Όταν η ΕΚΤ «επιδοτεί» τον κρατικό δανεισμό

Όταν η ΕΚΤ «επιδοτεί» τον κρατικό δανεισμό

Του Γιώργου Μπιλλίνη*

Με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, ολόκληρη σχεδόν η Ευρώπη κινείται σήμερα σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων. Τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για το σύνολο της Ευρωζώνης, όσο και οι κεντρικές τράπεζες Σουηδίας, Δανίας και Ελβετίας για λογαριασμό των χωρών τους έχουν ξεκινήσει να εφαρμόζουν πολιτικές αρνητικών επιτοκίων.                                    (PHOTO BY ECB/ROBERT METSCH)

Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements/BIS) μας πληροφόρησε ότι κρατικά ομόλογα, δηλαδή δημόσια χρέη, ύψους άνω των 6,5 τρισ. δολαρίων διαπραγματεύονται πλέον με αρνητικές αποδόσεις. Οι επενδυτές πληρώνουν πλέον ασφάλιστρο, αντί να λαμβάνουν αποδόσεις για τις επενδύσεις τους.

Σε πρώτη ανάγνωση υποτίθεται ότι οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν το όπλο των μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων για να καταπολεμήσουν την ύφεση και τον αποπληθωρισμό, να αποτρέψουν τη «στασιμότητα» των κεφαλαίων και να διευκολύνουν τον δανεισμό, τη ρευστότητα και την κατανάλωση. Ο βασικός στόχος σε συνδυασμό με την πολιτική των ποσοτικών χαλαρώσεων είναι η «διοχέτευση» στην οικονομία λελογισμένου ελεγχόμενου πληθωρισμού πέριξ του 2%. Με τον τρόπο αυτό η κεντρική τράπεζα πιστεύει ότι απομακρύνει το φάντασμα του αποπληθωρισμού και συμβάλλει στην αύξηση, έστω αναιμική, των ΑΕΠ των χωρών της Ευρωζώνης.

Τι σημαίνει όμως περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων; Η ΕΚΤ μείωσε –στο 0,40%– το επιτόκιο για τα κεφάλαια που καταθέτουν overnight σε αυτήν οι τράπεζες της Ευρωζώνης. Επιχειρεί δηλαδή να αποθαρρύνει τις τράπεζες να της καταθέτουν τα διαθέσιμα τους. Αντιθέτως τις ωθεί να αλληλοδανείζονται στη διατραπεζική και να αυξάνουν τις χορηγήσεις τους. Το ελάχιστο κόστος χρήματος βοηθάει τις επιχειρήσεις να επενδύουν και να παράγουν με χαμηλό κόστος αποπληρωμής, ενισχύει τη διάθεση των νοικοκυριών για κατανάλωση, επομένως τονώνει τη ζήτηση.

Η ΕΚΤ ακολουθεί δηλαδή την κλασική κεϋνσιανή προσέγγιση. Να πέφτει χρήμα στην αγορά, να ενισχύεται η ζήτηση, να κινείται η οικονομία, να ανεβαίνει το ΑΕΠ.

Τι συμβαίνει όμως στην πράξη;

Οι επιχειρήσεις δεν έχουν ιδιαίτερη διάθεση να δανειστούν για να επενδύσουν στην αύξηση της παραγωγικής τους ικανότητας. Επειδή δεν αυξάνει η πίτα των δυνητικών πελατών τους. Οι πολίτες και τα νοικοκυριά είναι «κουμπωμένοι», ανασφαλείς, φοβούνται το άγνωστο αύριο, προτιμούν να αποταμιεύουν. Αναζητούν φθηνή ρευστότητα προκειμένου να εκπληρώνουν τις ήδη υψηλές δανειακές και φορολογικές υποχρεώσεις τους και εμφανίζονται απρόθυμες να επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους.

Επίσης η συσσώρευση χρέους από τον ως τώρα υπερδανεισμό έχει καταστήσει μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων αναξιόχρεες και αφερέγγυες - ανυπόληπτες. Το φαινόμενο είναι ιδιαιτέρως έντονο στη χώρα μας, αλλά και στις άλλες οικονομίες του νότου. Ακόμη κι αν υπάρξουν κεφάλαια διαθέσιμα για χορηγήσεις, πόσοι και ποιοι είναι εκείνοι που πληρούν τους όρους δανειοδότησης με αμιγώς τραπεζικά κριτήρια;

Ο κ. Draghi έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι τα μέσα που διαθέτει η κεντρική τράπεζα είναι περιορισμένα και η αποστολή της συγκεκριμένη σύμφωνα με το καταστατικό της (φωτ.). Δεν σκοπεύει, έλεγε, να υποκαταστήσει τους πολιτικούς νομισματοποιώντας την οικονομία, αφού η ΕΚΤ είναι αδύνατον να κάνει τη δική τους δουλειά, δηλαδή τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Στην πράξη όμως πράττει ακριβώς αυτό. Με την πολιτική του διευκολύνει τον κρατικό δανεισμό και συνακόλουθα τις ηγεσίες των χωρών της Ευρωζώνης να παραμείνουν άπρακτες και να αποφύγουν το πικρό ποτήρι του πολιτικού κόστους.

Ποια είναι τα κίνητρα μιας ευρωζωνικής κυβέρνησης σήμερα να προχωρήσει στις αναγκαιούσες αλλαγές στην οικονομία της, όταν μπορεί πανεύκολα να δανείζεται με αρνητικά ή μηδενικά (είτε έστω με πολύ χαμηλά) επιτόκια, ανάλογα με την πιστοληπτική της αξιολόγηση; Και να αναχρηματοδοτεί εύκολα το υψηλό της χρέος χωρίς να είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει εκδοχές επώδυνες, όπως η περικοπή δημοσίων δαπανών, η μείωση των κρατικών δομών, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Σε περιβάλλον μάλιστα ελεγχόμενου πληθωρισμού, πληθωρίζεται και το δημόσιο χρέος και καθίσταται ολοένα μειούμενο ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Με άλλα λόγια, ο κρατικός δανεισμός απέκτησε μια σημαντική δυνατότητα να «καθαρίσει» μέρος του χρέους, με ένα άκομψο τρόπο που ουσιαστικά συνίσταται σε απαλλοτρίωση των αποταμιεύσεων, αφού η ΕΚΤ στην πράξη δίνει τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να δανείζονται από τη διαθέσιμη αποταμίευση σε βάρος των δανειστών τους. Ήδη κάποιοι οικονομολόγοι κάνουν λόγο για «σιωπηρή διαγραφή» κρατικού χρέους. Κάποιοι άλλοι πάλι μιλούν για «κρυφό φόρο» στην αποταμίευση.
Με την πολιτική της ΕΚΤ, την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων, τιμωρούνται οι νουνεχείς. Εκείνοι που αποταμιεύουν. Ωθούνται να καταναλώσουν τις αποταμιεύσεις τους, είτε να χάσουν χρήματα, πληρώνοντας στις τράπεζες πρόστιμο για τη φύλαξη των κεφαλαίων τους. Και επιβραβεύονται οι παντοειδείς δανειολήπτες. Τα νοικοκυριά που θέλησαν να ζήσουν καλύτερα από όσο τους επέτρεπε η οικονομική τους δυνατότητα, δανειζόμενα από το μέλλον. Οι επιχειρήσεις που βρήκαν φθηνό χρήμα και δανείστηκαν για να αυξήσουν καταναλωτικές και λειτουργικές δαπάνες, είτε για να προχωρήσουν σε εξαγορές ανταγωνιστών σε δυσθεώρητα ύψη αποτιμήσεων, είτε για να ενθυλακώνουν οι βασικοί μέτοχοι υψηλές απολαβές ως μέλη ΔΣ. Και βεβαίως τα κράτη και οι φαύλες κυβερνήσεις.

Αγνοώ αν για τη λήψη της απόφασης στο μυαλό των κεντρικών τραπεζιτών των 19 χωρών πρυτάνευσε η «ανάγκη διοχέτευσης» πληθωριστικών τάσεων στις ευρωπαϊκές οικονομίες για την καταπολέμηση του αποπληθωρισμού και της ύφεσης, είτε η διευκόλυνση των υπερδανεισμένων κυβερνήσεων τους. Σε κάθε περίπτωση όμως η πολιτική τους στρέφεται ευθέως εναντίον των αποταμιευτών και, σε συνδυασμό με την πληθωριστική «διευκολυντική» πολιτική, εναντίον συλλήβδην των κατόχων περιουσιακών στοιχείων.

Τα αρνητικά επιτόκια είναι ένα εργαλείο που εγκυμονεί τεράστιες παρενέργειες. Σε μια εποχή που όλοι είναι υπερδανεισμένοι (κράτη, επιχειρήσεις, νοικοκυριά), αντί η ΕΚΤ να δώσει μήνυμα απομόχλευσης, στέλνει το αντίθετο. Κινητροδοτεί τον επιπλέον δανεισμό και την κατανάλωση. Τρομπάρει τις αγορές τίτλων. Η κεντρική τράπεζα αντί να στείλει γενναίο μήνυμα προς τις κυβερνήσεις να περιορίσουν τα χρέη και τα ελλείμματα τους, «επιδοτεί» ακόμη μεγαλύτερο δανεισμό τους. Αντί να δρομολογήσει την απομόχλευση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, θέτει τις βάσεις για νέες φούσκες ιδιωτικών χρεών. Και βέβαια, αντί να αφήσει τις αγορές (ομολόγων και μετοχών) να αυτορρυθμιστούν και να ισορροπήσουν, διοχετεύει κεφάλαια που ανεβάζουν τις αποτιμήσεις δυσανάλογα με τα θεμελιώδη μεγέθη. Ουσιαστικά, αντί να κάνει σήμερα τη «δύσκολη» δουλειά, την μεταθέτει για αργότερα, όταν τα δεδομένα θα έχουν δυσμενοποιηθεί περαιτέρω.

Η σοβαρότερη ανησυχία πάντως σχετίζεται με τα «όπλα» που απομένουν πλέον στη φαρέτρα της ΕΚΤ να χρησιμοποιήσει για να αντιμετωπίσει μια πιθανή μείζονα κρίση, μεγαλύτερη εκείνης του 2008. Με αρνητικά τα βασικά επιτόκια και με τύπωμα ενός τρισ. ευρώ τον χρόνο η αίσθηση μου είναι ότι η ΕΚΤ μάλλον εξάντλησε το οπλοστάσιο της.

Το μέλλον δεν προοιωνίζεται ευοίωνο.

* Ο κ. Γιώργος Μπιλλίνης είναι επιχειρηματίας και μέλος του ΔΣ του ΚΕΦιΜ.