Το εθνικιστικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), το οποίο κυβέρνησε την Πολωνία από το 2015 έως το 2023, σφράγισε τη διάβρωση του Κράτους Δικαίου και τη δημοκρατική οπισθοδρόμηση της χώρας. Προοδευτικά υπονόμευσε την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και των δημόσιων μέσων ενημέρωσης, οικοδόμησε μία υπερσυγκεντρωτική εκτελεστική εξουσία και ήλθε σε τροχιά σύγκρουσης με στρατηγικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι ενέργειες αυτές οδήγησαν σε σημαντική πτώση των δεικτών αξιολόγησης της δημοκρατίας στην Πολωνία από διεθνείς οργανισμούς και σε συνεχή ένταση τις σχέσεις της Βαρσοβίας με τις Βρυξέλλες. Παρόλο που οι βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2023 ανέδειξαν μια φιλοευρωπαϊκή, δημοκρατική κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Ντόναλντ Τουσκ, η προεδρία της χώρας -αξίωμα που κατείχε ο Αντρέι Ντούντα, σύμμαχος του PiS- παρέμενε ισχυρό εμπόδιο για την αντιστροφή του πολιτικού κλίματος.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών που διεξάγονται σήμερα χαρακτηρίζεται εξαιρετικά κρίσιμος για τη δημοκρατία στην Πολωνία και η μονομαχία μεταξύ του δημάρχου της Βαρσοβίας Ραφάλ Τρασκόφσκι και του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Κάρολ Ναβρότσκι έχει λάβει τη μορφή δημοψηφίσματος για το μέλλον της χώρας - τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την κινητοποίηση των ψηφοφόρων να φτάνει σε ιστορικά επίπεδα και τη διεθνή προσοχή στραμμένη στη Βαρσοβία, το διακύβευμα δύσκολα θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο. Πρόκειται για μια δοκιμασία για το μέλλον της πολωνικής δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και του γεωπολιτικού προσανατολισμού της χώρας, μια δοκιμασία που δεν αφορά μόνο τους Πολωνούς αλλά και την Ευρώπη ευρύτερα.
Ο πρώτος γύρος των εκλογών, που διεξήχθη στις 18 Μαΐου, ανέδειξε επικρατέστερο μεταξύ 13 υποψηφίων τον Τρασκόφσκι, δεν του έδωσε όμως την απόλυτη πλειοψηφία, περιορίζοντάς τον στο 31,4%. Ο Ναβρότσκι, που εκπροσωπεί τη συντηρητική αντιπολίτευση, εξασφάλισε μια ισχυρή δεύτερη θέση με 29,54%, θέτοντας τις βάσεις για μία σκληρή τελική αναμέτρηση.
Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο Ραφάλ Τρασκόφσκι προηγείται με βραχεία κεφαλή και η αναμέτρηση παραμένει αμφίρροπη. Η έρευνα του κέντρου δημοσκοπήσεων CBOS, που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη 29 Μαΐου, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα πριν ανοίξουν οι κάλπες, προέβλεπε ότι ο Τρασκόφσκι θα λάβει το 50,3% των ψήφων και ο Ναβρότσκι 49,7%.
Άλλες τρεις δημοσκοπήσεις που δόθηκαν στη δημοσιότητα την ίδια ημέρα επιβεβαίωναν επίσης την πρωτιά του Τρασκόφσκι με μικρή διαφορά. Συγκεκριμένα, η δημοσκόπηση της εταιρείας Opinii24 έδινε στον Τρασκόφσκι 47,4 έναντι 46,3% στον Ναβρότσκι, η Ipsos πρόεβλεπε ότι ο Τρασκόφσκι θα λάβει 48% έναντι 47% του Ναβρότσκι και η Ibris 47,7% για τον Τρασκόφσκι και 46% για τον Ναβρότσκι.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από την ικανότητα και των δύο υποψηφίων να κινητοποιήσουν περαιτέρω τις βάσεις τους και να προσελκύσουν τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους, ιδίως στις αγροτικές περιοχές και στη νεολαία.
Ο φιλελεύθερος Ραφάλ Τρασκόφσκι, δήμαρχος της πρωτεύουσας Βαρσοβίας από το 2018, θεωρείται ευρέως ένας χαρισματικός και πραγματιστής ηγέτης. Βαδίζοντας στον δρόμο που άνοιξε ο πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ με την κεντρώα Πολιτική Πλατφόρμα (ΡΟ), επικεντρώθηκε στην αποκατάσταση της φθαρμένης εικόνας της Πολωνίας στην Ευρώπη, στην ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών και στην αντιμετώπιση των οικονομικών ανισοτήτων.
Ο Κάρολ Ναβρότσκι, από την άλλη, προσπάθησε να κινητοποιήσει τη συντηρητική βάση, δίνοντας έμφαση στην εθνική κυριαρχία, τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες και τον σκεπτικισμό απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η υποψηφιότητά του ενισχύθηκε από την υποστήριξη του PiS, το οποίο παραμένει μια ισχυρή πολιτική δύναμη παρά τις πρόσφατες εκλογικές αποτυχίες του. Η ρητορική του Ναβρότσκι βρίσκει απήχηση σε ένα ευρύ κοινό, που ανταποκρίνεται θετικά σε λαϊκιστικά κελεύσματα, τα οποία τροφοδότησαν τα προηγούμενα χρόνια την άνοδο του PiS, με κύριο άξονα τη ρητορική για τον κίνδυνο «ξένης παρέμβασης» και τη διάβρωση της πολωνικής εθνικής ταυτότητας.
Η εκστρατείες των δύο μονομάχων αναδεικνύουν τις έντονες αντιθέσεις όσον αφορά τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και τις αμβλώσεις -θέμα εκ των κορυφαίων στην καθολική κοινωνία της Πολωνίας. Ο Τρασκόφσκι τάσσεται υπέρ της επέκτασης του συμφώνου συμβίωσης και της προστασίας του δικαιώματος στην άμβλωση εντός των υφιστάμενων συνταγματικών ορίων, ενώ ο Ναβρότσκι έχει ευθυγραμμιστεί με τη συντηρητική ατζέντα του PiS, συμπεριλαμβανομένων των προτεινόμενων περιορισμών στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και τη «ΛΟΑΤΚΙ+ ιδεολογία» στα σχολεία. Τα θέματα αυτά έχουν κινητοποιήσει τους νεαρούς ψηφοφόρους, με την προσέλευση των νέων κάτω των 30 ετών να αγγίζει το 68% στον πρώτο γύρο, αύξηση 12 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2020.
Όσον αφορά τη στάση της Πολωνίας στον πόλεμο της Ουκρανίας και της δεσμεύσεις της έναντι του ΝΑΤΟ, αμφότεροι οι υποψήφιοι υποστηρίζουν τη στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο, όμως ο Ναβρότσκι έχει επικρίνει την πρόταση του Τρασκόφσκι να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες στο 4% του ΑΕΠ, χαρακτηρίζοντάς την οικονομικά μη βιώσιμη. Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι μια προεδρία που θα είναι προσκείμενη στο PiS θα μπορούσε να επιβαρύνει τον συντονισμό της Βαρσοβίας με τους εταίρους της ΕΕ όσον αφορά τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Το ύπατο αξίωμα της Πολωνίας, αν και σε μεγάλο βαθμό έχει τελετουργικό χαρακτήρα, παρέχει στον πρόεδρο ορισμένες κρίσιμες εξουσίες, όπως να ασκεί βέτο επί της νομοθεσίας και των διορισμών. Ο απερχόμενος πρόεδρος Αντρέι Ντούντα έχει επανειλημμένα εμποδίσει μεταρρυθμίσεις που προτάθηκαν από την κυβέρνηση Τουσκ μετά το 2023, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την αποκομματικοποίηση του δικαστικού σώματος, την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης και την προστασία των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων. Συνοπτικά, μία νίκη του Ναβρότσκι πιθανότατα θα διαιωνίσει αυτό το αδιέξοδο, ενώ μια νίκη του Τρασκόφσκι θα μπορούσε να «ξεκλειδώσει» τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
Παρόλο που η Πολωνία εθεωρείτο επιτυχημένο παράδειγμα μετακομμουνιστικής μετάβασης, η πρόσφατη πολιτική αναταραχή και η ακραία συντηρητική ατζέντα του PiS έχει εγείρει αμφιβολίες για την αντοχή των δημοκρατικών θεσμών της. Μια νίκη του Τρασκόφσκι θα ερμηνευθεί ως επαναβεβαίωση της δέσμευσης της Πολωνίας στη φιλελεύθερη Δημοκρατία και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η νίκη του Ναβρότσκι, αντίθετα, θα ερμηνευτεί ως απόδειξη ότι η δημοκρατική οπισθοδρόμηση της χώρας δεν έχει ακόμη τελειώσει.
Το αποτέλεσμα των εκλογών θα στείλει επίσης μήνυμα και για έναν επιπλέον λόγο: Οι εκλογές στην Πολωνία διεξάγονται σε μια εποχή που η δημοκρατία βρίσκεται υπό πίεση σε ολόκληρη την Ευρώπη και πέραν αυτής. Η άνοδος των λαϊκιστικών και αυταρχικών κινημάτων έχει αμφισβητήσει τη φιλελεύθερη τάξη και η εμπειρία της Πολωνίας -που συγκαταλέγεται στις μεγάλες χώρες της ΕΕ- παρακολουθείται στενά ως «δημοκρατικό βαρόμετρο». Οι εκλογές δεν αφορούν μόνο την εσωτερική πολιτική αλλά και μία παγκόσμια πάλη μεταξύ δημοκρατικών και ανελεύθερων δυνάμεων.