Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντιμίρ Πούτιν στη σύνοδο της G20 στην Οσάκα της Ιαπωνίας, 28 Ιουνίου 2019
Αντιμέτωποι στο Ουκρανικό Τραμπ - Πούτιν: Η στρατηγική πίεσης και το τελεσίγραφο
AP Photo/Susan Walsh, File
AP Photo/Susan Walsh, File
Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντιμίρ Πούτιν στη σύνοδο της G20 στην Οσάκα της Ιαπωνίας, 28 Ιουνίου 2019

Αντιμέτωποι στο Ουκρανικό Τραμπ - Πούτιν: Η στρατηγική πίεσης και το τελεσίγραφο

Επισείοντας την απειλή κυρώσεων που ενδέχεται να επεκταθούν και σε βασικούς εμπορικούς εταίρους της Ρωσίας, όπως η Κίνα και η Ινδία, και διατάζοντας παράλληλα την προώθηση πυρηνικών υποβρυχίων σε «κατάλληλες τοποθεσίες», ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται αποφασισμένος να εγκαταλείψει την αμφιλεγόμενη πολιτική των διπλωματικών υποχωρήσεων απέναντι στο καθεστώς Πούτιν και να υιοθετήσει στρατηγική έντονης πίεσης και επίδειξης ισχύος. Αμετακίνητη δείχνει να παραμένει ωστόσο η Μόσχα, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη στη Θάλασσα της Ιαπωνίας σινορωσικά τακτικά γυμνάσια, τα οποία παρότι είχαν προγραμματιστεί πριν την επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, αντανακλούν καθαρά την παρούσα γεωπολιτική πραγματικότητα.

Το αμερικανικό τελεσίγραφο για κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία εκπνέει την 8η Αυγούστου και το βλέμμα στρέφεται στην επίσκεψη του Στιβ Γουίτκοφ στη Μόσχα που έχει οριστικοποιηθεί για την Τετάρτη. Πρόκειται για την πρώτη επίσκεψη του ειδικού απεσταλμένου και στενού συμβούλου του Τραμπ στη ρωσική πρωτεύουσα μετά τη μεταστροφή του Λευκού Οίκου απέναντι στο Κρεμλίνο και την έντονη δημόσια ρητορική του Αμερικανού προέδρου τις τελευταίες εβδομάδες.

Στο Κίεβο, είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες οι προσδοκίες για αλλαγή στάσης από τη ρωσική πλευρά, ωστόσο υπάρχει η ελπίδα ότι η αυστηρότερη ρητορική του Τραμπ θα μετουσιωθεί σε πράξεις. Η συρρίκνωση σε δέκα ημέρες της αρχικής διορίας των 50 ημερών προς τη Ρωσία για να σιγήσουν τα όπλα αποτελεί την πιο ηχηρή ένδειξη ότι η υπομονή του Τραμπ εξαντλείται και έρχεται σε συνέχεια της απόφασής του να ενισχύσει αμυντικά την Ουκρανία μέσω συμφωνιών πώλησης αμερικανικών όπλων σε Ευρωπαίους συμμάχους ώστε να διατεθούν στη συνέχεια στο Κίεβο.

Η νέα στρατηγική της Ουάσινγκτον αποτελεί πλήρη ανατροπή της προσέγγισης των προηγούμενων μηνών. Με την πρεμιέρα της δεύτερης θητείας Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν σειρά διαπραγματεύσεων, σε μεγάλο βαθμό ευθυγραμμισμένες με τις απαιτήσεις της Μόσχας. Μεταξύ των παραχωρήσεων που είχαν γίνει ήταν η αποδοχή της ρωσικής κυριαρχίας σε κατεχόμενες ουκρανικές περιοχές, ο αποκλεισμός της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και η σταδιακή άρση των κυρώσεων, ενώ η προεδρία Τραμπ εμφανιζόταν να εξετάζει μέχρι και την επίσημη αναγνώριση της παρανόμως προσαρτηθείσας από τη Μόσχα χερσονήσου της Κριμαίας.

Ωστόσο, παρά τις συνομιλίες και τις κατά καιρούς υποτιθέμενα «εποικοδομητικές» δηλώσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν, η ρωσική πλευρά επί της ουσίας το μόνο που έπραττε ήταν μέσω της παρελκυστικής τακτικής της να αγοράζει χρόνο. Ο Ρώσος πρόεδρος εμμένει στις πάγιες μαξιμαλιστικές απαιτήσεις που οδηγούν ουσιαστικά σε διάλυση της ουκρανικής κρατικής υπόστασης. Αν και επανειλημμένα εξέφρασε τη δήθεν επιθυμία του για μια «σταθερή ειρήνη» που θα ικανοποιεί και τις δύο πλευρές, ουδέποτε προχώρησε σε ουσιαστικές κινήσεις αποκλιμάκωσης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο τελευταίος γύρος άμεσων διαπραγματεύσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, που έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη, κατέρρευσε εντός μίας ώρας, με μόνη κατάληξη μια νέα συμφωνία ανταλλαγής αιχμαλώτων.

Η αδιάλλακτη στάση της Μόσχας έχει εξοργίσει την Ουάσινγκτον, με τον πρόεδρο Τραμπ να δηλώνει δημοσίως ότι δεν θεωρεί πλέον τον Πούτιν σοβαρό συνομιλητή. Παρά τις φαινομενικά φιλικές τηλεφωνικές επικοινωνίες, η Μόσχα όχι μόνο συνέχισε αλλά κλιμάκωσε τις επιθέσεις κατά του άμαχου πληθυσμού. Μόνο την περασμένη εβδομάδα, περισσότεροι από 30 πολίτες σκοτώθηκαν στο Κίεβο, μεταξύ αυτών και πέντε παιδιά. Ο Τραμπ χαρακτήρισε αυτές τις επιθέσεις «αποτρόπαιες» και έκανε λόγο για εμπαιγμό από την πλευρά του Πούτιν.

Η αποτυχία αυτή θέτει τον Τραμπ σε δυσχερή πολιτική θέση. Είχε επανειλημμένα υποσχεθεί ότι μπορεί να θέσει τέλος στον πόλεμο μέσα σε 24 ώρες. Τώρα, όχι μόνο το τέλος αυτό δεν είναι ορατό, αλλά η σύγκρουση βαθαίνει. Αν και εξακολουθεί να διατηρεί επιφυλάξεις για την παροχή άμεσης στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία, έχει πλέον εγκρίνει τη μεταβίβαση όπλων σε ευρωπαϊκές χώρες συμμάχους, με σκοπό να ενισχύσουν το Κίεβο για να «σφίξει» επίσης τη διορία προς τη Μόσχα για να καθίσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης για την εφαρμογή εκεχειρίας.

Το αμερικανικό τελεσίγραφο έφερε την «υπενθύμιση» του Ντμίτρι Μεντβέντεφ προς τον Τραμπ ότι η Ρωσία διαθέτει πυρηνικές δυνατότητες από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Στα εμπρηστικά σχόλια του Μεντβέντεφ -που έχει αναδειχθεί σε μία από τις πιο ακραίες αντιδυτικές φωνές του Κρεμλίνου- ο ίδιος ο Τραμπ απάντησε με την εντολή ανάπτυξης δύο πυρηνικών υποβρυχίων σε «κατάλληλες περιοχές», χωρίς να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες και να διευκρινίσει εάν είναι πυρηνοκίνητα ή οπλισμένα με πυραύλους που φέρουν πυρηνικές κεφαλές.

Αμυντικοί αναλυτές χαρακτήρισαν την κίνηση του Τραμπ ως κλιμάκωση σε επίπεδο ρητορικής απέναντι στη Μόσχα, χωρίς να συνεπάγεται απαραίτητα στρατιωτική όξυνση, δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν ήδη πυρηνοκίνητα υποβρύχια σε ενεργό ανάπτυξη, ικανά να πλήξουν στόχους στη Ρωσία. Το Κρεμλίνο έσπευσε να υποβαθμίσει τη σημασία αυτής της κίνησης, με τον εκπρόσωπο Ντμίτρι Πεσκόφ να δηλώνει ότι τα αμερικανικά υποβρύχια βρίσκονται ήδη σε υπηρεσία και ότι «δεν υπάρχει λόγος να εμπλακούμε σε πολεμική αντιπαράθεση με τον Τραμπ για το ζήτημα αυτό» - για να προσθέσει ότι «θα πρέπει να είναι όλοι προσεκτικοί στη ρητορική τους για τα πυρηνικά» παρότι η ίδια η Μόσχα από την έναρξη της εισβολής είναι εκείνη που επισείει την απειλή μίας πυρηνικής αντιπαράθεσης προς εκφοβισμό της Δύσης.

Μια άλλη διάσταση της πίεσης του Λευκού Οίκου εστιάζει στους εμπορικούς εταίρους της Ρωσίας. Στο πλαίσιο των νέων κυρώσεων που ενδέχεται να επιβληθούν από τις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Τραμπ έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να στοχοποιήσει εμπορικούς εταίρους της Ρωσίας. Στο επίκεντρο αυτής της στρατηγικής βρίσκονται η Ινδία και η Κίνα. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει προειδοποιήσει για επιβολή δευτερογενών κυρώσεων, πιθανότατα με τη μορφή τελωνειακών δασμών, κατά χωρών που εξακολουθούν να πραγματοποιούν εμπορικές συναλλαγές με τη Μόσχα. 

Ο Λευκός Οίκος κατηγόρησε ανοιχτά χθες την Ινδία ότι χρηματοδοτεί τον πόλεμο αγοράζοντας ρωσικό πετρέλαιο. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ανακοινώσει ήδη δασμούς ύψους 25% στις εισαγωγές ινδικών προϊόντων -ποσοστό υψηλότερο από ό,τι για άλλους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ-, και προειδοποιεί πως θα τους αυξήσει. «Η Ινδία δεν αγοράζει μόνο τεράστιες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου, αλλά στη συνέχεια, μεγάλο μέρος του πετρελαίου που αγοράζει, το πουλάει αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη. Δεν τους νοιάζει πόσοι άνθρωποι στην Ουκρανία σκοτώνονται από τη ρωσική πολεμική μηχανή», ανέφερε σε χθεσινή του ανάρτηση. Αξιωματούχοι στο Νέο Δελχί εκφράζουν την πρόθεση να διαπραγματευτούν μείωση των επιβαρύνσεων, χωρίς ωστόσο να δηλώνουν πρόθυμοι να διακόψουν τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου. Η Κίνα έχει υιοθετήσει ανάλογη στάση, καθιστώντας σαφές ότι δεν θα εγκαταλείψει τις ενεργειακές συμφωνίες με τη Ρωσία.

Η επίσκεψη Γουίτκοφ, όπου πιθανότατα θα συναντηθεί για πολλοστή φορά κατ΄ιδίαν με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, και οι πιέσεις του Λευκού Οίκου συνθέτουν ένα ιδιαίτερα τεταμένο σκηνικό, με τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας να εισέρχονται σε νέα φάση. Ενδεικτικό αυτού είναι ότι χθες το ρωσικό ΥΠΕΞ ανακοίνωσε πως δεν δεσμεύεται πλέον από το μορατόριουμ στην ανάπτυξη πυραύλων μικρού και μέσου βεληνεκούς, επικαλούμενο «αποσταθεροποιητικές ενέργειες» των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στον στρατηγικό τομέα. Οι ΗΠΑ είχαν αποσυρθεί από τη σχετική συνθήκη το 2019.

Το τελεσίγραφο του Τραμπ για κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία συνοδεύεται από απειλές, δασμούς και κινήσεις αποτροπής, αλλά και από έντονη αβεβαιότητα ως προς την επόμενη μέρα. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες φαινομενικά εγκαταλείπουν την πολιτική των υποχωρήσεων, δεν είναι σαφές κατά πόσο η νέα αυτή στρατηγική θα αποδώσει. Το ερώτημα παραμένει εάν οι πιέσεις, οικονομικές ή στρατιωτικές, θα μπορούσαν πράγματι να οδηγήσουν στον τερματισμό του πολέμου, δεδομένου ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν ουδεμία τέτοια πρόθεση φαίνεται να έχει. 

Η στάση του Κρεμλίνου, μέχρι στιγμής, είναι μάλλον αδιάφορη, με Ρώσους αξιωματούχους να δηλώνουν ότι έχουν «αναπτύξει ανοσία» και στις προειδοποιήσεις και στις κυρώσεις, ενώ ο ίδιος ο Πούτιν αναμασά τα περί επιθυμίας του για μία «ειρήνη που θα εξασφαλίζει την ασφάλεια και των δύο πλευρών»... Παράλληλα, παρά τη δεδηλωμένη πρόθεση του Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, για άμεση συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογό του υπό αμερικανική ή τουρκική διαμεσολάβηση, η Μόσχα επιμένει πως κάτι τέτοιο δεν έχει νόημα χωρίς προκαθορισμένο πλαίσιο για κατάπαυση του πυρός.