Οι τσέπες καίνε και λίγοι ενδιαφέρονται για εξηγήσεις και ερμηνείες

Και τι μας νοιάζει, που αποπληρώθηκε το δάνειο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου; Και τι μας νοιάζει, που βγαίνει η Ελλάδα από την ενισχυμένη εποπτεία; Και τι μας νοιάζει, που η πρώτη έκθεση οίκου αξιολόγησης μέσα στο 2022, αναβάθμισε την ελληνική οικονομία; Και τι μας νοιάζει που η ανεργία έπεσε στο 11,9%;

Και τι μας νοιάζει το Ταμείο Ανάκαμψης; Και τι μας νοιάζει η ψηφιοποίηση του Πιερρακάκη, οι νταντάδες της γειτονιάς, η φροντίδα των αναπήρων και οι οικογενειακοί γιατροί της Μιχαηλίδου; Τι Ραφάλ και υδροπλάνα, μου λες; Εδώ δεν μπορούμε να βγάλουμε τον μήνα!

Οι προαναφερθείσες εκφράσεις, μπορεί να φαίνονται τυχαίες. Ωστόσο, τις ίδιες ή παραπλήσιες ερωτήσεις και ενστάσεις, τις ακούμε στον καθημερινό μας διάλογο και τις διαβάζουμε σε αναρτήσεις στον ηλεκτρονικό τύπο.

Ο πληθωρισμός του Μαρτίου που βρίσκεται λίγο κάτω από το 9%, είναι αλήθεια ότι σοκάρει και μας γυρνάει 27 χρόνια πίσω. Τότε που τα επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων ήταν στο 15%. Σήμερα όμως, τα επιτόκια των καταθέσεων είναι λίγο παραπάνω από το μηδέν, οπότε το ηλεκτροσόκ των πολιτών από την ακρίβεια είναι πιο ισχυρό.

Με τα έξοδα για στέγαση συμπεριλαμβανομένων των εξόδων για ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο ή πετρέλαιο να ακολουθούν μια αυξητική πορεία σε 12μηνη βάση της τάξης του 29%, με τα έξοδα για διατροφή να είναι αυξημένα κατά 8% και για μεταφορά κατά 15%, οι προϋπολογισμοί των νοικοκυριών έχουν ήδη ανατραπεί.

Η κυβέρνηση έχοντας διαθέσει πάνω από 40 δισ. ευρώ για τη στήριξη της οικονομίας και της κοινωνίας κατά τη διάρκεια της περιόδου της πανδημίας, καλείται σήμερα και πάλι να ανταποκριθεί στην ερώτηση: «που είναι το κράτος»; Καλείται να αναζητήσει πόρους για να στηρίξει τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, που αποδεδειγμένα θα τα «βγάλουν δύσκολα».

Καλείται να στηρίξει εκ νέου κάποιες επιχειρήσεις. Και γενικότερα καλείται να προσφέρει σήμερα στους πολίτες, όλα όσα κάτω από κανονικές συνθήκες θα προσέφερε η ανάπτυξη και η διάχυση του παραγόμενου πλούτου. Το ζήτημα είναι αν υπάρχουν αντίστοιχοι δημόσιοι πόροι και αν υπάρχει η δυνατότητα να σχεδιαστούν εναλλακτικές δημοσιονομικές πολιτικές, που όμως δεν θα ανατρέψουν τον αναπτυξιακό δρόμο της οικονομίας;

Από την άλλη, η αντιπολίτευση φαίνεται ότι ανακάλυψε εκ νέου το σκιάχτρο του νεοφιλελευθερισμού και το λεφτόδενδρο. Έχει μαγικές λύσεις, παρόμοιες με αυτές της «ιστορικής και σκληρής» σύγκρουσης με τη νομενκλατούρα της Ευρώπης, του Δημοψηφίσματος kolotoumba, των IOU του Γιάννη Βαρουφάκη και της κατάληψης του Νομισματοκοπείου.

Και φυσικά η αντιπολίτευση χύνει το δηλητήριο του λαϊκισμού και της τοξικότητας, εν μέσω της αγωνίας, της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας, που κυριαρχεί όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Και ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση υπάρχουν οι πολίτες, που δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία, στο πώς και στο γιατί. Που δεν τους ενδιαφέρουν οι αιτίες της ακρίβειας, οι επιπτώσεις από τον πόλεμο και το ενεργειακό μέλλον. Τους ενδιαφέρει το σήμερα και μόνο. Η κατάσταση που βιώνουν και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.

Έτσι είναι πιο εύκολο να ακολουθήσουν το λόγο των υποσχέσεων, όσο κούφιες και αν είναι αυτές. Να ακολουθήσουν τον απαξιωτικό και καταδικαστικό λόγο για την τρέχουσα κατάσταση. Είναι πιο εύκολο να καταδικάσουν, να ρίξουν το ανάθεμα στην παρούσα κυβέρνηση και να ζητήσουν να πληρώσει αυτή για τα σπασμένα.

Για το κυβερνόν κόμμα, δεν αρκεί να εξηγήσει το ότι τα πάει καλά, σχετικά με τη λαίλαπα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει, αλλά θα πρέπει να τονίσει και το τι θα γινόταν αν στο τιμόνι της χώρας βρισκόταν ακόμα η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου.

Και να εξηγήσει ότι μια ενδεχόμενη ψήφος διαμαρτυρίας, όχι μόνο δεν θα εξαλείψει την ακρίβεια, αλλά θα επαναφέρει τη χώρα σε τροχιά πειραματισμών σαν και αυτούς που ζήσαμε από διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.

Για την αντιπολίτευση δεν αρκεί η καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά η άρθρωση ενός ρεαλιστικού σχεδίου που θα απέχει παρασάγγας από τους πειραματισμούς και τις εμμονικές ιδεοληψίες της περιόδου 2015-2019.