Πιστοποιητικά σοβαρότητας

Πιστοποιητικά σοβαρότητας

Η πρόσφατη πρόταση του Έλληνα Πρωθυπουργού για δημιουργία «πρότυπου πιστοποιητικού εμβολιασμού» είναι ενδιαφέρουσα, τόσο από υγειονομική/πρακτική όσο και από πολιτική/συμβολική άποψη. Ως τέτοια έγινε αποδεκτή από τα ευρωπαϊκά όργανα, που έσπευσαν να την εντάξουν στην ατζέντα των συζητήσεων στο ανώτατο επίπεδο, χωρίς ωστόσο να δεσμεύονται ή να προδικάζουν το αποτέλεσμα.

Τα στοιχεία του ελληνικού πιστοποιητικού, όπως φαίνονται μέσα από το υπόδειγμα που ο Πρωθυπουργός κοινοποίησε στην Πρόεδρο της Επιτροπής μαζί με την επιστολή του, είναι τα ακόλουθα: οι ημερομηνίες του πρώτου και του δεύτερου εμβολιασμού, ο τύπος του εμβολίου, το ονοματεπώνυμο του εμβολιαζόμενου και ο αριθμός ΑΜΚΑ του. Αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ελάχιστα απαραίτητα στοιχεία», αν εξαιρεθεί το τελευταίο, ο ΑΜΚΑ, που και για την ταυτοποίηση δεν χρειάζεται, αφού υπάρχει το ονοματεπώνυμο, και σε άλλες χρήσεις των δεδομένων μπορεί να οδηγήσει, κάτι που πρέπει κατά το δυνατόν να αποφευχθεί.

Στην πρόταση του ο Πρωθυπουργός διευκρινίζει ότι ένα τέτοιου τύπου πιστοποιητικό θα ήταν σκόπιμο να είναι κοινό για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να χρησιμοποιείται μόνο για σκοπούς ελεύθερης κυκλοφορίας/μετακίνησης προσώπων και να μην είναι υποχρεωτικό. Και αυτά τα χαρακτηριστικά υπηρετούν τη φιλοσοφία της ελάχιστης γραφειοκρατίας και μιας κοινής γραμμής πλεύσης στον ελάχιστο παρονομαστή,  αλλά δεν εξουδετερώνουν αυτομάτως μια σειρά από υπαρκτά ζητήματα/προβλήματα.

Τα πρώτα δύο είναι νομικής φύσης. Απορρέουν αφενός από την ίδια τη Συνθήκη της ΕΕ, που θεσμοθετηθεί την ελεύθερη κυκλοφορία ως ένα από τα αναφαίρετα και μη υποκείμενα σε καμία προϋπόθεση δικαιώματα των πολιτών εντός της Ένωσης και αφετέρου από την ύπαρξη διαφορετικών νομοθετικών ρυθμίσεων, ακόμα και καθεστώτων, σε θέματα υγείας, δημόσιας ασφάλειας και προστασίας προσωπικών δεδομένων. Στον τελευταίο αυτόν, και κρισιμότατο, τομέα, υπάρχει μεν ευρωπαϊκός Κανονισμός, ο γνωστός GDPR, που ισχύει απαράλλαχτος για όλες τις χώρες, όμως αυτός συμπληρώνεται, με δική του πρόβλεψη, και από εθνικούς κανόνες, που διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Τα νομικά αυτά δεδομένα καθιστούν όχι τόσο απλή υπόθεση την ίδια την έκδοση ενός πιστοποιητικού για τον σκοπό και με τα στοιχεία που πρότεινε ο Έλληνας Πρωθυπουργός.

Τα δυο επόμενα ζητήματα έχουν δικαιοπολιτικό χαρακτήρα. Σχετίζονται κατά πρώτον με τη χρήση (επίσημη ή ανεπίσημη, ηθελημένη ή απλώς δυνατή) του κοινού πιστοποιητικού και κατά δεύτερον με την πιθανότητα του βάσει του πιστοποιητικού αποκλεισμού (άμεσου ή έμμεσου) από την πρόσβαση πολιτών (εμβολιασμένων και μη) σε διάφορα δικαιώματα και υπηρεσίες. Δεν είμαι βέβαιος ότι ο περιορισμός του σκοπού στην ελεύθερη κυκλοφορία και η μη υποχρεωτικότητα αποκλείουν, από μόνοι τους, παρεκβάσεις από την αρχή της ισότητας και από τις απαιτήσεις του «ευρωπαϊκού κράτους δικαίου». Η κυκλοφορία των προσώπων, για παράδειγμα, δεν υπερτερεί της κυκλοφορίας των αγαθών ή της οικονομικής ελευθερίας. Ο δυνητικός μη σεβασμός της υγείας των άλλων, όσο και να είναι ηθικά κατακριτέος, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για αποκλεισμό από υπηρεσίες υγείας. Ούτε μπορεί, στην προκείμενη περίπτωση, να μας καθησυχάσει το  ότι την τελική απόφανση για το αν υπάρχουν παρεκβάσεις ή όχι θα την έχει το ευρωπαϊκό δικαστήριο, αφού εν τω μεταξύ, δηλαδή εν μέσω πανδημίας, οι διακρίσεις, αν δεν φροντίσουμε να αποφευχθούν εξαρχής, θα έχουν ήδη προκαλέσει συνέπειες.

Υπάρχουν και δυο τουλάχιστον κρίσιμα πρακτικά ζητήματα: ο χρόνος υλοποίησης του κοινού πιστοποιητικού και ο τρόπος ελέγχου του. Η πανδημία δεν περιμένει και άρα το κοινό πιστοποιητικό, για να έχει νόημα, θα πρέπει να βγει γρήγορα -όχι όμως τόσο γρήγορα, ώστε να μην έχει προλάβει να αντιμετωπίσει σε βάθος όλα τα παραπάνω, και πιθανότατα και άλλα, προβλήματα. Και εφόσον δεν θα υπάρχει μια ευρωπαϊκή αρχή έκδοσης του πιστοποιητικού, αλλά η έκδοση θα είναι εθνική, ποιος θα ελέγχει την ορθή ενσωμάτωση των κοινών κανόνων, στοιχείων, χρήσεων κλπ -και πάλι δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε το δικαστήριο να μας το πει εκ των υστέρων.

Συμπέρασμα: μια καλή ιδέα, για να αποβεί καλή και στην πράξη, θα πρέπει να δώσει τεράστια σημασία στις λεπτομέρειες. Οι οποίες, σε ένα τέτοιο κρίσιμο και ευαίσθητο θέμα, ταυτίζονται με την ουσία.

*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής