Ο Μπιλ Γκέιτς στην εποχή της μετα-αλήθειας

Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι σαν τα ναρκωτικά. Η επίδρασή τους εξασθενεί με τον καιρό και μετά πρέπει να βρεθούν άλλες για να δώσουν στον χρήστη μια ψευδαίσθηση ελέγχου. Ο Μπιλ Γκέιτς αναρωτήθηκε χθες και με το δίκιο του «πραγματικά απορώ πως έγινε και κυριάρχησα στις κακόβουλες θεωρίες για την πανδημία». Το φαινόμενο, μάλιστα, του προκάλεσε τόσο μεγάλη εντύπωση που είπε ότι θέλει να ερευνήσει τι βρίσκεται πίσω από αυτές.

Όταν, όμως, «ξεφτίσει» η συνωμοσιολογία που στήθηκε ανεξήγητα πάνω στο όνομα του συνιδρυτή της Microsoft, οι επιρρεπείς στα παραμύθια θα βρουν κάποιον άλλο να δαιμονοποιήσουν στην επόμενη περίπλοκη κατάσταση που θα πρέπει να διαχειριστούν. Έτσι κι αλλιώς, κάθε καλό παραμύθι χρειάζεται κι έναν «κακό»…

Το όνομα του Μπιλ Γκέιτς βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σ’ αυτά που πρωταγωνιστούν στην «πανδημία της παραπληροφόρησης». Μια από τις δημοφιλέστερες συνωμοσιολογικές φαντασιώσεις είναι ότι ο Γκέιτς χρησιμοποιεί τα εμβόλια για να «μαρκάρει» με… μικροτσίπ τον παγκόσμιο πληθυσμό.

Η έκπληξη του Γκέιτς είναι απολύτως κατανοητή. Γιατί όλοι μας σαστίζουμε όταν συνειδητοποιούμε ότι κάτι που είναι απολύτως παράλογο για κάποιους μοιάζει αρκετά αληθινό για κάποιους άλλους. Ειδικά στην εποχή των social media.

Θεωρίες συνωμοσίας υπήρχαν πάντοτε, όμως τώρα έχει επέλθει μια αλλαγή που τις κάνει διαφορετικές και πιο επικίνδυνες. Σήμερα, έχουμε πλέον θεωρίες συνωμοσίας χωρίς τη… θεωρία. Οι υποστηρικτές τους, δηλαδή, δεν διαθέτουν ούτε ψευδο-εξηγήσεις ούτε ψευδο-στοιχεία.

Οι «θεωρίες» τους είναι ουσιαστικά γυμνοί ισχυρισμοί: «Ο κορονοϊός δεν υπάρχει», «τα εμβόλια θα μας ελέγξουν», «οι μάσκες βλάπτουν την υγεία», λένε. Δεν προσπαθούν καν να παρουσιάσουν έστω και μια «απόδειξη» της δήθεν «απάτης», δεν βασίζονται σε κανένα, έστω αληθοφανές στοιχείο. Δεν συνδέονται, δηλαδή, με τίποτα το πραγματικό, είναι απλά παραμύθι.

Πάνε οι παλιότερες εποχές που οι υποστηρικτές των θεωριών συνωμοσίας έπρεπε να μπουν στον κόπο να «βρουν» ή να «επινοήσουν» έστω κάποια ψίχουλα αποδεικτικών στοιχείων και να τα διαστρεβλώσουν ώστε να πείσουν κάποιους. Τώρα, το μόνο που χρειάζονται είναι η «τοξική» επανάληψη φράσεων όπως «Ο κόσμος λέει…», «το είδα στο ίντερνετ», «κάπου το διάβασα»…

Η «επικύρωση» των θεωριών συνωμοσίας γίνεται μέσα από την επανάληψη, τα likes και τα retweets που προσδίδουν οντότητα και εξαπλώνουν και τους πιο αδιανόητους ισχυρισμούς. Έτσι, οι θεωρίες συνωμοσίες σήμερα είναι ακόμα πιο τοξικές γιατί απονομιμοποιούν τη γνώση.

Η τακτική της μετα-αλήθειας, άλλωστε, είναι ακριβώς αυτή. Η αλήθεια δεν χειραγωγείται ή αμφισβητείται απλώς. Απαλείφεται πλήρως εν τέλει. Αυτή, εξάλλου, είναι πια και η κοινή πρακτική των λαϊκιστών πολιτικών και κομμάτων που στοχεύουν στις ψήφους των συνωμοσιολόγων. Τσουβάλιασμα παραλογισμού που στοχεύει στις προκαταλήψεις και το θυμικό του ακροατηρίου. Κάτι που συχνά δεν τιμωρείται από το κοινό αλλά εκλαμβάνεται ως «αντίσταση στις ελίτ».

Το συναίσθημα που γεννάει οργή, όχι τα γεγονότα είναι που μετράνε σε τέτοιες συνωμοσιολογικές καμπάνιες. Κι εκεί ακριβώς «επενδύει» η πολιτική της μετά-αλήθειας. Ακόμα και η παραμικρή σημασία της αλήθειας να χάνεται μέσα στο κομφούζιο.

Κάπως έτσι, οι Βρετανοί, για παράδειγμα, πήραν την πολύ σοβαρή απόφαση να φύγουν από την ΕΕ βασισμένοι σε μια καμπάνια κραυγαλέας καθοδηγούμενης συνωμοσιολογίας και παραπληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένων των «γεγονότων» ότι η συμμετοχή στην Ένωση κοστίζει στην χώρα τους 350 εκατ. λίρες την εβδομάδα και ότι η Τουρκία οδεύει ολοταχώς προς ένταξη στην ΕΕ μέχρι το 2020. Ούτε το πρώτο ίσχυε, ούτε το δεύτερο συνέβη ποτέ. Ωστόσο, η Βρετανία είναι εκτός ΕΕ.