Το νέο όριο των 300 ευρώ δεν δίνει λύσεις

Το νέο όριο των 300 ευρώ δεν δίνει λύσεις

Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου*

Δυο είναι τα σημεία του φορολογικού νομοσχεδίου που απασχολούν τους πολίτες, ως καταναλωτές. Το πρώτο, είναι η υποχρεωτική πραγματοποίηση δαπανών, ύψους 30% του πραγματικού τους εισοδήματος, με ηλεκτρονικά μέσα, υπό την απειλή ποινής 22% επί της διαφοράς. Το δεύτερο, είναι η μείωση του ορίου στα 300€ στις συναλλαγές με μετρητά.

Με μια πρώτη ματιά, θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί πως και τα δυο αυτά σημεία του νομοσχεδίου, κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση. Όμως και για τα δυο, υπάρχουν ενστάσεις. Και αυτό διότι οι φορολογικές αρχές, δηλαδή το κράτος, είναι συνέταιρος με όλους τους μισθωτούς, τους έχοντες εισοδήματα από ακίνητα, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους συνταξιούχους και τους επιχειρηματίες. Συνέταιρος λοιπόν το κράτος, διότι λαμβάνει μέρος των εισοδημάτων των πολιτών. Εισοδήματα για τα οποία ο φορολογούμενος μόχθησε, πήρε ρίσκα, εργάσθηκε, επενδύοντας ταυτόχρονα σε μόρφωση, σε χρόνο και σε χρήμα. Εφ' όσον λοιπόν, το κράτος είναι συνέταιρος με τον φορολογούμενο, δεν θα πρέπει να τον τιμωρεί μέσω των φορολογικών δηλώσεων και θα πρέπει να του προσφέρει κίνητρα και λύσεις, που θα αποφέρουν κέρδη και ικανοποίηση και στις δυο πλευρές.

Η υποχρεωτική πραγματοποίηση δαπανών ίσων με το 30% του πραγματικού εισοδήματος των φορολογουμένων με ηλεκτρονικά μέσα, με ποινή 22% επί της διαφοράς, αποτελεί ένα κατ' εξοχήν τιμωρητικό μέτρο. Επιπλέον, αυτό το μέτρο αν μελετηθεί με καθαρά μαθηματικούς όρους, δεν αποτρέπει τον φορολογούμενο από το να αποφύγει την e-δαπάνη.

Σήμερα, ένας σημαντικός αριθμός νέων εργαζομένων συγκατοικεί με τους γονείς του, ή συγκατοικεί με άλλους νέους ανθρώπους. Επίσης, συνταξιούχοι φιλοξενούν μέλη της ευρύτερης οικογένειας τους, έτσι ώστε να εξοικονομηθούν οικογενειακές δαπάνες, καθώς τα εισοδήματα δεν επαρκούν. Οι νέοι μένουν με τους γονείς τους για να αποταμιεύσουν χρήματα ώστε να κάνουν το δικό τους ξεκίνημα στη ζωή, ή κάνουν οικονομίες για να συγκεντρώσουν τους απαραίτητους πόρους για ένα επιχειρηματικό εγχείρημα. Οι συνταξιούχοι, προσπαθούν να στηρίξουν οικονομικά, επίσης τους νέους συγγενείς τους, των οποίων τα εισοδήματα είναι πενιχρά. Αν μάλιστα ληφθεί υπ' όψιν η λίστα των δαπανών που δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο 30% των εισοδημάτων, η εικόνα χειροτερεύει.

Το κράτος αδιαφορεί για αυτήν την δεδομένη πραγματικότητα και τιμωρεί μέσω των ανωτέρω παραδειγμάτων, όσους νέους προσπαθούν να αποταμιεύσουν χρήματα ή να ελαχιστοποιήσουν τα έξοδα τους, έτσι ώστε κάποια στιγμή να μην αποτελούν βάρος για τις οικογένειες τους και τους συγγενείς τους. Το να υποχρεώνεις κάποιον να δαπανά και να τον απειλείς με πρόστιμο, αν δεν σε υπακούσει, είναι ανελεύθερο και ανήθικο.

Για τους υπόλοιπους, που επιθυμούν να πραγματοποιούν τι συναλλαγές τους κάτω από το ραντάρ των φορολογικών αρχών και να φοροδιαφεύγουν, η τιμωρία του 22% πάνω στα δηλωθέντα εισοδήματα τους, προφανώς και δεν τους ενοχλεί. Είναι απλά μαθηματικά! Εφ' όσον δεν έχουν πληρώσει ηλεκτρονικά, έχουν κερδίσει ήδη περισσότερα από την μη καταβολή ΦΠΑ 24%, καθώς δεν έχει εκδοθεί παραστατικό, διότι το 24% που απέφυγαν, είναι μεγαλύτερο από το 22% του προστίμου.

Όσοι κινούνται στην αγορά, γνωρίζουν ότι η κλασσική ερώτηση : «Με απόδειξη ή χωρίς;», αποτελεί όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της σημερινής πραγματικότητας του εμπορίου και της παροχής υπηρεσιών. Η απάντηση στην ερώτηση αυτή, δίνει τη δυνατότητα επιλογής της λύσης "win-win" και για τα δυο αντισυμβαλλόμενα μέρη. Χωρίς απόδειξη, σημαίνει όχι μόνο πως οι συναλλασσόμενοι δεν πληρώνουν ΦΠΑ, αλλά καρπούνται και το μέρος των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών που δεν καταλογίζονται και δεν καταβάλλονται. Δηλαδή το κέρδος για τον φορολογούμενο που δεν πραγματοποιεί e-δαπάνες και φοροδιαφεύγει συνειδητά, είναι κατά πολύ μεγαλύτερο, από την τιμωρία του 22% που του επιβάλει η εφορία.

Οπότε με τη αποφυγή της e-δαπάνης, ο πολίτης που συνειδητά θέλει να φοροδιαφύγει βγαίνει κερδισμένος, ενώ ο πολίτης που επιθυμεί να αποταμιεύει για τους δικούς τους προσωπικούς λόγους και δεν προβαίνει σε e-δαπάνες, τιμωρείται.

Πάμε τώρα στο θέμα της μείωσης του ορίου από τα 500€, στα 300€ στις συναλλαγές με μετρητά. Και εδώ δεν έχει κανένα, μα κανένα νόημα η μείωση αυτή. Οι μόνες κερδισμένες θα είναι οι τράπεζες, που θα εισπράττουν ακόμα υψηλότερες προμήθειες. Είναι γνωστό, ότι η φοροδιαφυγή πραγματοποιείται μέσω της μη έκδοσης παραστατικών και όχι μέσω της πληρωμής της συναλλαγής, με μετρητά. Οι μεγάλες εταιρίες και οι αλυσίδες καταστημάτων, ούτως ή αλλιώς κόβουν παραστατικά και δεν φοροδιαφεύγουν μέσω των λιανικών πωλήσεων. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, σε εταιρίες που δεν υπάρχει αυστηρή λογιστική απεικόνιση, ή σε συναλλαγές με ελεύθερους επαγγελματίες, ή σε συναλλαγές με μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, είτε δεν εκδίδονται παραστατικά, είτε μέρος του ποσού που καταβάλλεται, μένει έξω από το τιμολόγιο ή την απόδειξη. Οπότε, άνθρακες ο θησαυρός.

Δυστυχώς, όσες θετικές προσπάθειες και να γίνονται, η αντίληψη που έχουν οι φορολογικές αρχές για τις σχέσεις τους με τους πολίτες ως φορολογούμενους ή καταναλωτές, παραμένει στάσιμη και βαλτωμένη, εντός των παλαιών στενών πλαισίων της αντιπαράθεσης και της αντιπαλότητας. Ο πολίτης θα έπρεπε να είναι σύμμαχος με την εφορία, μέσω της δημιουργίας μιας σχέσης επιβράβευσης. Μιας σχέσης, βασισμένης στα κίνητρα και όχι στην τιμωρία. Ας δώσει η πολιτεία φορολογικό κίνητρο στον καταναλωτή, ώστε να προβαίνει σε συναλλαγές μέσω παραστατικών. Η φορολογία τα τελευταία χρόνια, έχει ισοπεδώσει από την μια πλευρά την μεσαία αστική τάξη που καταναλώνει και από την άλλη πλευρά όλο τον παραγωγικό ιστό της χώρας, που δημιουργεί. Είναι αναγκαίο να υπάρξει μια άλλη προσέγγιση. Δεν χρειάζεται πλέον, τιμωρητική διάθεση.

* Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.

** Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.