Η κλιμάκωση της Μόσχας δεν αφήνει περιθώρια για διπλωματία

Η κλιμάκωση της Μόσχας δεν αφήνει περιθώρια για διπλωματία

Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι το αποτέλεσμα της επιλογής της μίας πλευράς να λύσει τις διαφορές της με την άλλη χρησιμοποιώντας ένοπλη βία. Δυστυχώς, αυτή η επιλογή είναι, υποτίθεται, μια ορθολογική απόφαση που μάλλον θεμελιώνεται στην εκτίμηση κόστους-οφέλους.

Στο δε κόστος, περιλαμβάνεται και η μετάπτωση της Ρωσίας σε κράτος παρία που περιφρονεί τη διεθνή νομιμότητα και παραβιάζει τον σκληρό πυρήνα των κανόνων και αρχών της διεθνούς έννομης τάξης.

Ωστόσο, ακόμη και έτσι, πάντα υπάρχουν τα περιθώρια για την ενεργοποίηση της διπλωματίας και τον τερματισμό της σύρραξης. Η αναζήτηση αυτών των περιθωρίων συνεπάγεται ποιοτικά διαφορετικές πρωτοβουλίες για τη διευθέτηση της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί, όπως προκύπτει από τις μέχρι τώρα εξελίξεις αλλά και τις προοπτικές που διανοίγονται.

Πρώτα από όλα, υπάρχει η εσφαλμένη αντίληψη, πως οι συναντήσεις που διεξήχθησαν ανάμεσα στις δύο αντιπροσωπείες σε τοποθεσίες στη Λευκορωσία, αφορούσαν σε διαπραγματεύσεις για την ουσία των διαφορών μεταξύ Μόσχας και Κιέβου.

Αντίθετα, οι συναντήσεις αυτές δεν ήταν τίποτε άλλο παρά διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία ασφαλών διαδρόμων για τους άμαχους που είναι εγκλωβισμένοι στις πόλεις που πολιορκούν οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις στην ανατολική Ουκρανία.

Βέβαια, είδαμε τις δύο αντιπροσωπείες να συναντώνται χωρίς την παρουσία ενός τρίτου αμερόληπτου μέρους που θα μπορούσε να εγγυηθεί τα συμφωνηθέντα, όπως η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού ή μια αντιπροσωπεία από τον ΟΑΣΕ.

Μάλιστα, Ουκρανοί και Ρώσοι διαπραγματευτές αντάλλαξαν χειραψίες τη στιγμή που η μία πλευρά σφυροκοπά την άλλη, και ενώ αυτού του είδους η συνάντηση θα μπορούσε να γίνει με τηλεδιάσκεψη και σε υψηλότερο επίπεδο, εμπλέκοντας παράλληλα και τη διεθνή κοινότητα.

Προφανώς, και οι δύο πλευρές ενδιαφέρονται περισσότερο για την εικόνα και τα προσχήματα παρά για την ουσία της διαπραγμάτευσης. Και για τον ίδιο λόγο, οι καταρχήν συμφωνίες τους δεν απέδωσαν στις περισσότερες περιπτώσεις, και γι’ αυτό χρειάστηκε να συναντηθούν τρεις φορές για να υλοποιήσουν πλημμελώς το αυτονόητο.

Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για συμφωνίες που επιβάλλονται από το Δίκαιο των Ένοπλων Συρράξεων στα εμπόλεμα μέρη, και τις οποίες οι δύο πλευρές εργαλειοποίησαν, απουσία ενός αμερόληπτου τρίτου, προς το συμφέρον τους, οργανώνοντας/καταγγέλλοντας προβοκάτσιες σε βάρος των αμάχων και επιδιώκοντας τον εκτοπισμό πληθυσμών στη λογική της εθνοκάθαρσης, ώστε να είναι πιο εύκολος ένας ενδεχόμενος επανασχεδιασμός των συνόρων στην περιοχή του Ντονμπάς.

Δεύτερον, η συνάντηση Κουλέμπα-Λαβρώφ στην Αττάλεια δεν ήταν διαπραγμάτευση. Οργανώθηκε με πρωτοβουλία του τούρκου υπουργού Εξωτερικών στη λογική της προσφοράς «καλών υπηρεσιών» σε υψηλό επίπεδο, ώστε οι δύο πλευρές να διαμορφώσουν μια αρχική ατζέντα για να εμπλακούν στη συνέχεια σε πιο ουσιαστικές συνομιλίες.

Παρά το γεγονός, ότι η πρωτοβουλία Τσαβούσογλου θα του εξασφαλίσει πολιτικούς πόντους και θετική εικόνα σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, επρόκειτο μάλλον για μια βιαστική και τυχοδιωκτική κίνηση, που ωφέλησε και τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.

Οι ομόλογοί του δεν αρνήθηκαν την πρόσκληση, έδειξαν καλή θέληση να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, αλλά απέχουμε ακόμα από το σημείο που θα μπορούσε να αποτελέσει το εφαλτήριο για την ουσιαστική ενεργοποίηση της διπλωματίας. Συνεπώς, η αναποτελεσματικότητα της πρωτοβουλίας Τσαβούσογλου ήταν απολύτως αναμενόμενη.

Όσο σκληρό και αν ακούγεται, από τη στιγμή που ένα κράτος επιλέγει να χρησιμοποιήσει ένοπλη βία σε βάρος άλλου κράτους, το χρονικό σημείο, που η διπλωματία θα επανέλθει στο προσκήνιο, εξαρτάται από την πορεία των επιχειρήσεων στο πεδίο και την επακόλουθη «ωρίμανση» της σύρραξης.

Η επέλευση αυτής της χρονικής στιγμής, προϋποθέτει πως είτε το επιτιθέμενο κράτος έχει περιέλθει σε αδιέξοδο και αδυναμία επίτευξης των στόχων που είχε θέσει, και συνεπώς έχει ανατραπεί η αρχική εκτίμηση κόστους-οφέλους, είτε το αμυνόμενο κράτος συνειδητοποιεί, ότι παρά την ένταση της αντίστασής του, και την επιβράδυνση της επίτευξης των στόχων της άλλης πλευράς, τελικά θα αναγκαστεί να υποκύψει στις απαιτήσεις του ισχυρότερου.

Φυσικά, υπάρχει η περίπτωση και τα δύο μέρη να έχουν περιέλθει σε αδιέξοδο, και να αναζητήσουν τη μεσολάβηση τρίτων, ώστε να τερματίσουν τη σύρραξη με εύσχημο τρόπο, χωρίς κανένα να χρεωθεί την ήττα. Αν εφαρμόσουμε τα παραπάνω στην περίπτωση της Ουκρανίας, φαίνεται πως θα μεσολαβήσουν ακόμη μερικές ημέρες, που θα περιλαμβάνουν την κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, μέχρι οι δύο πλευρές να βρεθούν στο ίδιο τραπέζι για συνομιλίες.

Το πιο πιθανό σενάριο δεν είναι η διεξαγωγή διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο Κίεβο και τη Μόσχα. Η διαφαινόμενη κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων δεν αφήνει περιθώρια για διμερείς συναντήσεις, ειδικά όσο θα αυξάνεται ο αριθμός των θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού και θα μεγαλώνουν οι προσφυγικές ροές και οι εκτοπισμένοι.

Δυστυχώς. Το πιο πιθανό ενδεχόμενο είναι η εμπλοκή ενός πραγματικά τρίτου μέρους, που είναι αμερόληπτο, ουδέτερο και ισότιμο σε επίπεδο ισχύος με τη Ρωσία, ώστε να μπορεί να διαδραματίσει έναν εγγυητικό ρόλο ως διαμεσολαβητής. Η Άγκυρα δεν μπορεί να είναι μια τέτοια λύση, διότι έχει συμφέροντα και με τις δύο πλευρές και δεν είναι ισότιμη με τη Μόσχα.

Αντίθετα, το Πεκίνο θα μπορούσε να αναλάβει μια διαμεσολαβητική πρωτοβουλία, παρά το γεγονός ότι δεν έχει προηγούμενη εμπειρία σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την επίνευση του γαλλογερμανικού άξονα προς το Πεκίνο, και τα πιθανά κέρδη που το τελευταίο θα μπορούσε να αντλήσει από μια επιτυχημένη μεσολαβητική πρωτοβουλία.

Η Κίνα αποτελεί σημαντικό μέγεθος σε παγκόσμιο επίπεδο, και θα μπορούσε να αναδειχθεί σε μια δύναμη που εγγυάται τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, συνεισφέρει σε αυτήν ενεργά, και φυσικά βελτιώνει σε διπλωματικό επίπεδο το προφίλ της, καθώς οι προκλήσεις στη Νότια Σινική Θάλασσα την έχουν βάλει στο στόχαστρο των ΗΠΑ.

Μια κινεζική πρωτοβουλία δεν θα αντιμετώπιζε σημαντικές δυσκολίες στο πλαίσιο μιας διαδικασίας μεσολάβησης. Η Μόσχα θα συμφωνήσει με την επαναφορά στη διπλωματία τη στιγμή που θα έχει επιτύχει επιχειρησιακά τους στόχους της στην ανατολική Ουκρανία. Τότε θα επαναφέρει την ατζέντα με τα τέσσερα σημεία, στα οποία αναφέρθηκε ο εκπρόσωπος του ρώσου προέδρου πριν μερικές ημέρες.

Το Κίεβο μάταια θα περιμένει, αν περιμένει, τις ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις μέσα στις πόλεις, και απλά θα επιδοθεί σε έναν επικοινωνιακό αγώνα για να πείσει πως προδόθηκε από το ΝΑΤΟ, και θα ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να αντισταθεί μόνο του στη ρωσική πολεμική μηχανή, χωρίς να προκαλέσει τη μάταιη απώλεια χιλιάδων ανθρώπων.

Άλλωστε, ο ουκρανός πρόεδρος ήδη προετοιμάζει τη στρατηγική εξόδου του, χρεώνοντας στο ΝΑΤΟ πράγματα που ποτέ δεν υποσχέθηκε, και δεν θα μπορούσε να υποσχεθεί, η Συμμαχία, όπως οι Ζώνες Απαγόρευσης Πτήσεων και η πολωνικής έμπνευσης παραχώρηση των σοβιετικής κατασκευής πολεμικών αεροσκαφών της.

Το σίγουρο είναι πως η διπλωματία θα επανακάμψει είτε χάρη στην αποτελεσματικότητα των κυρώσεων που έχει επιβάλει η Δύση είτε επειδή η Μόσχα θα επιτύχει τους στόχους της με κάθε κόστος.

Όμως θα πρέπει να απαντήσουμε και σε δύο κρίσιμα και αμείλικτα ερωτήματα. Πρώτον, γιατί δεν λειτούργησαν οι μηχανισμοί έγκαιρης προειδοποίησης και η προληπτική διπλωματία; Και δεύτερον, πόσο δομικά θα διαφέρει ο κόσμος μας μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία;
 

*Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ