Ο δύσκολος «οδικός χάρτης» και ο παράγοντας Μπάιντεν
Ελληνοτουρκικά

Ο δύσκολος «οδικός χάρτης» και ο παράγοντας Μπάιντεν

Οδικό χάρτη… «ανάγκης», υιοθετούν Αθήνα και Άγκυρα για διαφορετικούς λόγους η κάθε πλευρά, με τον προγραμματισμό συνάντησης σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών, με την τουρκική πλευρά να προαναγγέλλει και την προοπτική συνάντησης Κορυφής Μητσοτάκη - Ερντογάν.

Μετά από μια σχεδόν τεσσάρων μηνών διαδικασία αποκλιμάκωσης της έντασης που προκάλεσε η Τουρκία με την αποστολή του Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, τους δυο γύρους διερευνητικών επαφών, και τις πολιτικές διαβουλεύσεις, η Αθήνα δείχνει έτοιμη να εξαντλήσει κάθε, έστω και μικρό, περιθώριο συνεννόησης με την γειτονική χώρα και έτσι απάντησε θετικά στην πρόσκληση Τσαβούσογλου για επίσκεψη του Ν. Δένδια στην Άγκυρα στις 14 Απριλίου.

Η Τουρκία προβάλλοντας διαρκώς την υποτιθεμένη διαλλακτική εικόνα της, διαστρεβλώνει την πραγματικότητα υποστηρίζει ότι η Ελλάδα είναι αυτή που δεν θέλει τον διάλογο. Η αλήθεια φυσικά είναι ότι η Αθήνα απλώς απορρίπτει κάθε προσπάθεια της Τουρκίας να μετατρέψει ακόμη και τις αναγκαίες και υποχρεωτικές για γειτονικές χώρες διπλωματικές επαφές και συναντήσεις, σε άνευ όρων διαπραγμάτευση υπό καθεστώς μάλιστα πιέσεων, απειλών και εκβιασμών.

Οι πολιτικές σχέσεις των δύο χωρών έχουν βρεθεί στο ναδίρ με ευθύνη της Τουρκίας αρχής γενομένης με την υπογραφή του τουρκολιβυκού Μνημονίου, με την απόπειρα προσβολής των ελληνικών συνόρων στον Έβρο με εργαλειοποίηση των μεταναστών και προσφύγων και τελικά με την αποστολή του Oruc Reis για παράνομες έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Η τελευταία συνάντηση ΥΠΕΞ σε τουρκικό η ελληνικό έδαφος ήταν τον Μάρτιο του 2019 με την συνάντηση Γ. Κατρούγκαλου και Μ. Τσαβούσογλου στην Αττάλεια, ενώ μετά υπήρξαν δυο συναντήσεις Μητσοτάκη - Ερντογάν τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2019 σε Νέα Υόρκη και Λονδίνο, και τον περασμένο Οκτώβριο η συνάντηση Δένδια - Τσαβούσογλου στην Μπρατισλάβα.

Από τον Δεκέμβριο η Τουρκία αποσύροντας το Oruc Reis, επιδιώκει, διατηρώντας στο ακέραιο την διεκδικητική ατζέντα της, να αποσπάσει από την Ε.Ε. την λεγομένη θετική ατζέντα, ενταφιάζοντας συγχρόνως κάθε συζήτηση για κυρώσεις .

Έτσι και τώρα ελπίζει ότι με την επανάληψη των διερευνητικών, τις πολιτικές διαβουλεύσεις και την προοπτική συνάντησης των δυο Υπουργών Εξωτερικών και την Πενταμερή για το Κυπριακό, θα αποσπάσει εκβιαστικά από την Ε.Ε. ένα πακέτο ανταλλαγμάτων.

Όμως η θετική ατζέντα την οποία επιδιώκει η Τουρκία και αφορά από την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης, την κατάργηση των θεωρήσεων για τους τούρκους πολίτες, την αύξηση των οικονομικών ενισχύσεων για το προσφυγικό με την απαίτηση μάλιστα τα χρήματα να πηγαίνουν κατευθείαν στην τουρκική κυβέρνηση και όχι σε ΜΚΟ, μέχρι την επανάληψη πολιτικών επαφών Ε.Ε. -Τουρκίας σε υψηλό επίπεδο και το άνοιγμα κεφαλαίων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, είναι πακέτο πολύ «βαρύ» για την Ε.Ε. στην παρούσα συγκυρία.

Και δεν είναι μόνο οι αντιδράσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας και άλλων χωρών. Αλλά θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να υποχρεωθεί δημοσίως να τοποθετηθεί λίγους μήνες πριν τις κρίσιμες γερμανικές εκλογές, η Γερμανίδα καγκελάριος Α. Μέρκελ, που έχει αναλάβει την στήριξη της Τουρκίας και του κ .Ερντογάν, για το θέμα της κατάργησης των θεωρήσεων για τους τούρκους πολίτες, ένα ζήτημα «πολιτικά τοξικό» για όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και κυρίως για την γερμανική.

Η Αθήνα είναι σαφές ότι θέλει να αποφύγει για όσο διάστημα αυτό είναι εφικτό την επανάληψη της έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, γνωρίζοντας ότι αυτό θα είναι ούτως η άλλως κάτι προσωρινό…

Δεν τρέφει ψευδαισθήσεις, για τις τουρκικές προθέσεις. Εξάλλου τόσο οι διερευνητικές όσο και οι πολιτικές διαβουλεύσεις δεν άφησαν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας. Όμως έτσι αποφεύγει και τις ενδεχόμενες πιέσεις καλοθελητών σε Ε.Ε. και Ουάσιγκτον, που όταν έρχεται η συζήτηση στην ένταση που προκαλεί η Τουρκία παραπέμπουν στην «ανάγκη διαλόγου για επίλυση των προβλημάτων».

Είναι πάντως σαφές ότι η διαδικασία αυτή των ελληνοτουρκικών επαφών, αποδυναμώνει την ελληνική και κυπριακή επιχειρηματολογία για επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση υποτροπής της Τουρκίας, προσπάθεια η οποία προσέκρουε όμως στην αρνητική στάση της Γερμανίας, της Ισπανίας και των άλλων χωρών που υποστηρίζουν την ήπια μεταχείριση της Τουρκίας.

Από την πλευρά της η Τουρκία έχει μπροστά της την Σύνοδο Κορυφής της 25ης Μαρτίου, όπου τα μηνύματα είναι αρνητικά και δείχνουν πιθανότατα μετάθεση της συζήτησης της «θετικής ατζέντας» για τον Ιούνιο σε συσχετισμό όμως και με την «αρνητική ατζέντα» και τις κυρώσεις.

Συγχρόνως τα «παιγνίδια» που επιχειρεί να στήσει στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά τις υποκριτικές επιθέσεις φιλίας προς το Ισραήλ, την Αίγυπτο αλλά και στον Κόλπο προς την Σ. Αραβία δεν έχουν τα αποτελέσματα που προσδοκούσε και αντιθέτως υπάρχει μια διάχυτη καχυποψία και εχθρότητα έναντι της Άγκυρας.

Όμως ένα από τα πιο σημαντικά «κίνητρα» για την αλλαγή τακτικής της Τουρκίας είναι η αβεβαιότητα που υπάρχει στην Άγκυρα σχετικά με τις προθέσεις και τις επιλογές της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Η Ουάσιγκτον έχει στείλει τα μηνύματα της και είναι απογοητευτικά για την κυβέρνηση Ερντογάν. 

Δεν είναι μόνο η στήριξη που προσέφερε ο Α. Μπλίνκεν σε Ελλάδα και Κύπρο αλλά είναι και η σφοδρή επίθεση, που ξεπέρασε και τα διπλωματικά όρια, του Προέδρου Μπάιντεν εναντίον του Β. Πούτιν, που εκ των πραγμάτων στοχοποιεί και όσους αποτελούν τα υποχείρια του στην διεθνή σκηνή. Και η Τουρκία για ένα μεγάλο μέρος του αμερικανικού κατεστημένου θεωρείται πλέον ως «εργαλείο» του Β. Πούτιν και της Ρωσίας.

Το επόμενο διάστημα θα είναι περίοδος δοκιμασίας για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπου δεν αναμένονται ούτε θαύματα, ούτε υπερβάσεις. Όμως ίσως μετά από ένα μεγάλο διάστημα, στο παιγνίδι αυτό, η Τουρκία δεν φαίνεται να έχει τα δυνατότερα χαρτιά στο χέρι της…