Περί απαγορεύσεων

Μία από τις μεγαλύτερες έγνοιες των απανταχού φίλων της ελευθερίας αυτή την περίοδο είναι τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας να μη μας αφήσουν… κουσούρι – να μη δηλαδή διατηρηθούν και μετά το τέλος της κρίσης και να μη λειτουργήσουν ως αφορμή για μεγαλύτερη παρέμβαση του κράτους στις ζωές μας.

Η ανησυχία μας αυτή γίνεται μάλιστα ακόμη μεγαλύτερη αν λάβουμε υπόψη μας ότι αυτή η τάση της ολοένα και μεγαλύτερης παρεμβατικότητας «για το καλό μας» υπήρχε τα τελευταία χρόνια πολύ πριν την εμφάνιση του κορονοϊού.

Πάρτε για παράδειγμα τις πολιτικές του nanny-state – με την αφορμή αυτή να σας εξομολογηθώ ότι δεν μου αρέσει καθόλου η απόδοση του στα ελληνικά ως κράτους-γκουβερνάντας. Τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια, η προσέγγιση στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, αλλά και ευρύτερα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και των άλλων αρμόδιων φορέων, μετακινήθηκε από τον περιορισμό της βλάβης στην προληπτική απαγόρευση. Έτσι, για παράδειγμα, τσουβαλιάζονται στην ίδια κατηγορία τα τσιγάρα με τα εναλλακτικά καπνικά προϊόντα όπως το άτμισμα και ο θερμαινόμενος καπνός, παρά το γεγονός ότι αυτά σύμφωνα με τις σχετικές μελέτες προκαλούν πολύ λιγότερη ζημιά στην υγεία.

Η λογική για τους φορείς αυτούς είναι το λεγόμενο “err on the safe side”. Αν είναι δηλαδή να κάνουν λάθος στις εκτιμήσεις τους, τουλάχιστον να κάνουν εκείνο το λάθος που για εκείνους τους φορείς θα έχει τις λιγότερες συνέπειες.

Όμως το συμφέρον των φορέων αυτών δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με το συμφέρον των καταναλωτών. Κι αυτό γιατί το τσουβάλιασμα όλων αυτών των διαφορετικών προϊόντων κάνει, για να φέρω ένα παράδειγμα, δυσκολότερο σε ήδη καπνιστές να κάνουν το βήμα προς την υιοθέτηση ενός ασφαλέστερου τρόπου κατανάλωσης νικοτίνης. Για να μη μιλήσω για τις φορολογικές επιβαρύνσεις στον καπνό, πάλι για το καλό μας, που επανέφεραν μετά από πολλές δεκαετίες στη χώρα μας τα λαθραία, αμφίβολης ποιότητας και προδιαγραφών, τσιγάρα.

Προσωπικά σ’ αυτά τα ζητήματα πιστεύω πως το καλύτερο κριτήριο είναι η αρχή της βλάβης του Τζων Στούαρτ Μιλλ: «Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο το κράτος μπορεί να περιορίσει την ελευθερία ενός μέλους μιας πολιτισμένης κοινότητας ενάντια στη θέλησή του είναι για να μην προκαλέσει βλάβη σε άλλους. Δεν αποτελεί, όμως, επαρκή νομιμοποίηση ο περιορισμός της ελευθερίας του ατόμου για το δικό του καλό, σωματικό ή ηθικό». 

Κάποια στιγμή η πανδημία θα τελειώσει – μακάρι, μια ώρα αρχύτερα. Τότε λοιπόν καλό θα είναι να θυμόμαστε ότι τα απαγορευτικά μέτρα αφορούσαν τη συλλογική δράση και τη δημόσια υγεία. Οι απαγορεύσεις όμως σε προϊόντα όπως ο καπνός, το αλκοόλ, τα λιπαρά φαγητά, τα αναψυκτικά και πάει λέγοντας, όταν αφορούν ενήλικες πολίτες έχοντες σώας τας φρένας, στρέφονται εναντίον ατομικών επιλογών. Και αυτό κάνει όλη τη διαφορά.