Πάσχα στην εποχή της Πανδημίας

Πάσχα στην εποχή της Πανδημίας

Δεν θα μου γινόταν έμμονη ιδέα εάν δεν τους γινόταν έμμονη ιδέα το Πάσχα στο χωριό. Το ομώνυμο βιβλίο του Αντώνη Σουρούνη που εξάλλου με αντιπροσώπευε κιόλας, τα έτρεμα τα τσάμικα και τα βεγγαλικά, ποτέ δεν βρήκα του γούστου μου τα σουβλισμένα αρνιά, υπέφερα από τις μπαταριές, το είχα μάθει απέξω όλο το βιβλίο κι όχι μονάχα εκείνο το επίμαχο απόσπασμα, αλλά είπα να ψάξω και τους ανθρώπους που μοχθούσαν και θα το αποδείκνυαν εμπράκτως, για να σας ευχηθούμε μαζί.

Τι λέει το απόσπασμα;

«Τρεις φίλοι - δυο άντρες και μια γυναίκα - διασχίζουν μ’ ένα μεθυσμένο ντεσεβό τη μισή Ελλάδα για να κάνουν «Πάσχα στο χωριό», τέτοιο που βλέπανε στις ζωγραφιές των βιβλίων όταν ήταν παιδιά. Τίποτα όμως απ’ αυτά δεν υπάρχει. Ούτε οικογένειες να τρώνε ευτυχισμένες στο γρασίδι, ούτε αρνάκια να τρώνε το γρασίδι, ούτε και τσολιάδες να χοροπηδάνε γύρω τους. Υπάρχει όμως Ανάσταση. Άσχετα αν δε χτυπούν καμπάνες, δεν πέφτουν τουφεκιές και δε σκάνε πυροτεχνήματα στον ουρανό. Μια ανάσταση που δε φαίνεται, δεν ακούγεται και κανείς από τους τρεις τους δε μιλάει γι’ αυτή.
«... Πάσχα στο χωριό δε σημαίνει αναγκαστικά άσπρες λαμπάδες, κόκκινα αβγά και σουβλιστό αρνί την εποχή που βγαίνουν οι παπαρούνες. Ούτε και σταυρωτά φιλιά. Παπαρούνες μπορούν ν' ανθίσουν και τον Γενάρη, φτάνει να το θες. Ο καθένας μπορεί ν' αναστηθεί, όπου θέλει κι όποτε θέλει. Θα το καταλάβει όταν ασπαστεί τον εαυτό του. Κι επειδή μόνοι μας ερχόμαστε στον κόσμο και μόνοι μας φεύγουμε, ε, πρέπει, αν θέλουμε ν' αναστηθούμε, να είμαστε κι εκεί μόνοι, ολομόναχοι. Για να μην υπάρχουν μάρτυρες και να μην το πιστεύει κανείς. Έτσι ώστε να είμαστε συνεχώς αναγκασμένοι να πράττουμε για να μας πιστέψουν οι άλλοι κι όχι συνεχώς να μιλάμε».

Αυτά έγραφε, αυτά πίστευε κι αυτά έπραττε ο Αντώνης Σουρούνης μια ζωή.

Ο πρώτος που μου ήρθε στο νου είναι ο εξαιρετικός ποιητής Γιάννης Αντιόχου, όχι μονάχα επειδή είναι καλός ποιητής αλλά επειδή είναι και εντατικολόγος και εδώ και πάνω από ένα χρόνο στις εντατικές έχει φάει τον θάνατο με το κουτάλι πολεμώντας με τον ιό στην πρώτη γραμμή.

Η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου που τόλμησε πολλές φορές με τα γραφτά της και πέρασε τα σύνορα του επέκεινα, πληρώνοντας το, στα βιβλία της μιλά για το άρρητο και το άφατο της ζωής και

Η Μάρω Βαμβουνάκη, ένθεη που το ομολογεί, με σθένος, γενναιότητα, και τώρα, εδώ θα μας το ξαναπεί.

Ας τους διαβάσουμε λοιπόν, για να διαπιστώσουμε ότι υπάρχει Ανάσταση και μέσα στην Πανδημία γιατί η Ανάσταση αν έρθει μέσα μας θα ‘ρθει.

Γιάννης Αντιόχου

Όταν __τι πο τα__ δεν μου φτάνει, φτιάχνω σπίτια ποιήματα και τα κατοικώ ωσότου να ρημάξουν. Η Ελένη Γκίκα μου ζήτησε μια Ανάσταση. Ψάχνοντας συνάντησα αυτό το συνθετικό ποίημα που γράφτηκε: Μεγάλο Σάββατο του 1988, δηλαδή 33 χρόνια πριν. Ρήμαξε στο συρτάρι μου.

Ι

Θητεία της νύχτας

Δεν είχε σώμα η Αγάπη μου,

φύλλα απ’ ασφοδίλια ντύνονταν

π’ ανάμεσο τους η αστραπή ανέβαινε

κι έστεκε στήθος αόρατο
 

Θητεία της νύχτας συλλάβιζε

σκούρο τ’ αστέρι ολόγυμνο

κι αν έμενε γυμνή

συνάζονταν τ’ αγάλματα

και θαύμαζαν

και δάκρυζαν την τόση ομορφιά.
 

Τι και πώς να μην είναι ψιχάλισμα

που γλίστραε σαν αγιασμός

στα κόκκινα της μάτια
 

Ζούσε ακόμα σκούρο τ’ αστέρι ολόγυμνο

αλλοιωμένος ένας θρήνος

να γίνει η τελειότητα εντόσθιο

ουρλιάζοντας:

Πάρε με μέσα σου και φύτεψε με…
 

Α, το λαρυγγόφωνο σπάζοντας

ακούσθει η φωνή της:

- Πιότερους ήλιους να παραβγούν τη λάμψη μου
 

Ικέτευα να μην μπορώ

όλα τούτα ολόισα με διόραση πάφλαζαν

και η ικανοποίηση του Αχ, σ’ αγαπώ αγάπη μου

συνοδευμένη από ευθύαυλους και έφηβους οργανοπαίχτες
 

Μέσα στα βυθισμένα υφάσματα κατέβαινα

κατέβαινα ως τις κλωστές

στα νήματα την έψαχνα
 

Της νύχτας ο αφρός

(και όχι της θάλασσας)

που στέκεται πυρρός γύρω απ’ τις πόλεις

τρώγοντας τα χείλια

τα στήθια

ορμούσε την άπιαστη αγάπη μου ν’ αλώσει
 

Εγώ, πιανόμουν στ’ αφαλού της τ’ ασφοδίλι

προσέχοντας τη ρίζα του

κι ένα κερί χλόμιαζε τη σκιά μου

Φοβόμουν…

κι όλα τίποτα

τίποτα αληθινό

την ώρα που έτρεμε η ελπίδα

πιο πέρα κι απ’ του μυαλού

τη στερεότητα
 

Ζούσε ακόμα σκούρο τ’ αστέρι ολόγυμνο

ν’ απολυθεί ο Θάνατος Ιππότης

- εννιά αιώνες πάνε -

που τον αντίκρισε θλιμμένη

ηγέτη σταυροφόρο

Άλλο δεν ήταν η Αγάπη μου…

μελαψές ευχές σκαρφαλωμένες

κατάμονες πριν γίνει φως.

ΙΙ

Όλα της νύχτας θαύματα

και παρελθούσης δόξης τα ερείπια

ανάσκελα ζεσταίνονται βουνά

αίματα στάζοντας
 

Πάτερ ημών

σβήνω τον ίσκιο μου μ’ ανασασμούς

κι όσο να φθάσω εν τοις ουρανοίς

υφάδι το σύννεφο να πλησιάζει ελάφι
 

Με τα νερά τα δάκρυα

κι όλα κρυφά μιλητικά του σύμβολου αλφάβητου

Μελχισεδέκ

Γαβριέλ

Μιχαέλ

των φωνηέντων μου ανάδρομα ελέησον

να ιστορούν τους όρκους μου
 

Υπνολαλία λάμποντας το γυάλινο αγιασθήτω

ξεθυμασμένο ψίχουλο της σάρκας
 

Sanctus, Sanctus, Sanctus

Άγιος ο Κύριος, ο Θεός
 

Κι άξαφνα

σαν του φιδιού η ιυγή ακούεται

σφύριγμα στο διηνεκές

πέφτουν τα πόδια μου ροδόφυλλα

στο ιχνογράφημα της σταύρωσης.
 

III
 

Όλο το πρωινό προσμέναμε

- καρτέρι υπνωτισμένο

με μαστίχες και Παρθένες στα στόματα μας - 

προσμέναμε να σώσουνε

και να ’ρθουνε του μισοφέγγαρου τ’ αποκαΐδια

να πέσουνε οι αστερισμοί όλοι

δαντέλες του νησιού
 

Και τότε

ο ήλιος θέρμη

που άνθισε ηλίανθος

κι εφάνη ο ύπνος

πλεούμενο φλεγόμενο ιστίο

το αίμα να ξεραίνει

κι έγινε βράδυ

γιομάτο μνήσθητι

σώματα βύσσινα
 

Στο λαιμό μας

έτρεμε περασμένο το φυλαχτό της γης

και τα μοβ μας σανδάλια

- κοίταξα προσεκτικά -

χόρευαν δερβίσικα

γύρω από λευκή φωτιά
 

Καίγονταν τα χέρια μου

Μεγάλο Σάββατο

κι η ανάπνοια μου μύριζε ηφαίστειο
 

Ύστερα

νέρωσαν τα μάτια μου απ’ την αιθάλη

κι άλλο τίποτα δε διέκρινα.

Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου

Φέτος το Πάσχα

Φέτος το Πάσχα ο Χριστός θα αναστηθεί

μέσα σε απέραντα νοσοκομεία με τον θάνατο να κρέμεται

από τους λυγισμένους τοίχους

Ο Χριστός θα αναστηθεί μέσα σε καρδιές που ράγισαν

και μ' αγωνία ψάχνουν τον χτύπο της οικουμένης

να ενωθούν να στηριχτούν να συμμετέχουν σαν χέρι απλωμένο

εκεί όπου ηρωικοί νοσηλευτές και πρόσωπα χαμένα

πίσω από μάσκες οξυγόνου περιμένουν το θαύμα

Φέτος θ' ανθίσει αλλιώς η Άνοιξη – πάνω

σε γη όπου χλωροί ακούγονται οι στεναγμοί των πεθαμένων

Γιατί ο δράκων ο αρχέγονος ο γενειοφόρος

που οι χιλιετίες τον σμίκρυναν και αόρατος

τρέχει τους χίλιους δρόμους του να σπείρει τον θάνατο

και τα σπλάχνα της Γης σκοτείνιασαν

και οι αστέρες πέφτουν τις νύχτες πάνω στο οδυρόμενο χώμα

σαν όλυνθοι της Αποκάλυψης

μ' έναν κόμπο αίμα καταμεσής στη λάμψη τους

Και η σελήνη και τα δέντρα και τα άνθη του αγρού αίμα

και τα τρομαγμένα μάτια των πλασμάτων αίμα

Και οι χίλιοι δρόμοι σηκώνονται όρθιοι

να δούνε την αναρχία της Κτίσης

Και η φωνή από τα βάθη των ανοιχτών ουρανών

Φέτος η Ανάσταση θα γίνει με τα πουλιά μόνο με τα λουλούδια

με το αίμα των άστρων και του φεγγαριού

που έπεσε στη γη

Και η Κτίσις όλη θα χαιρετήσει το Αναστάσιμο Φως

το Άκτιστο και το Αχειροποίητο

για να φέρει ξανά την “αφανή αρμονίη”

ξανά να φέρει τον Εν Αρχή Ιερό Λόγο

ως ευταξία και λύτρωση.

Απρίλιος, 2021

Μάρω Βαμβουνάκη

Μα δεν είναι η Ανάσταση εποχιακή! Η Ανάσταση έχει να κάνει με το βυθό της ύπαρξης εκεί που οι εξωτερικές συνθήκες δεν μπορούν να κατέβουν. Εξάλλου πρόκειται για αντίδοτο θανάτου και οι σκληροί, ακόμα και θανάσιμοι καιροί, της ταιριάζουν περισσότερο.

Όλη τούτη η κουβέντα, οι θυμωμένες φωνές για την ώρα και τον τόπο του Επιτάφιου, της Ανάστασης, δεν είναι μονάχα ανόητες, αλλά φανερώνουν ένα είδος τυπολατρίας που αγγίζει το σύνορο της ειδωλολατρίας.

Αντί να υπομονεύουμε μέσα στη δοκιμασία που ζούμε - κατά πολύ ελαφρότερη από άλλες δοκιμασίες που έζησε η ανθρωπότητα - αντί να χαιρόμαστε που πλησιάζει το Μέγα Σάββατο, με το παραμικρό χαλάμε τον κόσμο και ψάχνουμε ευκαιρία για μια ακόμα έκρηξη θυμού. Κάποιος συνεχώς μας φταίει που ζούμε άβολες μέρες, το καταλαβαίνει αυτό κανείς μια και αφορά στη μικροψυχία μας, στη μίζερη καθημερινότητά μας. Αλλά και να γκρινιάζουμε, να οργιζόμαστε, να παζαρεύουμε την Ανάσταση που είναι το πρόσωπο του Ιησού στη δόξα του ύστερα από το αιμόφυρτο μαρτύριο του Γολγοθά του, ξεπερνάει κάθε κατανόηση.

Θέλει κότσια ψυχής για να ανάβει κάποιος λευκή αναστάσιμη λαμπάδα, δεν είναι εύκολη, φλύαρη και απλοϊκή υπόθεση η πίστη στον Χριστό.