Οι Έλληνες Μετανάστες: Βασίλης Χρονόπουλος (Αγγλία)

Οι Έλληνες Μετανάστες: Βασίλης Χρονόπουλος (Αγγλία)

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Συνομιλούμε με επαγγελματίες που έφυγαν από την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της Κρίσης, άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο γνωστούς. Σήμερα, έχουμε τη χαρά να απαντά στις ερωτήσεις μας ο Βασίλης Χρονόπουλος, που στα 32 του χρόνια μετεγκαταστάθηκε στο Κέιμπριτζ. Τον ευχαριστώ θερμά για όσα μάς εμπιστεύτηκε, όπως ευχαριστώ και εσάς για τις κοινοποιήσεις αυτής της συνέντευξης.

* * *

— Αγαπητέ κύριε Χρονόπουλε, πείτε μας αρχικά: τι δουλειά κάνατε στην Ελλάδα πριν αποφασίσετε να πάτε στη Αγγλία, και επί πόσα χρόνια;

Β.Χ.: Ο επαγγελματικός μου τομέας στην Ελλάδα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ήταν η ασφάλεια. Ήμουν ΕΠΟΠ στις Ειδικές Δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού για πέντε χρόνια, ένοπλος φρουρός σε πλοία μετά επί δύο χρόνια, και εντέλει σεκιούριτι για έναν χρόνο. Μετά τον στρατό, ωστόσο, η απασχόλησή μου δεν ήταν συνεχόμενη, με αρκετά κενά ενδιάμεσα για αναζήτηση εργασίας.

— Πόσο «εύκολη» ή επιβεβλημένη υπόθεση ήταν για εσάς;

Β.Χ.: Πόσο εύκολη… Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Η τελευταία μου δουλειά στην Ελλάδα ήταν αυτή του σεκιούριτι σε αποθήκη των ΕΛΤΑ. Μια δουλειά των 400 ευρώ τον μήνα. Πώς λοιπόν βρήκα αυτή τη δουλειά; Όντας άνεργος για αρκετό καιρό, απευθύνθηκα σε έναν φίλο, μήπως είχε κάτι υπόψη. Ο φίλος, λοιπόν, μου έδωσε έναν αριθμό τηλεφώνου και μου είπε, ζήτα τον Χ. Καλώντας τον αριθμό, ο γραμματέας που σήκωσε το τηλέφωνο με χαιρέτησε λέγοντας, «Πολιτικό γραφείο κ. Ψ». Όταν λοιπόν πέρασα τη συνέντευξη, με ρώτησαν: «Από πού έχετε έρθει;» και απάντησα από τον κ. Ψ, το οποίο και σημείωσαν στο βιογραφικό μου. Όχι πως δεν ήταν κάτι που σκεφτόμασταν να κάνουμε έτσι κι αλλιώς με τη σύντροφό μου, αλλά σε μια χώρα που χρειάζεσαι πολιτικό βύσμα για μια δουλειά των 400 ευρώ, τι ελπίδα να έχεις για το μέλλον;

— Πέραν της Κρίσης καθαυτήν, τι άλλα προβλήματα αντιμετωπίζατε; Δεδομένου ότι φύγατε μετά το '15, να υποθέσουμε ότι έπαιξε κάποιο ρόλο η τροπή που πήραν τα πράγματα στην Ελλάδα μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ή να υποθέσουμε πως η απόφασή σας ήταν ήδη δρομολογημένη;

Β.Χ.: Πέραν της οικονομικής δυσκολίας, αυτό που είχα πάντα σαν παράπονο ήταν το σκεπτικό τού «στην Ελλάδα αυτά δεν γίνονται». Σαν άνθρωπος που αγαπά τη χώρα του, πάντα αναρωτιόμουν γιατί πράγματα που είναι αυτονόητα αλλού, εδώ «δεν γίνονται». Φτάνοντας στην Αγγλία, ένα από τα πρώτα πράγματα που παρατήρησα ήταν ανθρώπους με κινητικά προβλήματα να κάνουν βόλτα στην πόλη μαζί με την οικογένειά τους. Η αρχική μου απορία ήταν γιατί είχε τόσο πολλούς. Μετά βέβαια κατάλαβα πως δεν ήταν περισσότεροι, απλά είχαν τη δυνατότητα να κυκλοφορήσουν — εδώ δεν θα βρεις τραπεζάκια να κλείνουν το πεζοδρόμιο ή παρκαρισμένα στις ράμπες. Αυτό που έφερε η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια ήδη δύσκολη κατάσταση για εμάς, ήταν η απόλυτη αβεβαιότητα και η αίσθηση ότι είχαμε παγιδευτεί. Ειδικά μετά την επιβολή των capital controls, παρακολουθούσαμε έντρομοι τις εξελίξεις, φοβούμενοι τα χειρότερα. Εκ των υστέρων, φαίνεται μάλλον αστείο. Εκείνη την περίοδο όμως, δεν ήμασταν καθόλου σίγουροι για το πού μπορούσε να φτάσει η ιδεοληψία τους. Συνολικά, θα έλεγα πως η επιθυμία υπήρχε πάντα, όμως η κρίση και εντέλει ο πανικός που επήλθε με τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν η τελική ώθηση.

— Μάλιστα. Οπότε κινητοποιηθήκατε και φύγατε. Χρειάστηκε κάποια προετοιμασία προηγουμένως, ή ξέρατε εκ των προτέρων πού θα πάτε και πού θα δουλέψετε;

Β.Χ.: Παρότι το σκεφτόμασταν και το προετοιμάζαμε νοητά καιρό, όταν τελικά έφυγα ήταν περισσότερο θέμα τύχης. Έχοντας φτάσει σε μια κατάσταση απελπισίας πλέον, έψαχνα για μια οποιαδήποτε σανίδα σωτηρίας. Αυτό που βρήκα ήταν μια δουλειά στην Οξφόρδη, η οποία υποσχόταν relocation. Στην πράξη, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς όπως τα περίμενα. Η εταιρία δεν μου παρείχε τη στήριξη που υποσχέθηκε, αφήνοντάς με μετέωρο. Σε αυτή τη στιγμή, είχα την τύχη να έχω φίλους στο Κέιμπριτζ που προσφέρθηκαν να με φιλοξενήσουν για κάποιο διάστημα — εφόσον ήμουν ήδη εκεί, θα ήταν κρίμα να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα. Πηγαίνοντας στο Κέιμπριτζ, τύπωσα το βιογραφικό μου σε δεκάδες αντίτυπα και ξαμολήθηκα στους δρόμους της πόλης, σε συνδυασμό βέβαια και με την αναζήτηση στο διαδίκτυο. Στο Κέιμπριτζ είδα κάτι που είχα πολύ καιρό να δω στην Ελλάδα: επιγραφές «Ηelp wanted» στις πόρτες των καταστημάτων. Εφόσον έψαχνα για μια οποιαδήποτε δουλειά, μου πήρε μία εβδομάδα όλη κι όλη για να προσληφθώ ως μπαρίστα σε ένα καφέ στον σταθμό του Κέιμπριτζ. Με τον πρώτο μου μισθό, νοίκιασα ένα δωμάτιο σε shared house, ώστε να μπορέσει να έρθει και η σύντροφός μου.

— Πώς ήταν τα πράγματα εκεί τον πρώτο καιρό; Πέραν τής δουλειάς σας, εννοώ. Και πώς εξελίχθηκε η σχέση σας με το νέο περιβάλλον από την πρώτη σας ημέρα μέχρι σήμερα;

Β.Χ.: Η μεγαλύτερη και πιο άμεση διαφορά που βίωσα είναι πως τα πράγματα εδώ… βγάζουν νόημα. Υπάρχει μια οργάνωση και μία σαφήνεια στον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα, που σε βοηθά να ξέρεις τι σου γίνεται, να προγραμματίζεις την καθημερινότητά σου. Η μοναδική φορά που χρειάστηκε να βρεθώ σε δημόσια υπηρεσία στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν για να βγάλω των αριθμό εθνικής ασφάλισης — μια διαδικασία που μου πήρε συνολικά 40 λεπτά, συμπεριλαμβανομένης της αναμονής και μιας σύντομης συνέντευξης. Ακόμη και όταν αργότερα χρειάστηκε να κάνουμε την αίτηση για την προσωρινή άδεια παραμονής (pre-settled status) ενόψει του Brexit, δεν μας πήρε περισσότερα από δέκα λεπτά, και την κάναμε… από το κινητό μας. Στην Αγγλία, ποτέ δεν αντιμετωπίστηκα σαν «μετανάστης», είτε σε προσωπικό επίπεδο, είτε σε επαγγελματικό. Ίσως είμαι και τυχερός, έχοντας καταλήξει σε μια πολυπολιτισμική πόλη όπως το Κέιμπριτζ. Ωστόσο, ποτέ δεν αισθάνθηκα πως οι επιλογές μου είναι περιορισμένες έναντι των ντόπιων. Επιχείρησα από τους πρώτους μήνες να μπω στην αστυνομία. Μπορεί να μην κατάφερα να περάσω, αλλά είχα τη δυνατότητα να δοκιμάσω, κάτι που δεν μπορεί να πει κανείς για την ΕΛΑΣ. Άλλο ένα ενδιαφέρον για την αστυνομία εδώ, είναι πως μπορείς να ενταχθείς στο σώμα μέχρι και στα 57 σου χρόνια — κι αυτό επειδή στα 60 είναι η υποχρεωτική συνταξιοδότηση, οπότε θα πρέπει να έχεις περάσει δύο χρόνια δοκιμαστικής περιόδου και έναν χρόνο υπηρεσίας. Κι αυτό δεν είναι κάτι ασυνήθιστο: η κινητικότητα και οι αλλαγές καριέρας είναι εξαιρετικά διαδεδομένες.

— Επιγραμματικά, ποιες είναι οι πέντε μείζονες διαφορές που εντοπίζετε ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Αγγλία αναφορικά με έναν επαγγελματία σαν εσάς;

Δ.Α.:. Ακόμη και σαν μπαρίστα, είχα συμβόλαιο, εκπαίδευση, οδηγίες. Καθ' όλο το διάστημα που εργάζομαι εδώ, δεν έχει χρειαστεί ποτέ να πάω στο αφεντικό μου να τον ρωτήσω, «Τι θα γίνει, ρε μάγκα, θα μας πληρώσεις αυτόν τον μήνα;» Κάτι που δεν μου είχε συμβεί ποτέ στην Ελλάδα — δουλεύοντας στο καφέ, πήρα προαγωγή. Και όχι επειδή ήμουν μπατζανάκης του αφεντικού. Όταν βέβαια προσλήφθηκα από τους βρετανικούς σιδηροδρόμους (πλέον δουλεύω ως dispatcher για την Greater Anglia, το franchise που έχει τα τρένα), η εμπειρία μου εκτοξεύθηκε σε άλλα ύψη — μία ολόκληρη εβδομάδα καλωσορίσματος στην εταιρία, παρουσίαση της επιχειρηματικής της κουλτούρας, λεπτομερής επεξήγηση των δικαιωμάτων που έχουμε σαν εργαζόμενοι, των επιλογών εξέλιξης στην ιεραρχία κλπ. κλπ. Τέλος, για πρώτη φορά, με κυνηγάνε να πάρω άδεια — δεν υπάρχει εκβιασμός για υπερωρίες, να «βάλουμε όλοι πλάτη» κ.ο.κ. Είναι αυτονόητο πως τις μέρες ξεκούρασης που δικαιούσαι, τις δικαιούσαι απόλυτα, κι όση δουλειά και αν υπάρχει, έχεις το δικαίωμα να αρνηθείς.

— Τι θα συμβουλεύατε σήμερα κάποιον Έλληνα, ανεξαρτήτως ηλικίας, που σκέφτεται το ενδεχόμενο να μετεγκατασταθεί σε μία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Β.Χ.: Ανοιχτό μυαλό, διάθεση για προσαρμογή, περιέργεια, ψάξιμο. Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες εκεί έξω που ίσως φαίνονται άπιαστες στην Ελλάδα, αλλά δεν είναι αλλού.

— Πόσο σάς λείπει η Ελλάδα; Υπάρχουν στιγμές που σας περνά από το μυαλό ότι κακώς φύγατε τελικά;

Β.Χ.: Δεν θέλω να φανώ κακός, κι ενώ όπως προείπα αγαπώ την Ελλάδα, η ελληνική καθημερινότητα δεν μου λείπει καθόλου. Τα άγχη της επιβίωσης, οι παραλογισμοί της ελληνικής πραγματικότητας, το καθημερινό τρέξιμο για εκατοντάδες ανοησίες που εδώ λύνονται αυτομάτως από το σπίτι… όχι, δεν τα έχω επιθυμήσει καθόλου. Αν υπάρχει κάτι που μου λείπει, είναι οι δικοί μου άνθρωποι που έχουν μείνει πίσω.

— Πώς βλέπετε τα πράγματα με το Brexit;

Β.Χ.: Από τη στιγμή που έχω πάρει την άδεια παραμονής, δεν έχω κάποια ιδιαίτερη ανησυχία. Όχι πως πιστεύω ότι δεν θα υπάρξουν οικονομικές συνέπειες και ότι δεν θα αντιμετωπίσουμε καμία δυσκολία, όμως μένοντας σε μία χώρα που… δεν πιστεύει στα λεφτόδεντρα, είμαι πεπεισμένος πως τελικά θα υπάρξει ανάκαμψη — όσο κι αν πάρει αυτή.

— Έχετε σκεφτεί το ενδεχόμενο να επιστρέφατε κάποια στιγμή; Και, αν ναι, υπό ποίες προϋποθέσεις;

Β.Χ.: Ως συνταξιούχοι με εξοχικό στη Χαλκιδική… Ακόμη κι αν βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος ευκαιριών και ενδιαφερόντων εδώ, που στην Ελλάδα παραμένουν για τους λίγους.

— Αγαπητέ κύριε Χρονόπουλε, σας ευχαριστώ πολύ!