Το σκάνδαλο με τις ράβδους χρυσού που στριμώχνει τον Ερντογάν στις ΗΠΑ
Αρχίζει η δίκη Halkbank

Το σκάνδαλο με τις ράβδους χρυσού που στριμώχνει τον Ερντογάν στις ΗΠΑ

Στην Νέα Υόρκη όλα είναι έτοιμα για να αρχίσει σήμερα η δίκη της κρατικής τουρκικής τράπεζας Halkbank. Δεν ήταν σίγουρο ούτε ότι η δίκη θα άρχιζε ποτέ, ούτε καν ότι η έρευνα από τους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς του Μανχάταν θα προχωρούσε.

Η ποινική έρευνα για την τουρκική τράπεζα Halkbank αφορά σε παραβίαση του νόμου περί κυρώσεων των ΗΠΑ, μέσω διοχέτευσης δισεκατομμυρίων δολαρίων χρυσού και μετρητών στο Ιράν.

Η έρευνα απειλεί όχι μόνο την τράπεζα αλλά πιθανώς και μέλη της οικογένειας Ερντογάν και του κόμματός του. Το αποτέλεσμα της δίκης μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό για τον Τούρκο πρόεδρο.

Το σκάνδαλο Halkbank, που οι εισαγγελείς θεωρούν ως τη μεγαλύτερη προσπάθεια αποφυγής κυρώσεων στην Ιστορία, ξεκίνησε στα τέλη του 2012 με παρότρυνση του Ερντογάν, σύμφωνα με όσα είπε μάρτυρας. Το σχέδιο ήταν το Ιράν να μετατρέψει τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου του σε χρυσό, στο οποίο θα μπορούσε να έχει πρόσβαση, παρακάμπτοντας τις αμερικανικές κυρώσεις.

Η Τουρκία είχε επιδοθεί εδώ και χρόνια σε μια εκστρατεία πίεσης για να μην προχωρήσει η έρευνα για τα πεπραγμένα της Halkbank. Το lobbying, μάλιστα, είχε αρχίσει προτού αναλάβει ο Τραμπ την προεδρία.

Τον Αύγουστο του 2016, κατά την διάρκεια μιας επίσκεψης στην Τουρκία του Τζο Μπάιντεν, ακόμα τότε ως αντιπρόεδρος της αμερικανικής κυβέρνησης, ο Ερντογάν τον οδήγησε κατά μέρος, κάτω από ένα δέντρο για μια ιδιωτική συζήτηση, όπως είπε χαρακτηριστικά στους NY Times ένας βοηθός του. Η έρευνα της Halkbank, είπε ο Ερντογάν στον Μπάιντεν, ήταν «μια μεγάλη συνωμοσία», υποκινούμενη από τον αντίπαλό του, Φετουλάχ Γκιουλέν.

Στο Ντουμπάι οι ράβδοι χρυσού

Ο Ερντογάν ζήτησε από τον Μπάιντεν να απομακρύνει τον Πριτ Μπαράρα, τότε ομοσπονδιακό εισαγγελέα του Μανχάταν. Το γραφείο του εισαγγελέα βρισκόταν στα αρχικά στάδια έρευνας για την Halkbank και είχε ήδη κατηγορήσει έναν τουρκο-ιρανό έμπορο χρυσού, τον Ρεζά Ζαράμπ, για συμβολή στην ενορχήστρωση σχεδίου αποφυγής κυρώσεων και φοροδιαφυγής. Ο Τούρκος πρόεδρος ζήτησε επίσης να αφεθεί ελεύθερος ο Ζαράμπ και να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Τουρκία.

Τα αιτήματα του Ερντογάν δεν ικανοποιήθηκαν, αλλά εκείνος δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να θέτει το ζήτημα της Halkbank στον Μπάιντεν και στον Ομπάμα μέχρι και τον Ιανουάριο 2017 που ο αμερικανός πρόεδρος αποχώρησε από το πόστο του.

Στο μεταξύ, το ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης συνέχισε να κάνει την δουλειά του. Στις 29 Νοεμβρίου 2017 άρχισε να καταθέτει ο έμπορος χρυσού Ρεζά Ζαράμπ και παραδέχθηκε την ενοχή του στην κατηγορία για παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν.

Ο Ζαράμπ ενέπλεξε την τουρκική τράπεζα, την Halkbank, αλλά και τον Ταγίπ Ερντογάν. Να σημειωθεί ότι ο Ζαράμπ κατηγορείται πως οργάνωσε το σχέδιο για ξέπλυμα χρήματος, με την μετατροπή των εσόδων από πωλήσεις ιρανικού φυσικού αερίου στην Τουρκία σε χρυσό. Οι ράβδοι χρυσού αποστέλλονταν στο Ντουμπάι και πωλούνταν για δισεκατομμύρια δολάρια.

Ο Ζαράμπ ομολόγησε επίσης ότι δωροδόκησε τον Ζαφέρ Τσαγκλαγιάν, πρώην υπουργό Οικονομικών της Τουρκίας, με 60 εκατ. δολάρια και κατέθεσε ότι ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν διέταξε δύο τράπεζες να λάβουν μέρος στο κόλπο.

«Διεθνής απόπειρα πραξικοπήματος»

Την ίδια περίοδο στην Τουρκία ο Ερντογάν περιόριζε την ζημιά του στο εσωτερικό της χώρας «θάβοντας» την είδηση στα ΜΜΕ. Το τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων και οι μεγαλύτερες τουρκικές εφημερίδες είχαν λογοκρίνει την υπόθεση Halkbank.

Χαρακτηριστικό ήταν ότι όταν ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης κατηγόρησε την οικογένεια Ερντογάν πως τοποθέτησε εκατομμύρια δολάρια σε λογαριασμούς offshore, το τουρκικό κρατικό κανάλι έκοψε στον αέρα την μετάδοση της ομιλίας του.

Στις 5 Δεκεμβρίου 2017 ο Ερντογάν έξαλλος είχε αποκαλέσει την υπόθεση «μια διεθνή απόπειρα πραξικοπήματος».

Μετά την εκλογή Τραμπ ο Ερντογάν πίστεψε ότι η ατζέντα του θα τύχαινε στο εξής υποστήριξης στα υψηλότερα επίπεδα της αμερικανικής κυβέρνησης, ότι το μήνυμα Ερντογάν θα περνούσε στον Λευκό Οίκο.

Η Άγκυρα εντατικοποίησε τις προσπάθειες επιρροής της. Έτσι, η διοίκηση Τραμπ επιχείρησε να θωρακίσει την Halkbank από την επιβολή προστίμου και να πιέσει το αμερικανικό υπ. Δικαιοσύνης να αποσύρει την υπόθεση.

Η διοίκηση Τραμπ προσπάθησε μεταξύ άλλων να αποσυρθούν οι κατηγορίες κατά του Ζαράμπ, του Μεμέτ Ατίλα, τότε αναπληρωτή γενικού διευθυντή της Halkbank, και της τράπεζας. Τον Μάρτιο του 2017 μάλιστα ο Πριτ Μπαράρα, ο εισαγγελέας που επέβλεπε την υπόθεση Halkbank, απολύθηκε.

Έγιναν ακόμα και προσπάθειες να διαπραγματευτεί η τράπεζα έναν συμβιβασμό, με τον οποίο θα απέφευγε την επίσημη κατηγορία, πληρώνοντας πρόστιμο και αναγνωρίζοντας κάποια ευθύνη. Επιπλέον, το αμερικανικό υπ. Δικαιοσύνης θα συμφωνούσε να τερματίσει τις έρευνες και τις ποινικές υποθέσεις που αφορούσαν σε Τούρκους αξιωματούχους και αξιωματούχους της τράπεζας που είχαν συμμαχήσει με τον Ερντογάν, με υποψίες ότι συμμετείχαν στο σχέδιο παράκαμψης των κυρώσεων.

Ο Τραμπ «κυνήγησε» τους εισαγγελείς

Αλλά οι προσπάθειες Ερντογάν και Τραμπ δεν ευοδώθηκαν και η υπόθεση συνεχίστηκε. Ο Μπέρμαν, ο γενικός εισαγγελέας του Μανχάταν, αρνήθηκε την συμφωνία και χαρακτήρισε «απαράδεκτη και ανήθικη» την πρόταση να προσφέρει το υπ. Δικαιοσύνης προστασία από ποινικές κατηγορίες σε τούρκους αξιωματούχους χωρίς καν αυτοί να συνεισφέρουν στις έρευνες.

Ο Αϊκάν Ερντεμίρ, πρώην βουλευτής του CHP (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα της Τουρκίας), είχε χαρακτηρίσει την συγκεκριμένη πρόταση ως «Το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε ποτέ να λάβει ο Ερντογάν». Προσθέτοντας ότι «ο Ερντογάν δεν προσπαθούσε να σώσει την τράπεζα, προσπαθούσε να σώσει τον εαυτό του και τους υπουργούς του».

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι δικηγόροι της Halkbank, Williams & Connolly, ισχυρίστηκαν ότι η τράπεζα ήταν «όργανο» της τουρκικής κυβέρνησης και ως εκ τούτου προστατεύεται από τον Νόμο περί Εξωτερικών Κυβερνητικών Ασυλιών, έναν ομοσπονδιακό νόμο που θέτει όρια στην ικανότητα μήνυσης κατά ξένων κυβερνήσεων. Ο Μπέρμαν έκρινε ότι ο συγκεκριμένος ομοσπονδιακός Νόμος δεν είχε εφαρμογή σε ποινικές υποθέσεις και η τράπεζα δεν μπορούσε να έχει ασυλία.

Όταν τελικά ανακοινώθηκαν οι κατηγορίες κατά της Halkbank, για ξέπλυμα χρήματος, τραπεζική απάτη και συνωμοσία για παραβίαση των κυρώσεων του Ιράν, ο γενικός εισαγγελέας Μπέρμαν δήλωσε ότι «Η θρασεία συμπεριφορά της τράπεζας υποστηρίχθηκε και προστατεύθηκε από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της τουρκικής κυβέρνησης, ορισμένοι από τους οποίους έλαβαν εκατομμύρια δολάρια σε δωροδοκίες για την προώθηση και την προστασία του συστήματος».

Σημειωτέον ότι τον Ιούνιο ο Τραμπ απέλυσε τον εισαγγελέα Μπέρμαν. Ο λόγος σαφής. Επειδή δεν δέχτηκε να σταματήσει την υπόθεση. Σύμφωνα με στελέχη του υπ. Δικαιοσύνης, ο χειρισμός του στην υπόθεση Halkbank και το γεγονός ότι μπλοκάρισε τον προτεινόμενο συμβιβασμό ήταν η βασική αιτία της απομάκρυνσής του.

Ή θα πληρώσει ή θα κινδυνέψει η λίρα

Με τη δίκη που ξεκινά σήμερα, αρχίζει κι ο πολιτικός - οικονομικός πονοκέφαλος για τον Ερντογάν. Κι αυτό σε μια στιγμή που έχασε τον καλό του φίλο στην Ουάσινγκτον. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο Ερντογάν βασιζόταν στον Τραμπ να κάνει τα στραβά μάτια στο σκάνδαλο της Halkbank .

Αν υπάρξει ετυμηγορία ενοχής, η τράπεζα απειλείται με αποκλεισμό από το Swift (το διεθνές διατραπεζικό σύστημα) και με πρόστιμο ως και 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κάτι που ουσιαστικά θα της έβαζε λουκέτο. Ακόμα κι ένα πρόστιμο 5 δισ, όπως το 2017 εκτιμούσαν οι οικονομολόγοι της Nomura, θα ήταν τα διπλά από την εκτιμώμενη εμπορική αξία της τράπεζας.

Όποια κι αν είναι τα πρόστιμα, η Τουρκία μάλλον δεν θα έχει καμιά επιλογή απ’ το να αναγκαστεί να αποδεχτεί την ετυμηγορία του δικαστηρίου και να πληρώσει. Αν η Τουρκία δεν συμμορφωθεί με τις ποινές της Αμερικής αυτό θα μπορούσε να βάλει το νόμισμά της σε περιδίνηση. Η λίρα είναι το πιο δυνατό χαρτί του Ερντογάν. Αν το θύμα της «πτώσης» της Halkbank είναι το νόμισμα της Τουρκίας, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει στο μέλλον να διατηρήσει την εξουσία του…