ΗΠΑ - Κίνα: Μονομαχία γιγάντων στον Ειρηνικό
Shutterstock
Shutterstock
Deutsche Welle

ΗΠΑ - Κίνα: Μονομαχία γιγάντων στον Ειρηνικό

Συνεχίζοντας μία λαμπρή παράδοση με δημιουργικά εξώφυλλα, ο βρετανικός Economist απεικονίζει στο τελευταίο του τεύχος Αμερικανούς και Κινέζους στο τζάμπολ, με τους Κινέζους να πηδούν λίγο πιο ψηλά. Το έπαθλο δεν είναι η μπάλα του μπάσκετ, αλλά ολόκληρη η υδρόγειος. Με άλλα λόγια, ΗΠΑ και Κίνα μονομαχούν για την παγκόσμια κυριαρχία.

Όπως σχολιάζει η Deutsche Welle, με μπασκετικούς όρους θα λέγαμε ότι οι Αμερικανοί φορτώθηκαν γρήγορα με φάουλ. Τώρα αναγκαστικά «κατεβάζουν ταχύτητα» και υπομένουν τις οργανωμένες επιθέσεις των Κινέζων.

Βιάστηκε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ να εξαγγείλει εξοντωτικές κυρώσεις σε κινεζικά προϊόντα από 1ης Νοεμβρίου (ως απάντηση στην απειλή του Πεκίνου για περιορισμούς σε εξαγωγές σπάνιων γαιών, που με τη σειρά της ήταν η απάντηση στους αμερικανικούς περιορισμούς για εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας) και μετά από λίγες ημέρες αναγκάστηκε να τους πάρει πίσω.

Ένα υποτυπώδες πλαίσιο συνεργασίας

Και όχι μόνο αυτό, αλλά υποτίθεται ότι, ενόψει της συνάντησης του Αμερικανού προέδρου με τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ASEAN, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε ένα πλαίσιο εμπορικής συνεργασίας. Με την Κίνα να κάνει και εκείνη κάποιες παραχωρήσεις, ανακαλώντας περιορισμούς στις σπάνιες γαίες και κυρίως τερματίζοντας το μποϊκοτάζ στην αμερικανική σόγια, που είχε επιβάλει τον περασμένο Μάιο.

Μικρό το κακό για μία οικονομία που ήδη εξάγει στις ΗΠΑ αγαθά υπερτριπλάσιας αξίας από εκείνα που εισάγει. Αντιθέτως, το πλήγμα για τις ΗΠΑ ήταν σημαντικό, τουλάχιστον όσον αφορά την αξιοπιστία μίας διαπραγματευτικής τακτικής που βασίζεται στην ισχύ και την τιμωρητική επίδραση των κυρώσεων. Η Κίνα απάντησε με τη δική της ισχύ και κέρδισε. Ο λόγος είναι, για να επανέλθουμε στο παράδειγμα της σόγιας, ότι η Κίνα διαθέτει πολλές εναλλακτικές λύσεις για να αγοράσει τη σόγια που χρειάζεται (Βραζιλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη), ενώ οι ΗΠΑ δεν έχουν ούτε μία εναλλακτική λύση για να αναπληρώσουν διαφυγόντα έσοδα 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως από την απώλεια του μεγαλύτερου πελάτη στην παγκόσμια αγορά σόγιας.

Αν οι Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ οριστικοποιήσουν τη συμφωνία αποκλιμάκωσης στο μέτωπο των εμπορικών δασμών, θα πρόκειται ασφαλώς για μία ευχάριστη είδηση. Που όμως δεν σηματοδοτεί τίποτα περισσότερο από ένα τάιμ-άουτ προς ανασύνταξη δυνάμεων, για να θυμηθούμε το «μπασκετικό» εξώφυλλο του Economist.

Πηγή: Shutterstock

Ανταγωνισμός και στους εξοπλισμούς;

Σήμερα η Κίνα επιστρατεύει κυρίως το εμπόριο και την οικονομία της για να εδραιώσει την εξάρτηση άλλων από την δική της ισχύ, αποτρέποντας ταυτόχρονα μία δική της εξάρτηση από όλους τους άλλους. Σε αυτό το πεδίο ανταγωνίζεται επάξια την αμερικανική ατζέντα. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί, εάν και όταν ο σινο-αμερικανικός ανταγωνισμός μεταφερθεί στο πεδίο των εξοπλισμών.

Μέχρι στιγμής το Πεκίνο δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστεί την απαράμιλλη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ. Ωστόσο, η αναβάθμιση των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων, και ιδιαίτερα του πολεμικού ναυτικού, συνεχίζεται με πυρετώδεις ρυθμούς. Ήδη σήμερα ο αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας υπερβαίνει τα 230 δισεκατομμύρια δολάρια και είναι ο δεύτερος σε μέγεθος παγκοσμίως.

Ευθέως ανάλογα με τις εξοπλιστικές δαπάνες αυξάνονται και οι στρατιωτικές δραστηριότητες της Κίνας στα Στενά της Ταϊβάν. Αλλά και οι ΗΠΑ φροντίζουν να υπογραμμίζουν την παρουσία τους στην περιοχή, εξοργίζοντας το Πεκίνο. Εδώ θα κριθεί τις επόμενες δεκαετίες η ηγεμονία στον Ειρηνικό, τον οποίο διεκδικούν ως φυσικό χώρο επιρροής τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Κίνα.

Διακηρυγμένος στόχος του Πεκίνου είναι η «επανένωση» με την Ταϊβάν το 2049, όταν η Λαϊκή Κίνα θα γιορτάζει τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της. Ο Κινέζος πρόεδρος Ζι Τζινπίνγκ έχει διακηρύξει εδώ και χρόνια ότι το 2049 η χώρα του θα διαθέτει «στρατό κορυφαίου παγκοσμίου επιπέδου».

Κάποιοι θεωρούν ότι η κινεζική εισβολή θα είχε ήδη πραγματοποιηθεί, εάν η Ταϊβάν δεν είχε διασφαλίσει για τον εαυτό της έναν επίζηλο ρόλο στην παγκόσμια οικονομία ως κορυφαία εξαγωγική δύναμη στην αγορά ημιαγωγών, κάτι από το οποίο επωφελείται και η ίδια η Κίνα.