Νικολάι Καραγκουζίν: Η σαγήνη του χαμόγελου του Στάλιν

Νικολάι Καραγκουζίν: Η σαγήνη του χαμόγελου του Στάλιν

Αυτό συνέβη παλιά, πολλά χρόνια πριν τον πόλεμο, όταν θριάμβευε η σταλινική δόξα. «Στάλιν» και «ένδοξος» ήταν δύο αχώριστες λέξεις. «Στάλιν» χωρίς το «Ένδοξος»; Ήταν σα να έλεγες πως δε φοράει παντελόνι, τόσο απρεπές. 

Η διανόηση είναι αλήθεια, ακόμη τότε κάπως αμφιταλαντευόταν, προσπαθώντας να σώσει την άποψη της ως διανόηση. Ιστορική άποψη. Πληρωμένη με το αίμα των Δεκεμβριστών.

Μα τι δυστυχισμένο χωριό που ήταν; Οι πατέρες – απόγονοι του Ραντίσεφ, ακόμη και με ανομήματα, παρόλα αυτά όμως είχαν σώσει τη τιμή του. Εμείς; Γιατί θα πρέπει να είμαστε εξασφαλισμένοι, γιατί αυτό δεν συνέβαινε παλιότερα, αργότερα, όχι με κάποια άλλη γενιά, αλλά ειδικά με τη δικιά μας; Τι θα λένε για μας οι απόγονοί μας;

Τι ντροπή ! Δουλικότητα, προσκυνημένοι, «κουβαλούσα τις γαλότσες του προϊσταμένου» . . . Αχ, απαίσια λέξη! Μπορεί όμως να συγκριθεί με τα τωρινά; Αθλιότητα, αθλιότητα, ήταν πάντα και θα είναι αθλιότητα! Πως θα κοιτάξουμε στα μάτια τα παιδιά μας; Αχ, ξεδιάντροπα είναι τα μάτια μας! Αχ, προσκυνημένος! 

Μια θολή προαίσθηση της μελλοντικής σύγκρουσης γονέων και παιδιών. Η βρωμιά πλημμύρισε, η διανόηση ταράχθηκε – δημιούργησε το δικό της μέτωπο: ανέκδοτα για τον τύραννο έλεγε. 

-Άκουσε με, σύντροφε Ράντεκ, με ενημέρωσαν πως φτιάχνεις ανέκδοτα για μένα. Σταμάτα, σε παρακαλώ: αφού είμαι ένας μεγαλοφυής ηγέτης. 

-Αυτό το ανέκδοτο δεν το σκέφτηκα εγώ. 

Μια νεαρή γυναίκα ήταν κλασσική διανοούμενη, κληρονομική. Στον τοίχο του δωματίου της, ανάμεσα σε ακουαρέλες με εικόνες από το Λένινγκραντ της Οστροούμοβα – Λέμπεντεβα ήταν ωραίες φωτογραφίες δύο υποπλοιάρχων του στόλου: του Σμιτ και του πατέρα της. Ήταν και εκείνος συμμέτοχος. Η νεαρή γυναίκα ήταν καλλιτέχνις – μπαλαρίνα. Όπως και οι σύντροφοι της με τους οποίους μοιραζόταν την ίδια ιστορική μοίρα, ήταν ταπεινωμένοι από τον πνευματικό ζυγό, ντροπιασμένοι από τη διανοητική πορνεία, γι’ αυτό κι έβρισκε παρηγοριά κάνοντας μια απρεπή χειρονομία μέσα στην τσέπη της. Αξίζει να την περιφρονήσουμε γι’ αυτό; 

Υπάρχουν μέρες, όπου πάνω από τη γη πέφτουν απότομα σκιές. Σαν τη γραμμή που κάνουν οι ξυλουργοί με το σφιχτά τεντωμένο λουρί: εδώ η περιοχή του φωτός, εκεί του σκότους. Η καλλιτέχνις βρισκόταν ακόμη στην πλευρά του φωτός. 

Δεν είναι σωστό να την περιφρονούμε. 

Στα παλάτια του Κρεμλίνου ο Στάλιν συνήθιζε να δίνει πλούσιες δεξιώσεις. Πότε οι σταχανοβίτες, πότε οι ηρωικοί κατακτητές των πόλων, πότε οι τεχνίτες της συγκομιδής, πότε οι τεχνίτες της τέχνης. Σε μία από τις δεξιώσεις βρέθηκε και η μπαλαρίνα. 

Από τη Μόσχα επέστρεψε μεταμορφωμένη. Δεν μπορούσες να την αναγνωρίσεις. Αυτό που τη συγκλόνισε εκεί, θα πρέπει να ήταν πολύ σοβαρό. Νέο φως φώτιζε τη ψυχή της. Φως καθάριας ημέρες, ή κάποιο άλλο, τρομακτικό φως, δεν μπορούσες αμέσως να καταλάβεις, μα οι ανταύγειες του νέου φωτός έκαιγαν στα αδύναμα μάγουλα της και τα πάντα ήρεμα μάτια άρχισαν να μεταφέρουν αυτό το φως. 

Κανείς δε τολμούσε να μιλήσει άσχημα για τον Στάλιν. Και γινόταν αισθητή η υπεροχή της. Θαρρείς και ανακάλυψε μια νέα πίστη, και μυστικά, δίχως οι αδαείς να το αντιλαμβάνονται, της αποκαλυπτόταν. Ωχ, πόσο περιφρονούσε αυτή τους αδαείς! 

-Γιατί μιλάτε έτσι, για κάτι που ποτέ σας δεν είδατε; Ενώ εγώ τον είδα έτσι όπως βλέπω τώρα εσάς. 

-Και τι μ’ αυτό, αγαπητή Γιεκατερίνα Ντμίτριεβνα; 

-Ορίστε λοιπόν! Αν τον γνωρίζατε από τόσο κοντά … Δεν ξέρετε, μη μιλάτε!

-Μα τι να ξέρω, Κάτια; Δεν είναι το ίδιο άλλωστε: τι από κοντά, τι από μακριά;  Βλέπεις δεν είναι μνημείο, μα πολιτικός. 

-Πολλά δεν καταλαβαίνετε στην πολιτική! Μιλήσατε ποτέ με τον Στάλιν; Εγώ μίλησα! 

-Μίλησες με τον Στάλιν; 

-Ναι, μίλησα, όπως μιλάω τώρα μαζί σας! – Και η καλλιτέχνις με άφατη περιφρόνηση κοίταξε τους συνομιλητές της και, θα νόμιζε κανείς, μετρούσε το έρεβος που τη χώριζε από αυτούς, τους μηδαμινούς, από την λαμπερή εκείνη κορυφή, την οποία είχε την ευτυχία να πλησιάσει. 

Και για ποιο πράγμα μιλήσατε μαζί του, Γιεκατερίνα Ντμίτριεβνα; 

Αχ, μπορώ, άραγε, να το μεταφέρω με λέξεις; Είναι απλά ένα θαύμα.

Ωστόσο, Κάτιενκα, γιατί αδυνατείς να μας το μεταφέρεις με λέξεις; - λέξεις; Είναι ακατανόητο. 

-Μα περί αυτού πρόκειται, ότι είναι ακατανόητο. Θα πρέπει να δει, να νιώσετε, να ακούσετε τη χροιά της φωνής του . . .Όχι, δεν μπορείτε καν να το φανταστείτε. Είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος! Και τόσο εγκάρδιος! Απλά πατέρας του λαού του – πατέρας! 

Ακούστηκαν πολλά αχ και ωχ, αισθήματα τρυφερότητας, ευγνωμοσύνης, που πλημμύριζαν την καρδιά της γυναίκας, υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, μα λίγα πράγματα έγιναν κατανοητά: το περιεχόμενο της συζήτησης, η οποία προκάλεσε τόσο μεγάλη αλλαγή στην ψυχή της μπαλαρίνας, παρέμεινε άγνωστο. 

Και μόνο όταν το πάθος, που έκαιγε σα φωτιά τη γυναίκα, υποχώρησε λίγο και η μπαλαρίνα απέκτησε ξανά την ικανότητα έλλογης ομιλίας, ξεκαθάρισε...

Στο μέσο της δεξίωσης στο παλάτι του Κρεμλίνου, ο ηγέτης άρχισε να περιφέρεται ανάμεσα στα τραπέζια. Στεκόταν ένα λεπτό κοντά σε ορισμένους επισκέπτες, περνούσε δίπλα από κάποιους άλλους, χαμογελώντας φιλόξενα. Η καλλιτέχνις ήταν τυχερή. Εκείνος στάθηκε στο τραπέζι της. Θα πήγαινε, ίσως, παρακάτω αλλά κάποιος γρήγορα, δουλοπρεπώς, είπε το όνομα της μπαλαρίνας. Ο Στάλιν της έδωσε το χέρι και είπε: 

-Χαίρετε!

-Χαίρετε, σύντροφε Στάλιν! – είπε η γυναίκα σε πλήρη αμηχανία αισθημάτων: εδώ, δίπλα, στέκεται εκείνος, ο οποίος δημιουργεί ιστορία, εκείνος – ο μυθικός, εκείνος, για τον οποίον γράφουν τραγούδια, συνθέτουν μουσική, εκείνος – ο άγνωστος και ο διάσημος, ο μυστηριώδης,  - και μπροστά σε όλους, εκείνος που εμπνέει τρόμο και αγάπη, σεβασμό και μίσος, εκείνος, για τον οποίο διάβαζε στα βιβλία και καθημερινά άκουγε στο ραδιόφωνο, εκείνος – εκείνος, για τον οποίο αυτή έλεγε ανέκδοτα. 

-Χαίρετε Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς! – τον χαιρέτησε ξανά, χωρίς να αφήνει το χέρι του. 

Ο Στάλιν αναγκάστηκε να κάνει κάποια προσπάθεια. Απελευθερώνοντας το χέρι του, έριξε μια ματιά στη φιγούρα τα μπαλαρίνας, κάτι σκέφτηκε και είπε: 

-Γιατί είστε τόσο αδύνατη; 

Δε ξέρω, - απάντησε ψιθυρίζοντας αμήχανα, ταραγμένα και με αγάπη η γυναίκα. 

Αϊ, αϊ, δεν είναι καλό αυτό! – είπε ο Στάλιν κουνώντας το κεφάλι του. – Θα πρέπει να τρώτε περισσότερο, - είπε συμπεραίνοντας ο μεγάλος ηγέτης και πήγε να δει άλλους επισκέπτες του. 

Αυτό ήταν όλο. Όλη η συζήτηση. Μα ήταν αρκετή, ώστε ο άνθρωπος να διαβεί τη γραμμή, που απότομα χώρισε τη γη η τεντωμένη λωρίδα του ξυλουργού. 

Η μεγάλη σαγήνη της ισχύος. 

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης