να καταστεί εφικτή. Αυτό το δικαίωμα της «επαναδιαπραγμάτευσης» αυτομάτως αφαιρείται από τους επόμενους συνομιλητές των δανειστών στην περίπτωση που η οικονομία εκτροχιαστεί τους επόμενους μήνες και η Ελλάδα επιπλέον χάσει αντί να ξαναβρεί το δρόμο προς τις αγορές.

Ο κίνδυνος είναι πλέον το Φθινόπωρο αντί για μείωση των πλεονασμάτων και υιοθέτηση μιας έντονα φιλο-αναπτυξιακής πολιτικής με περικοπές φόρων και προσέλκυση επενδύσεων, η χώρα να ψάχνει να βρει λεφτά για να καλύψει την δημοσιονομική τρύπα που συνειδητά άνοιξε η απερχόμενη κυβέρνηση είτε για να σπείρει νάρκες στο μετεκλογικό σκηνικό, είτε για να εξαγοράσει ψήφους χωρίς να ενδιαφέρεται αν προκαλεί ακόμη μια καταστροφή.