Ο Πέδρο Σάντσεθ παραμένει στην πρωθυπουργία της Ισπανίας, αλλά ακροβατεί. Αν δεν καταφέρει να ανακτήσει την πολιτική και ηθική πρωτοβουλία, ίσως επαναληφθεί η ιστορία του 2018 - μόνο που αυτή τη φορά, θα είναι ο ίδιος στη θέση του Μαριάνο Ραχόι.
Ο αρχηγός των Σοσιαλιστών που το 2018 ανέλαβε την εξουσία καταγγέλλοντας τη διαφθορά των συντηρητικών, συσσωρεύει πολιτική φθορά καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος με κύμα αποκαλύψεων που αγγίζουν τόσο τον κομματικό μηχανισμό του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (PSOE), όσο και τον στενό προσωπικό κύκλο του πρωθυπουργού. Υποθέσεις που σχετίζονται με φαινόμενα διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας και σύγκρουσης συμφερόντων δοκιμάζουν την πολιτική σταθερότητα στην Ισπανία και έχουν αναζωπυρώσει τη μακρά δημόσια συζήτηση για τη διαφάνεια στον δημόσιο βίο.
Η πολιτική ηγεσία αμφισβητείται σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα. Η αντιπολίτευση ζητά πρόωρες εκλογές, με τον επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος να χαρακτηρίζει τον Πέδρο Σάντσεθ «αρχηγό μίας διεφθαρμένης αγέλης λύκων». Ο ίδιος, από πλευράς του, ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να παραιτηθεί και διαμηνύει πως θα εξαντλήσει την τρέχουσα θητεία του και επίσης σκοπεύει να είναι «παρών» και στις επόμενες βουλευτικές εκλογές που είναι κανονικά προγραμματισμένες για το 2027.
Ο Πέδρο Σάντσεθ, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία το 2018 κατόπιν πρότασης μομφής κατά του Μαριάνο Ραχόι, είχε εμφανιστεί τότε ως ο εκφραστής μιας πολιτικής αλλαγής, με έμφαση στην ηθική αποκατάσταση του δημόσιου βίου και της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Σχεδόν επτά χρόνια αργότερα, βρίσκεται σε ανάλογη θέση με αυτήν του προκατόχου του, καλούμενος να απαντήσει σε ερωτήματα που παραπέμπουν στις ίδιες πρακτικές για τις οποίες καταδίκαζε τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Η τρέχουσα κρίση πυροδοτήθηκε όταν στη δημοσιότητα διέρρευσε ηχητικό ντοκουμέντο, στο οποίο φέρεται να ακούγεται ο Σάντος Θερδάν, κορυφαίο στέλεχος του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος, στενός συνεργάτης του Σάντσεθ και μέχρι πρότινος υπεύθυνος για τις διαπραγματεύσεις με τις περιφερειακές δυνάμεις που στηρίζουν την κυβέρνηση μειοψηφίας, να συζητά για πιθανές οικονομικές δοσοληψίες με ιδιώτες επιχειρηματίες στο πλαίσιο κρατικών συμβάσεων. Παρότι η αυθεντικότητα του ηχητικού δεν έχει επισήμως επιβεβαιωθεί, η εξέλιξη αυτή συμπίπτει με διεύρυνση των ερευνών της Δικαιοσύνης γύρω από τις δραστηριότητες του πρώην υπουργού Μεταφορών, Χοσέ Λουίς Άβαλος, και του στενού του συνεργάτη, Κόλδο Γκαρσία, που φέρονται να συνδέονται με αναθέσεις έργων και συμβάσεων εν μέσω πανδημίας.
Ο Σάντσεθ, εμφανώς πιεσμένος από το βάρος των αποκαλύψεων, προχώρησε σε δημόσια δήλωση, ζητώντας συγγνώμη από τον ισπανικό λαό για τις επιλογές του αναφορικά με τα πρόσωπα που ανέδειξε σε καίριες θέσεις, διαχωρίζοντας ωστόσο τη θέση της κυβέρνησης από εκείνη του κόμματος. Η γραμμή άμυνάς του είναι ότι «πρόκειται για ζήτημα που αφορά τον κομματικό μηχανισμό και όχι την κυβέρνηση». Ανακοίνωσε εσωτερική έρευνα στο κόμμα και δεσμεύτηκε για πλήρη συνεργασία με τις δικαστικές αρχές, αλλά ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να προκηρύξει εκλογές, απορρίπτοντας τις σχετικές πιέσεις από την αντιπολίτευση.
Ωστόσο, οι διαβεβαιώσεις αυτές δε φαίνεται να καθησυχάζουν την κοινή γνώμη ούτε και τους πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι θέτουν πλέον με επιτακτικό τρόπο το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης. Η αξιωματική αντιπολίτευση, με επικεφαλής τον Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό, κατηγορεί τον Σάντσεθ για διγλωσσία και άρνηση ανάληψης ουσιαστικής ευθύνης, κάνοντας λόγο για «υποκρισία» εκ μέρους ενός πρωθυπουργού που ανήλθε στην εξουσία ακριβώς λόγω ανάλογων υποθέσεων στους κόλπους της συντηρητικής παράταξης.
Το ερώτημα που διαπερνά την ισπανική κοινωνία είναι: γνώριζε ή όχι ο Σάντσεθ; Ο ίδιος το αρνείται κατηγορηματικά. Όμως οι δεσμοί του με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα ήταν στενοί. Ο Θερδάν ήταν ο άνθρωπος-κλειδί στις διαπραγματεύσεις με τους Καταλανούς εθνικιστές και βασικός αρχιτέκτονας του κυβερνητικού συνασπισμού το 2023. Η εμπλοκή του προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις εντός του κόμματος και θέτει εν αμφιβόλω την ηθική ανωτερότητα που επικαλείτο μέχρι πρότινος ο Σάντσεθ.
Η υπόθεση Θερδάν-Άβαλος -Γκαρσία είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Οι τρεις άνδρες κατηγορούνται ότι έλαβαν παράνομες αμοιβές από εταιρείες για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων. Ο Άβαλος είχε ήδη αποπεμφθεί από την κυβέρνηση το 2021, και το κόμμα τον διέγραψε μόλις το 2024 όταν αρνήθηκε να παραιτηθεί, ενώ ο Γκαρσία είχε εμπλακεί στο σκάνδαλο με τις μάσκες κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Την κατάσταση επιβαρύνει και η εν εξελίξει έρευνα για πιθανή εμπλοκή της συζύγου του πρωθυπουργού, Μπεγόνια Γκόμεθ, σε υπόθεση αθέμιτης επιρροής. Η σχετική έρευνα ξεκίνησε έπειτα από καταγγελία της οργάνωσης Manos Limpias (Καθαρά Χέρια), μία αυτοαποκαλούμενη συνδικαλιστική ένωση με δεσμούς με την Άκρα Δεξιά, η οποία διαθέτει μακρά ιστορία «αξιοποίησης» της δικαστικής οδού για την πολιτική στοχοποίηση προσώπων. Η καταγγελία θέλει την Μπεγόνια Γκόμεθ να επηρέασε, εκμεταλλευόμενη τη θέση της, ιδιώτες και φορείς για να εξασφαλίσει χορηγίες σε πανεπιστημιακό πρόγραμμα που διηύθυνε. Παρότι προς το παρόν δεν έχουν απαγγελθεί κατηγορίες, και οι ίδιες οι αρχές επισημαίνουν ότι πρόκειται για προκαταρκτική εξέταση, η υπόθεση έχει τροφοδοτήσει τον κύκλο αμφισβήτησης, καθώς ακουμπά ευθέως τον Σάντσεθ.
Ο ίδιος απάντησε στην υπόθεση αυτή με ένα ασυνήθιστο διάγγελμα, στο οποίο δήλωνε ότι θα αποσυρθεί προσωρινά από τα δημόσια καθήκοντά του για πέντε ημέρες προκειμένου να «αναλογιστεί τις επιπτώσεις της πολιτικής ζωής στην προσωπική του ζωή». Η κίνηση αυτή ερμηνεύθηκε από ορισμένους ως ένδειξη αδυναμίας, ενώ από άλλους ως απόπειρα πολιτικής ανάταξης μέσω μιας στρατηγικής αναστοχασμού. Εν τέλει, ο Σάντσεθ ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσει κανονικά τη θητεία του, ξεκαθαρίζοντας πως θεωρεί τις επιθέσεις σε βάρος της συζύγου του «ενορχηστρωμένες» από την Ακροδεξιά και μεθοδευμένες από συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης.
Προσφάτως, προστέθηκε και ο αδελφός του, Νταβίντ Σάντσεθ, εις βάρος του οποίου ξεκίνησε προκαταρκτική έρευνα με αντικείμενο τη νομιμότητα του διορισμού του σε δημόσια θέση στην περιφέρεια της Εστρεμαδούρας. Παράλληλα, ο γενικός εισαγγελέας της χώρας, Άλβαρο Γκαρθία Ορτίθ, κατηγορείται για πιθανή παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, καθώς φέρεται να διέρρευσε φορολογικά στοιχεία προσώπου που εμπλέκεται σε διαφορετική υπόθεση.
Η συσσώρευση αυτών των γεγονότων έχει προκαλέσει σημαντική πολιτική φθορά στην κυβέρνηση. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις του Ινστιτούτου Metroscopia και άλλων μεγάλων εταιρειών μέτρησης, η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πρόσωπο του πρωθυπουργού βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ενώ η πλειονότητα των ερωτηθέντων εκφράζει δυσαρέσκεια τόσο για τον τρόπο διαχείρισης των σκανδάλων όσο και για τη γενικότερη διακυβέρνηση. Οι ίδιες μετρήσεις δείχνουν ενίσχυση του Λαϊκού Κόμματος και αύξηση της αποχής, ιδιαίτερα στις νεότερες ηλικίες.
Δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατέκλυσαν προ ημερών την Πλάθα ντ’ Εσπάνια στη Μαδρίτη. Ήταν η έκτη μαζική κινητοποίηση κατά της κυβέρνησης από το 2022, με κεντρικό σύνθημα «Μαφία ή Δημοκρατία». Το Λαϊκό Κόμμα του Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό, με την υποστήριξη του ακροδεξιού Vox, βλέπει ευκαιρία πολιτικής ανατροπής. Αν και οι κινητοποιήσεις δεν έχουν ακόμη αποκτήσει το χαρακτήρα μαζικού πολιτικού ρεύματος, το κλίμα δυσαρέσκειας είναι αισθητό, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο.
Το πολιτικό πρόβλημα του Σάντσεθ δεν είναι αμιγώς νομικό ή ηθικό. Οι συσχετισμοί στη Βουλή δεν επιτρέπουν στην κυβέρνηση να αισθάνεται ασφαλής. Ο κυβερνητικός συνασπισμός βασίζεται σε εύθραυστες ισορροπίες και στην υποστήριξη μικρότερων κομμάτων, κυρίως από την Καταλονία και τη Χώρα των Βάσκων. Οι πρώτες αντιδράσεις από αυτές τις δυνάμεις, αν και συγκρατημένες, δεν αποκλείουν αναθεώρηση της στήριξης στο μέλλον. Η υποβόσκουσα ένταση ενδέχεται να οδηγήσει σε απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας σε κρίσιμα νομοσχέδια, ή ακόμη και σε αδυναμία έγκρισης του επόμενου προϋπολογισμού.
Αναλυτές όπως ο Πάκο Κάμας της Ipsos εκτιμούν ότι ενδεχόμενη παραίτηση Σάντσεθ θα συνιστούσε «πολιτική αυτοκτονία» για το κόμμα του, καθώς θα πυροδοτούσε σχεδόν με βεβαιότητα πρόωρες εκλογές, ανοίγοντας τον δρόμο για σχηματισμό κυβέρνησης από το Λαϊκό Κόμμα, πιθανότατα με τη στήριξη του ακροδεξιού Vox. «Η γενική τάση αυτή τη στιγμή είναι ένα αποδυναμωμένο και αποστασιοποιημένο εκλογικό σώμα στην Αριστερά -και ιδιαίτερα για το Σοσιαλιστικό Κόμμα- ενώ την ίδια ώρα παρατηρείται μαζική κινητοποίηση των ψηφοφόρων της Δεξιάς, που αξιοποιεί τη δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση», δηλώνει.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον δεν αφορά μόνο την έκταση των εμπλεκόμενων σκανδάλων, αλλά και τη δυνατότητα του ισπανικού πολιτικού συστήματος να επιδείξει αποτελεσματικούς μηχανισμούς λογοδοσίας. Το γεγονός ότι μια κυβέρνηση που κατήλθε στην εξουσία επικαλούμενη τη διαφάνεια και την ηθική στην πολιτική δράση αντιμετωπίζει σήμερα κατηγορίες για φαινόμενα ακριβώς αντίθετα προς αυτές τις αξίες έχει ενισχύσει τη διάχυτη καχυποψία των πολιτών απέναντι στους θεσμούς.
Η Μαρία Ραμίρεζ, δημοσιογράφος και αναπληρώτρια διευθύντρια του elDiario.es, επισημαίνει ότι μέχρι στιγμής δεν έχει αποσαφηνιστεί ούτε το εύρος της υπόθεσης ούτε τα ακριβή κίνητρα των φερόμενων ως εμπλεκομένων -εάν ενήργησαν για προσωπικό όφελος, για την εξυπηρέτηση του κόμματος ή και τα δύο. Το σημαντικότερο όμως, όπως επισημαίνει, είναι ότι παραμένει θολό το κατά πόσον ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε γνώση των ενεργειών τους - κάτι που ο Σάντσεθ αρνείται κατηγορηματικά. Έχει ήδη απομακρύνει δύο από τους πιο στενούς του συνεργάτες, οι οποίοι επίσης αρνούνται οποιαδήποτε εμπλοκή ή παρανομία.
Σε κάθε περίπτωση όμως «η ζημιά έχει ήδη γίνει», ενώ πέρα από τα επιμέρους πρόσωπα, η Ραμίρεθ τονίζει ότι η κρίση είναι βαθύτερη. Σύμφωνα με το Digital News Report του Reuters Institute για το 2025, το 57% των Ισπανών θεωρεί τους πολιτικούς βασική πηγή παραπληροφόρησης - ποσοστό 10 μονάδες υψηλότερο από τον διεθνή μέσο όρο. Η κρίση αξιοπιστίας είναι εμφανής και τροφοδοτεί τον κυνισμό, την πολιτική απάθεια και την απήχηση λαϊκιστικών ή αυταρχικών δυνάμεων. Το κεντρικό ερώτημα, λέει, είναι αν πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις ή για ενδείξεις συστημικής παθογένειας. Όμως, όπως παρατηρεί, ίσως αυτό δεν έχει πια σημασία για μια κοινή γνώμη βαθιά απογοητευμένη και αποξενωμένη από το πολιτικό σύστημα. Όπως προειδοποιεί, χωρίς ουσιαστικές θεσμικές τομές, αυστηρότερους κανόνες και μια νέα πολιτική κουλτούρα με επίκεντρο τη λογοδοσία, αυτό το σκάνδαλο δε θα είναι το τελευταίο - θα είναι απλώς το τελευταίο πριν από το επόμενο.