Θα συναντηθεί με το «άει σιχτίρ» ή με το «πάμε παρακάτω»;

Στην Βουλή, η υπόθεση Ανδρουλάκη θα εξελιχθεί σε νέα μάχη των Αρδεννών, στο πιο άγριο. Θα γίνει η νύχτα μέρα από τις λάμψεις, θα βουίζουν τ’ αυτιά μας από τις εκρήξεις. Σε τέτοιες ακραίες συνθήκες μάχης, οι μετέχοντες του μακελειού δεν καταλαβαίνουν ποιος νικά και ποιος χάνει. Ορμάνε μέσα στα όλα κι όποιον πάρει ο χάρος. Για να αποκτήσει κανείς ολιστική αντίληψη της κατάστασης, πρέπει να υψωθεί ψηλά, σαν drone ή δορυφόρος, για να δει τίνος το μέτωπο υποχωρεί και τίνος προωθείται νικηφόρα. 

Πλην, αν υψωθεί κανείς πάνω από τους καπνούς και τους κρότους του συγκεκριμένου πεδίου που μπερδεύουν τις αισθήσεις και συσκοτίζουν την διάνοια, τότε υποχρεωτικά απομακρύνεται από τα στενά όρια της υπόθεσης Ανδρουλάκη. Η οποία όσο φαρδιά κι αν φαίνεται ή βαφτίζεται, δεν παύει να είναι πεπερασμένη. Θα δει όλο το μέτωπο, ενδεχομένως και όλο τον πόλεμο. Τότε και μόνο τότε θα αντιληφθεί και το ειδικό βάρος της συγκεκριμένης τοπικής  σύγκρουσης. 

Τι θέλω να πω; Ότι στην πολιτική, υπάρχουν μικρές υποθέσεις που κινητοποιούν ένα οριστικό «άει σιχτίρ» για τις κυβερνήσεις, όπως υπάρχουν και μεγάλες υποθέσεις που βυθίζονται αύτανδρες δίχως να δικαιώσουν τελικά το εκτόπισμα τους. Είναι το momentum (που λέει κι ο Αλέξης), είναι τα υπόγεια κοινωνικά ρεύματα και ο συνολικός συσχετισμός δύναμης που ορίζουν το ειδικό βάρος κάθε επί μέρους μάχης, όσο βίαιης κι αν είναι.

Το Βατοπέδι ας πούμε, ήταν μια πραγματικά αστεία υπόθεση για να ρίξει κυβέρνηση. Κι όμως τελικά έριξε τον Καραμανλή. Ο οποίος είχε ξεπεράσει αβρόχοις ποσί τους 49 νεκρούς της φωτιάς στην Ηλεία. Πώς έγινε αυτό; Διότι όταν ήρθε το Βατοπέδι, κάτι είχε συμβεί στα αθέατα υπόγεια της ελληνικής κοινωνίας, που πήρε σχήμα και μορφή με τη σαχλαμάρα μιας ανταλλαγής ασήμαντων περιουσιακών στοιχείων ανάμεσα σ’ ένα υπουργείο κι ένα μοναστήρι. 

Το Μάτι αντιθέτως, παρήγαγε πολύ μεγαλύτερο πολιτικό αποτέλεσμα κι από την ίδια την τραγική του ουσία. Σαν το Βατοπέδι κι αυτό, συναντήθηκε με μια ήδη ειλημμένη κοινωνική απόφαση «να τελειώνουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ», την οποία εκατονταπλασίασε. Προφανώς κάθε κακή ή άτυχη υπόθεση έχει αρνητικό αντίκτυπο στην κυβερνητική εικόνα, αλλά ποσοτικό. Το ερώτημα είναι αν είναι ικανή να επιφέρει ποιοτική αλλαγή, ανατροπή. 

Αυτή, το λοιπόν, είναι η ουσία και της πολύκροτης υπόθεσης των υποκλοπών του Ανδρουλάκη που ξεκινά στην Βουλή. Συναντιέται με ένα παγιωμένο κοινωνικό αίσθημα «να τελειώνουμε με τον Κυριάκο»; Αν ναι, θα φέρει πολιτικό αποτέλεσμα. Συναντιέται με μια κοινωνική πεποίθηση ότι «ο Κυριάκος δεν έκλεισε ακόμα τον κύκλο του»; Αν είναι έτσι, παρά τη σφοδρότητα της σύγκρουσης, το πολύ-πολύ να προσθέσει άλλη μια μικρή γρατζουνιά στο κυβερνητικό πρόσωπο. Ο καθένας μπορεί να κρίνει ποιο απ’ τα δυο ισχύει στην πράξη.