Οι τέσσερις παράγοντες που ευνοούν τις επενδύσεις στην Ελλάδα

Οι τέσσερις παράγοντες που ευνοούν τις επενδύσεις στην Ελλάδα

Του Κώστα Μήλα

Χαμηλότερη φορολογία για τις επιχειρήσεις σε σχέση με το παρελθόν, μείωση του ρίσκου οικονομικής πολιτικής της χώρας, όπως και του χρηματοοικονομικού κινδύνου, βελτίωση του δείκτη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, είναι τέσσερις παράγοντες που συνηγορούν στην άποψη ότι η Ελλάδα μπορεί πράγματι να μετατραπεί από φτωχή συγγενής σε πολύφερνη νύφη.

Τα πράγματα φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να παίρνουν ένα συγκεκριμένο δρόμο. Το σχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη να αναδείξει την Ελλάδα ως χώρα ευκαιρίας για επενδύσεις, συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των ξένων, μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι επανεντάσσουν την Ελλάδα στα πλάνα τους, ενώ το κλίμα θα αλλάξει περισσότερο όταν θα αρχίσουν να αποτυπώνονται στην πράξη οι πρόσφατες φορολογικές ελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις.

Τέτοιες πολιτικές, που στοχεύουν σε απελευθέρωση παραγωγικών δυνάμεων, με “όπλο” την ελάφρυνση των επιχειρήσεων από φορολογικά βάρη, κινούνται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση απ' ότι αυτές που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στη Μ. Βρετανία.

Εκεί, λόγω Brexit, και προκειμένου να αναθερμανθεί η Βρετανική οικονομία μέσω κρατικών δαπανών, o Boris Johnson συναγωνίζεται τον Jeremy Corbyn για το πως θα εξοικονομήσουν κονδύλια σε βάρος του ιδιωτικού τομέα. Κάτι που εξηγεί το γιατί ο πρώτος εξήγγειλε «πάγωμα» του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων στο 19% (αντί για της προγραμματισμένης μείωσης στο 17%), ενώ ο δεύτερος, με περισσότερο «εκδικητικό» πνεύμα, εξήγγειλε (εάν εκλεγεί βέβαια) την αύξηση του συγκεκριμένου συντελεστή φορολογίας στο...26% !

Ευτυχώς, στην Ελλάδα, μοιάζει να έχουμε απομακρυνθεί οριστικά από τέτοιες λογικές. Έχοντας απωλέσει το (περίπου) ένα τέταρτο του ελληνικού ΑΕΠ, από την χρηματοοικονομική κρίση και μετά, το οικονομικό επιτελείο προγραμματίζει μείωση του ελληνικού συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων από το 28% σήμερα στο 24% το 2020. Υπάρχει επίσης προοπτική περαιτέρω μείωσης στο 20% το 2021.

Λογικά οι παραπάνω φορολογικές ελαφρύνσεις θα τονώσουν την επενδυτική δραστηριότητα που τόσο έχει ανάγκη η χώρα μας, καθώς, το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μόλις και θα αυξηθούν από το 13,8% το 2019 στο...16,7% το 2024.

Πράγματι, οι επενδύσεις επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό θετικά από τέσσερις βασικούς παράγοντες:

1. Την μείωση της διαφοράς μεταξύ του ελληνικού συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων και του αντίστοιχου του ΟΟΣΑ. Σημειώνω ότι ο μέσος όρος συντελεστής φορολογίας στον ΟΟΣΑ βρίσκεται στο 23,52%. Είναι δηλαδή χαμηλότερος από τον ελληνικό.

2. Την μείωση του ρίσκου οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα. Πράγματι, το οικονομικό ρίσκο βαίνει μειούμενο, όπως φαίνεται και από τις εκτιμήσεις των Σ. Φουντά, Π. Καρατάση και Π. Τζίκα του Πανεπιστημίου της Μακεδονίας.

3. Την μείωση του χρηματοοικονομκού ρίσκου της χώρας μας το οποίο λαμβάνει υπόψιν τις μεταβολές σε νόμισμα και αποδόσεις των εταιρικών και κρατικών ομολόγων βάσει των εκτιμήσεων της ΕΚΤ. Το χρηματοοικονομικό ρίσκο σημειώνει, την περίοδο, αυτή σαφή αποκλιμάκωση.

4. Την βελτίωση του δείκτη «κυβερνητικής αποτελεσματικότητας». Ο συγκεκριμένος δείκτης καταγράφει την ποιότητα των παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών και τον βαθμό ανεξαρτησίας του κρατικού μηχανισμού από πολιτικές πιέσεις. Εδώ, μόλις και βρισκόμαστε στην 73η θέση μεταξύ 214 κρατών.

Από ποσοτική (οικονομετρική) άποψη, η επίδραση (το ειδικό βάρος) του δείκτη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας στις επενδύσεις είναι πολλαπλώς μεγαλύτερη σε σχέση με την επίδραση (το ειδικό βάρος) των υπόλοιπων μεταβλητών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι καλά κάνουμε και μειώνουμε την φορολογία των επιχειρήσεων. Όμως, πολύ μεγαλύτερη προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην βελτίωση του κρατικού μηχανισμού ο οποίος, ακόμα και σήμερα, ανθίσταται στις μεταρρυθμίσεις... Κάτι που πρόσφατα είδαμε και με το ατυχές παράδειγμα του επίδοξου, ετών 80 παρακαλώ, υποψηφίου διοικητή νοσοκομείου... Πρέπει, άραγε, να βρίσκεται συνεχώς πάνω από το κεφάλι όλων ο κ. Μητσοτάκης προκειμένου να αποφεύγονται τέτοιες καταστάσεις;

* Ο κ. Κώστας Μήλας, Καθηγητής και Πρόεδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Οικονομικών, Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.