Ο νόμος κατά των νονών της μαφίας και ο Τραμπ
AP Photo/Charlie Neibergall, File
AP Photo/Charlie Neibergall, File

Ο νόμος κατά των νονών της μαφίας και ο Τραμπ

Πέντε φαμίλιες της ιταλο-αμερικανικής μαφίας -επαγγελματικά οργανωμένες σε δομή, ιεραρχία και ζώνες δράσης- είχαν υπό τον έλεγχό τους τη Νέα Υόρκη καθ’ όλο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Εκ των πλέον ισχυρών συνδικάτων του εγκλήματος, η οικογένεια Γκαμπίνο με τον διαβόητο Τζον Γκότι στα ηνία της περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως ότου έπεσε τελικά στα χέρια του νόμου και καταδικάστηκε τον Απρίλιο του 1992. Το πώς έφθασε το όνομα του τελευταίου μεγάλου «κάπο» της Νέας Υόρκης να γράφεται σήμερα στην ίδια πρόταση με εκείνο του Ντόναλντ Τραμπ έχει πολύ συγκεκριμένη εξήγηση που συνοψίζεται στο αρκτικόλεξο «RICO».

Η Πράξη Περί Παράνομων και Διεφθαρμένων Οργανώσεων (Racketeer Influenced and Corrupt Organizations, RICO), η οποία υιοθετήθηκε στα ταραγμένα χρόνια του ‘70, «έβαλε» στη φυλακή γκάνγκστερ και μαφιόζους που παρά την προφανή εγκληματική δράση τους οι διωκτικές αρχές αδυνατούσαν να «δέσουν» με κατηγορητήριο και να συλλάβουν. Ο ομοσπονδιακός νόμος-ορόσημο, τον οποίο μετέπειτα υιοθέτησαν πολιτειακές αρχές, είναι αυτός που οδήγησε τελικά στη σύλληψη του Τζον Γκότι, του «Ανοξείδωτου Δον» όπως τον χαρακτήριζαν οι εφημερίδες της εποχής για την ικανότητά του να «γλιστρά» από τις Αρχές.

Γεννημένος στο Μπρονξ από οικογένεια Ιταλών μεταναστών, ο Τζον Γκότι «μπήκε» από νωρίς στις συμμορίες και ανέβηκε γρήγορα τα «σκαλοπάτια» στην ιεραρχία της οικογένειας Γκαμπίνο, αφότου πρώτα εξέτισε ποινή τριετούς φυλάκισης κατόπιν σύλληψής του το 1968 για απόπειρα κλοπής εμπορευμάτων ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων κοντά στο διεθνές αεροδρόμιο JFK. Αυτό ήταν πταίσμα, σχεδόν ανάξιο αναφοράς, μπροστά στα όσα ακολούθησαν.

Διά της «πατροπαράδοτης» μεθόδου έβγαλε από τη μέση τον τότε αρχηγό της οικογένειας Γκαμπίνο Πολ Καστελάνο, ο οποίος δολοφονήθηκε τον Δεκέμβριο του 1985 έξω από εστιατόριο στο Μανχάταν. Νεκρός από σφαίρες έπεσε και ο υπαρχηγός του Τόμας Μπιλότι. Όπως αργότερα έγινε γνωστό, ο Γκότι παρακολουθούσε τις σφαίρες να πέφτουν μέσα από αυτοκίνητο που περίμενε με αναμμένη τη μηχανή σε κοντινή απόσταση, ώστε βεβαιωθεί πως η εντολές του εκτελέστηκαν επιτυχώς.

Ο «κώδικας τιμής» του Πολ Καστελάνο απαγόρευε την ανάμειξη μελών της φαμίλιας σε εμπόριο ναρκωτικών και η τιμωρία ήταν θάνατος. Όμως ο Τζον Γκότι έβρισκε επικερδή τη διακίνηση κοκαΐνης και είχε αγνοήσει τις εντολές. Η οικογένεια Γκαμπίνο ειδοποιήθηκε από τις ομοσπονδιακές αρχές των ΗΠΑ για τη διακίνηση ναρκωτικών, και ο Γκότι «πρόλαβε» τα αντίποινα με τη δολοφονία Καστελάνο. Έπειτα ανέλαβε ο ίδιος τα ηνία της φαμίλιας Γκαμπίνο, μίας εκ των αποκαλούμενων «Πέντε Οικογενειών», ενώ δεν άργησε να έλθει και σε ρήξη με τους «συγγενείς» του στο οργανωμένο έγκλημα.

Σε αντίθεση με τους κάπο» των άλλων τεσσάρων ισχυρών οικογενειών -Τζενοβέζε, Λουκέζε, Μπονάνο και Κολόμπο- ο Γκότι ποτέ δεν προσπάθησε να κρύψει ότι είναι ο μεγάλος αρχηγός, όπως δήλωναν οι ίδιοι οι πράκτορες του FBI, ούτε και απέφευγε τον Τύπο. Το αντίθετο· απολάμβανε τη δημοσιότητα, όπως και την πολυτελή ζωή, έκανε περισσότερο από αισθητή την παρουσία του όπου και αν βρισκόταν, και ήταν το δίχως άλλο ναρκισσιστής όπως δήλωναν μετέπειτα και οι «πεντίτι», αν και ήταν μάλλον αχρείαστη η συγκεκριμένη επιβεβαίωση από τους μεταμεληθέντες μαφιόζους. Ο Γκότι δεν έκρυβε ποιος είναι, προσέλκυε και «έπαιζε» με τα μίντια (κάτι που αναπόφευκτα θυμίζει και ελαφρώς Τραμπ).

Όμως κάποια στιγμή έρχεται για όλους η ώρα της Δικαιοσύνης. Μέσω εκτεταμένης παρακολούθησης και καταγραφής των συνομιλιών του και τελικά με την καθοριστική συνεργασία του μπράβου του Γκότι, Σαλβατόρε Γκραβάνο, γνωστού ως «Σάμι ο Ταύρος», οι διωκτικές αρχές της Νέας Υόρκης κατάφεραν να συλλάβουν τον αρχηγό της οικογένειας Γκαμπίνο τον Δεκέμβριο του 1990 και να τον οδηγήσουν στο εδώλιο. Στις 2 Απριλίου 1992 έπαψε να είναι «ανοξείδωτος» και κρίθηκε ένοχος για 13 κατηγορίες, ανάμεσά τους η εντολή για τη δολοφονία Κατελάνο και Μπιλότι, και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. «Ο Δον είναι καλυμμένος με βέλκρο και κάθε κατηγορία κολλάει» ήταν η δήλωση του τότε επικεφαλής του Γραφείου του FBI στη Νέα Υόρκη. Ο Τζον Γκότι πέθανε στη φυλακή τον Ιούνιο του 2002.

Περί εγκληματικών οργανώσεων

Η καταδίκη του Τζον Γκότι βασίστηκε στο Διάταγμα Περί Παράνομων και Διεφθαρμένων Οργανώσεων (RICO). Πρόκειται για τη βάση πάνω στην οποία «πάτησαν» οι εισαγγελικές αρχές για να καταφέρουν βαρύ πλήγμα κατά της μαφίας τις περασμένες δεκαετίες. Η οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα διώκεται συστηματικά σήμερα βάσει του συγκεκριμένου ομοσπονδιακού νόμου.

Ο νόμος RICO επιτρέπει επί της ουσίας στους εισαγγελείς να ενώσουν τις κουκίδες ανάμεσα σε όσους εκτέλεσαν αξιόποινες πράξεις και όσους τους έδωσαν την εντολή, και να τους οδηγήσουν μαζί στο εδώλιο. Μία εγκληματική οργάνωση ορίζεται από ένα ευρύτερο πλαίσιο δραστηριοτήτων και στόχευσης, και όχι απλώς μεμονωμένων πράξεων. Αυτός είναι ο νόμος που οδήγησε τον Γκότι στη φυλακή, και βάσει αυτού του νόμου θα δικαστεί ο Τραμπ και 19 συγκατηγορούμενοί του, ανάμεσά τους ο Ρούντι Τζουλιάνι, πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης και συνήγορος του Τραμπ τις ημέρες που μιλούσε περί «κλεμμένης νίκης», καθώς και ο τότε προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Μαρκ Μίντοους.

Περισσότερες από 30 πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν εισάγει δικές τους εκδοχές του ομοσπονδιακού νόμου RICO και η σχετική νομοθεσία της Τζόρτζια είναι ευρύτερη σε πεδίο εφαρμογής από τις περισσότερες. Ο ομοσπονδιακός νόμος απαριθμεί 35 εγκλήματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποδεικτικά στοιχεία σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, όμως οι εισαγγελείς της Τζόρτζια έχουν να «επιλέξουν» από μία «δεξαμενή» 65 εγκλημάτων. Και η εισαγγελέας της κομητείας Φούλτον Φάνι Ουίλις, που εδώ και δύο χρόνια ηγήθηκε της έρευνας περί απόπειρας ανατροπής της εκλογικής έκβασης στην πολιτεία της Τζόρτζια, έχει μακρά εμπειρία στην προσαγωγή κατηγορούμενων στη Δικαιοσύνη στη βάση του εν λόγω νόμου.

Ουσιαστικά ο νόμος είναι ένα «εργαλείο αφήγησης μίας ιστορίας που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι εισαγγελείς για να αποτυπώσουν τι πραγματικά τι συνέβη εδώ [σ.σ. στην πολιτεία της Τζόρτζια] μετά τις εκλογές και να ασκήσουν δίωξη για διευρυμένη συνωμοσία», εξηγεί ο Άντονι Μάικλ Κράις, καθηγητής Νομικής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια. «Υπήρχαν τόσοι πολλοί διαφορετικοί δρώντες στην Τζόρτζια που κινούνταν για να υπονομεύσουν τις εκλογές», αναφέρει. Για να καταδικάσουν τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ, οι εισαγγελείς πρέπει να αποδείξουν ότι ο τέως πρόεδρος δεν ήταν «κάποιος παθητικός παράγοντας» στα όσα εκτυλίσσονταν που απλώς ακολουθούσε νομικές συμβουλές, αλλά εκείνος βρισκόταν στη θέση του «οδηγού».

Ανακοινώνοντας το κατηγορητήριο η Φάνι Ουίλις μίλησε για έναν πρώην πρόεδρο που μετείχε σε μία εκτεταμένη συνωμοσία υπονόμευσης των εκλογών, και ήταν ο ίδιος στην κεφαλή της. «Αντί να τηρήσουν τη νόμιμη πολιτειακή διαδικασία όσον αφορά προσφυγές επί εκλογικών αποτελεσμάτων, οι κατηγορούμενοι ενεπλάκησαν σε ένα εγκληματικό, εκβιαστικό σχέδιο για να ανατρέψουν την έκβαση των προεδρικών εκλογών [της 3ης Νοεμβρίου του 2020] στην Τζόρτζια» επισήμανε αφότου το αρμόδιο σώμα ενόρκων της Ατλάντα άναψε το «πράσινο φως» για την τέταρτη ποινή δίωξη κατά Τραμπ -και τη δεύτερη που αφορά σε συνωμοσία, συνειδητά ψεύδη και αντισυνταγματικές κινήσεις με στόχο την παραμονή του στην εξουσία, που εν τέλει υποδαύλισαν την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο.

Η δίωξη βάσει του νόμου RICO έρχεται ως τραγική ειρωνεία για τον Ρούντι Τζουλιάνι, o οποίος από τη θέση του εισαγγελέα -πριν εκλεγεί στη δημαρχία της Νέας Υόρκης- είχε στηρίξει δεκάδες υποθέσεις κατά του οργανωμένου εγκλήματος στην ομοσπονδιακή εκδοχή του συγκεκριμένου νόμου. «Είμαι ο ίδιος Ρούντι Τζουλιάνι που κυνήγησε τη μαφία», επέμεινε μετά την ποινική δίωξη για τα όσα είπε και έπραξε προς υποστήριξη των ψευδών ισχυρισμών Τραμπ περί νοθείας στις προεδρικές εκλογές του 2020. Ο πρώην εισαγγελέας που ήταν κάποτε γνωστός ως «δήμαρχος της Αμερικής», όταν βγήκε μπροστά μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, κινείται στο μοτίβο Τραμπ καταγγέλλοντας απόπειρα ανάμειξης της νυν διακυβέρνησης Μπάιντεν και του δικαστικού συστήματος στις επερχόμενες εκλογές, λέγοντας σε εξίσου εμπρηστικούς τόνους πως στη δίκη «θα γονατίσουμε τους φασίστες».

Επανεκλογή, η... καλύτερη υπεράσπιση

Οι κατηγορούμενοι -σύμμαχοι, συνεργάτες, δικηγόροι και τοπικοί αξιωματούχοι- έχουν διορία να παρουσιαστούν έως τις 25 Αυγούστου στις Αρχές της Ατλάντα για την επίσημη απαγγελία των κατηγοριών. Οι περισσότεροι θα επιδιώξουν, πιθανότατα ανεπιτυχώς, τη μεταφορά της δίκης από την Τζόρτζια σε ομοσπονδιακό δικαστήριο. Το ίδιο αναμένεται να πράξει και ο Τραμπ, καθώς η Τζόρτζια εγκυμονεί για τον ίδιο ίσως τον μεγαλύτερο κίνδυνο από όλες τις διώξεις που έχουν ασκηθεί μέχρι στιγμής εις βάρος του. 

Και αυτό γιατί η... καλύτερη γραμμή υπεράσπισης του Τραμπ απέναντι στο σύνολο των ποινικών υποθέσεων είναι στην πραγματικότητα να εκλεγεί πρόεδρος. 

Στην περίπτωση της επερχόμενης δίκης της Ουάσινγκτον για την 6η Ιανουαρίου, όπου βρίσκεται αντιμέτωπος με την ομοσπονδιακή Δικαιοσύνη, θα μπορούσε εφόσον επανεκλεγεί να επιχειρήσει να «κλείσει» την υπόθεση αντικαθιστώντας τον γενικό εισαγγελέα ή και να απονείμει χάρη στον εαυτό του, ανεξαρτήτως εάν αυτό θα οδηγούσε σε συνταγματική κρίση. Στην Τζόρτζια, όμως, τα πράγματα θα είναι πολύ πιο δύσκολα διότι οι προεδρικές εξουσίες που θα μπορούσε να επικαλεστεί για να παρέμβει σε ομοσπονδιακές υποθέσεις δεν επεκτείνονται σε πολιτειακό επίπεδο.

Μία απόφαση για την απονομή χάριτος δεν επαφίεται καν στον κυβερνήτη (σήμερα είναι ο Ρεπουμπλικανός Μπράιαν Κέμπ που στρέφεται ανοιχτά κατά του Τραμπ), καθώς αρμόδιο είναι ένα συμβούλιο απονομής χάριτος, γεγονός που σύμφωνα με νομικούς εμπειρογνώμονες και ομοσπονδιακούς εισαγγελείς θα καθιστούσε πολύ πιο περίπλοκη την όποια διαδικασία και θα οδηγούσε και πάλι σε συνταγματική κρίση. Ούτε θα μπορούσε ο Τραμπ να βάλει συνοπτικά την υπόθεση στο «συρτάρι».

Όσο για τις ποινές που «συνοδεύουν» το νόμο RICO στην Τζόρτζια, αυτές κυμαίνονται από πέντε έως 20 έτη κάθειρξης ή πρόστιμα ύψους έως και 250.000 δολαρίων -κάτι που θα μπορούσε να ωθήσει κατηγορούμενους να συνάψουν συμφωνίες με την εισαγγελία για να παράσχουν αποδεικτικά στοιχεία με αντάλλαγμα μικρότερη ποινή.

Πίσω στα τέλη του 1990, ο πληροφοριοδότης Σαλβατόρε «Ταύρος» Γκραβάνο μπήκε στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων του FBI αφότου με τις καταθέσεις του έστειλε στην φυλακή τον Γκότι και δεκάδες άλλους αρχιμαφιόζους. Ο ίδιος παρέμεινε στη φυλακή για λίγα χρόνια. Προγενέστερες απόπειρες δίωξης του Γκότι είχαν πέσει στο κενό -άλλοτε γιατί ένορκοι δωροδοκούνταν, και άλλοτε γιατί έτρεμαν αντίποινα της μαφίας...