Το Ανώτατο Δικαστήριο επιτρέπει στον Τραμπ να ανακαλέσει το καθεστώς 500.000 μεταναστών από τη Ν. Αμερική
ΗΠΑ

Το Ανώτατο Δικαστήριο επιτρέπει στον Τραμπ να ανακαλέσει το καθεστώς 500.000 μεταναστών από τη Ν. Αμερική

Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ επέτρεψε την Παρασκευή στην κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να ανακαλέσει το προσωρινό καθεστώς παραμονής για εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από τη Βενεζουέλα, την Κούβα, την Αϊτή και τη Νικαράγουα, ενισχύοντας τις προσπάθειες της κυβέρνησης για επιτάχυνση των απελάσεων.

Η απόφαση του δικαστηρίου ανεστάλη προηγούμενη εντολή της περιφερειακής δικαστού Ίντιρα Ταλουάνι στη Βοστώνη, η οποία είχε μπλοκάρει την κυβερνητική πρωτοβουλία να τερματίσει την «υπό όρους απαλλαγή» που είχε χορηγηθεί σε 532.000 μετανάστες από την προηγούμενη κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου εκθέτει τώρα πολλούς από αυτούς σε άμεσο κίνδυνο ταχείας απέλασης, ενώ η υπόθεση εκκρεμεί στα κατώτερα δικαστήρια.

Όπως συνηθίζεται σε επείγουσες υποθέσεις, η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου εκδόθηκε χωρίς υπογραφή και χωρίς αιτιολογία. Ωστόσο, δύο από τους τρεις φιλελεύθερους δικαστές - η Κετάντζι Μπράουν Τζάκσον και η Σόνια Σοτομαγιόρ - εξέφρασαν δημόσια τη διαφωνία τους.

Σε συνοδευτική γνώμη, η Τζάκσον επέκρινε την απόφαση του δικαστηρίου, σημειώνοντας ότι υποτιμά τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να έχει η ξαφνική ανατροπή της ζωής και των μέσων διαβίωσης σχεδόν μισού εκατομμυρίου μη πολιτών, ενώ οι νομικές τους υποθέσεις βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη.

Η «υπό όρους απαλλαγή» είναι μια μορφή προσωρινής άδειας παραμονής που προβλέπεται από την αμερικανική νομοθεσία για επείγοντες ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγους σημαντικού δημόσιου συμφέροντος. Παρέχει στους δικαιούχους τη δυνατότητα να ζουν και να εργάζονται νόμιμα στις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε αξιοποιήσει το καθεστώς αυτό ως μέρος της στρατηγικής της για τον περιορισμό της παράτυπης μετανάστευσης στα σύνορα με το Μεξικό.

Ο Τραμπ, με την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο στις 20 Ιανουαρίου, υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για την κατάργηση του προγράμματος, το οποίο το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας άρχισε να εφαρμόζει από τον Μάρτιο. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η κατάργηση του καθεστώτος θα επιτρέψει την ένταξη περισσότερων μεταναστών στην ταχεία διαδικασία απέλασης («fast-track removal»).

Η συγκεκριμένη υπόθεση αποτελεί μία από τις πολλές που η κυβέρνηση Τραμπ έχει παραπέμψει επειγόντως στο Ανώτατο Δικαστήριο, επιχειρώντας να ανατρέψει αποφάσεις κατώτερων δικαστηρίων που μπλοκάρουν βασικά στοιχεία της αυστηρής μεταναστευτικής της πολιτικής.

Στις 19 Μαΐου, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε επιτρέψει και την ανάκληση του «Προσωρινού Καθεστώτος Προστασίας» που είχε χορηγηθεί από τον Μπάιντεν σε περίπου 350.000 Βενεζουελάνους μετανάστες.

Από το 2022, η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε επιτρέψει σε Βενεζουελάνους να αιτούνται διετούς παραμονής υπό όρους, εφόσον εισέρχονταν αεροπορικώς στη χώρα, περνούσαν από ελέγχους ασφαλείας και διέθεταν Αμερικανό οικονομικό εγγυητή. Το 2023, το πρόγραμμα επεκτάθηκε σε μετανάστες από την Κούβα, την Αϊτή και τη Νικαράγουα, λόγω της αυξανόμενης παράτυπης μετανάστευσης από αυτές τις χώρες.

Οι ενάγοντες, ομάδα μεταναστών που είχαν επωφεληθεί από το πρόγραμμα και Αμερικανοί χορηγοί τους, προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση παραβίασε τον ομοσπονδιακό νόμο περί λειτουργίας των ομοσπονδιακών υπηρεσιών.

Τον Απρίλιο, η δικαστής Ταλουάνι έκρινε ότι ο νόμος δεν επιτρέπει την οριζόντια κατάργηση του προγράμματος, αλλά απαιτεί εξατομικευμένη επανεξέταση κάθε περίπτωσης. Το 1ο Εφετείο της Βοστώνης αρνήθηκε να «παγώσει» την απόφαση της Ταλουάνι.

Στο υπόμνημά του προς το Ανώτατο Δικαστήριο, το Υπουργείο Δικαιοσύνης υποστήριξε ότι η απόφαση της Ταλουάνι ανέτρεψε «κρίσιμες μεταναστευτικές πολιτικές» που είχαν σχεδιαστεί για να αποτρέψουν την παράνομη είσοδο στη χώρα, αναιρώντας μέτρα που αποτέλεσαν κεντρικό ζήτημα στις εκλογές του Νοεμβρίου, οι οποίες επανέφεραν τον Τραμπ στην προεδρία.

Οι ενάγοντες προειδοποίησαν ότι εάν τερματιστεί πρόωρα η προστασία τους, κινδυνεύουν με άμεση απέλαση, οικογενειακό χωρισμό και επιστροφή σε απολυταρχικά και ασταθή καθεστώτα, όπου - όπως υποστήριξαν -  πολλοί αντιμετωπίζουν κινδύνους διώξεων ή ακόμη και θανάτου.