Τα μέτρα δεν βάζουν σε κίνδυνο την δημοσιονομική ισορροπία   

Τα μέτρα δεν βάζουν σε κίνδυνο την δημοσιονομική ισορροπία  

Oι εξαγγελίες του πρωθυπουργού από τη ΔΕΘ δεν βάζουν σε κίνδυνο την δημοσιονομική ισορροπία και αυτό είναι σημαντικό, δηλώνει στο liberal.gr o καθηγητής Μιχάλης Γκλεζάκος, σημειώνοντας μάλιστα ότι αν η χώρα επιτύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και μειωθεί και το πρωτογενές πλεόνασμα θα δοθεί η δυνατότητα και νέων ελαφρύνσεων που μπορούν να ξεράσουν τα 6 δισ. ευρώ.

Σχολιάζοντας την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη από το βήμα της ΔΕΘ ο Καθηγητής ο καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς σημειώνει ότι υπήρξε τεχνοκρατική δομή μέσα από την οποία επισημάνθηκαν τα προβλήματα όπως η γραφειοκρατία, το έλλειμμα επενδύσεων, το δημογραφικό, οι εργασιακές σχέσεις κλπ και εν συνεχεία αναφέρθηκαν και οι λύσει που «είναι πολύ σημαντικές αν τις δούμε υπό το πρίσμα των ισχνών πόρων που μπορούμε να διαθέσουμε σήμερα»

«Η έμφαση στην ανάπτυξη, με τη μείωση του φόρου κερδών των επιχειρήσεων, του φόρου μερισμάτων και με τις υπεραποσβέσεις. Επίσης, η μείωση του φόρου φυσικών προσώπων, πέρα από τον κοινωνικό της χαρακτήρα, θα αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα και μέσω αυτού, τη ζήτηση. Ακόμη, αναπτυξιακό χαρακτήρα έχουν οι φοροαπαλλαγές στα ακίνητα και οι ενισχύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση τους» υπογραμμίζει σημειώνοντας πως «προς την ίδια κατεύθυνση θα βοηθήσει ο ψηφιακός μετασχηματισμός, που θα μειώσει τη γραφειοκρατία».

Επισημαίνει δε ότι και τα μέτρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος «είναι πολύ καλά για αρχή, αλλά όσο ο δημοσιονομικός χώρος θα διευρύνεται πρέπει να διευρυνθούν και αυτά» ενώ για τις εργασιακές σχέσεις τονίζει πως «η καθιέρωση λευκού μητρώου επιχειρήσεων θα βοηθήσει στη μείωση της μαύρης εργασίας».

Ο κ. Γκλεζάκος διευκρινίζει πάντως ότι οι μειώσεις φόρων και εισφορών δεν αρκούν. Πρέπει όπως λέει να γίνουν και βήματα προόδους σε τομείς όπως το Κράτος η Παιδεία και η δικαιοσύνη.

Τέλος χαρακτηρίζει ρεαλιστικό το στόχο μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων αφού όλοι γνωρίζουν πως «η δέσμευση μας για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2022, δυσκολεύει την προσπάθεια μας για προσέλκυση επενδύσεων και περιορίζει την αναπτυξιακή μας δυναμική» και θεωρεί ως σημαντική την παρέμβαση της Κριστίν Λαγκάρντ. Και καταλήγει λέγοντας πως οι αγορές είναι σύμμαχος στην προσπάθεια της νέας κυβέρνησης, όσο αυτοί συνεχίζει στους ίδιου ρυθμούς. 

Συνέντευξη στον Χρήστο Ν. Κώνστα

- Ποιες είναι οι εντυπώσεις που σας άφησε η ομιλία του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ; Πιστεύετε ότι υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για τις μειώσεις φόρων και τις παροχές που εξήγγειλε;

Αρχικά μου έκανε εντύπωση η τεχνοκρατική δομή της ομιλίας του πρωθυπουργού, που αφού επισήμανε τα προβλήματα της Χώρας και της οικονομίας ειδικότερα, ανέφερε τις αντίστοιχες λύσεις, καθώς και τους περιορισμούς κάτω από τους οποίους επελέγησαν οι λύσεις αυτές. Είναι πολύ θετικό να λειτουργεί έτσι η Κυβέρνηση και εύχομαι να συνεχίσει σε αυτό το πλαίσιο.

Νομίζω ότι επισημάνθηκαν τα σημαντικότερα προβλήματα μας, όπως η γραφειοκρατία, το έλλειμμα επενδύσεων, το δημογραφικό, οι εργασιακές σχέσεις κλπ.

Οι λύσεις που δόθηκαν, αν τις δούμε υπό το πρίσμα των ισχνών πόρων που μπορούμε να διαθέσουμε σήμερα, είναι πολύ σημαντικές. Δόθηκε μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη, με τη μείωση του φόρου κερδών των επιχειρήσεων, του φόρου μερισμάτων και με τις υπεραποσβέσεις.

Επίσης, η μείωση του φόρου φυσικών προσώπων, πέρα από τον κοινωνικό της χαρακτήρα, θα αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα και μέσω αυτού, τη ζήτηση. Ακόμη, αναπτυξιακό χαρακτήρα έχουν οι φοροαπαλλαγές στα ακίνητα και οι ενισχύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση τους. Προς την ίδια κατεύθυνση θα βοηθήσει ο ψηφιακός μετασχηματισμός, που θα μειώσει τη γραφειοκρατία.

Τα μέτρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος είναι πολύ καλά για αρχή, αλλά όσο ο δημοσιονομικός χώρος θα διευρύνεται πρέπει να διευρυνθούν και αυτά. Στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, η καθιέρωση λευκού μητρώου επιχειρήσεων θα βοηθήσει στη μείωση της μαύρης εργασίας.

- Υπάρχουν όμως τα λεφτά για να γίνουν όλα αυτά;

Είναι -νομίζω- πολύ σημαντικό το γεγονός ότι οι εξαγγελθείσες παροχές δεν βάζουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία. Αυτό είναι ένα καλό ξεκίνημα, για να κερδίσουμε χρόνο και να καταφέρουμε να φτάσουμε σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι θα δώσουν την ευχέρεια νέων ελαφρύνσεων.

Π.χ. με ρυθμό ανάπτυξης 3,5% το εθνικό εισόδημα θα αυξηθεί κατά από 7 – 7,5 δις και οι εισροές από φόρους, εισφορές κλπ κατά 3 δις ή και περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχουν περιθώρια για νέες ελαφρύνσεις. Αν μάλιστα μειωθεί παράλληλα το πρωτογενές πλεόνασμα π.χ. στο 2% (εξοικονόμηση πάνω από 3 δις), οι ελαφρύνσεις θα μπορούν να ξεπεράσουν τα 6 δις.

Σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω περιπτώσεις, ενδείκνυται να μειωθούν κι άλλο οι φόροι και εισφορές ώστε να ενθαρρυνθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα και μέσω αυτής η ανάπτυξη. Θα πρέπει όμως να τονίσουμε ότι μόνη η μείωση φόρων και εισφορών δεν αρκεί. Είναι αναγκαίο να γίνουν, ταυτόχρονα, βήματα προόδου στους τομείς που σήμερα υστερούμε απελπιστικά και τους οποίους επεσήμανε σε γενικές γραμμές ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του στη ΔΕΘ. Ο κατάλογος των προβλημάτων μας είναι μακρύς και γνωστός. Ενδεικτικά:

- Να απλοποιηθεί το Κράτος και να γίνει αποτελεσματικότερο. Προς την κατεύθυνση αυτή θα βοηθήσει η εξαγγελθείσα ψηφιοποίηση στον δημόσιο τομέα, καθώς και ο κεντρικός συντονισμός των υπουργείων (πρόγραμμα «μαζί»).

- Να απελευθερωθεί η Παιδεία από περιττούς περιορισμούς, ιδεοληψίες κλπ και να συνδεθεί με την οικονομία (η κατάργηση του ασύλου και η δυνατότητα ανάπτυξης ξενόγλωσσων προγραμμάτων που δόθηκε πρόσφατα είναι προς την κατεύθυνση αυτή)

- Να εκσυγχρονισθεί η Δικαιοσύνη ώστε να αποδίδεται χωρίς μεγάλες καθυστερήσεις

- Να απλοποιηθεί το θεσμικό πλαίσιο, ιδιαίτερα το φορολογικό

- Να μπορούν οι τράπεζες να χρηματοδοτήσουν και πάλι την οικονομία κλπ, κλπ.

Επομένως, για να έλθουν τα επιθυμητά αποτελέσματα έχουμε πολύ δρόμο ακόμη γιατί, όπως είπαμε, δεν αρκεί η δημιουργία του δημοσιονομικού χώρου και μέσω αυτού η πραγματοποίηση ελαφρύνσεων, αλλά θα πρέπει να συνδυαστούν οι ελαφρύνσεις με την ικανοποιητική αντιμετώπιση των κρίσιμων δυσλειτουργιών, όπως οι πιο πάνω ενδεικτικά αναφερόμενες.

Πάντως, η φιλοσοφία της νέας κυβέρνησης και το πρώτο δείγμα γραφής στην αντιμετώπιση των χρόνιων προβλημάτων μας, είναι μέχρι στιγμής πολύ ελπιδοφόρα και επιτρέπουν προσδοκίες για σημαντική βελτίωση της κατάστασης και δρομολόγηση της οικονομίας μας σε συνθήκες κανονικότητας.

- Πόσο ρεαλιστική και με ποιες πιθανότητες επιτυχίας θεωρείτε ότι είναι η προσπάθεια της κυβέρνησης να μειώσει τους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος; Θα βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση οι αντίστοιχες δηλώσεις Lagarde;

Όλοι λίγο-πολύ ξέρουμε ότι η δέσμευση μας για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2022, δυσκολεύει την προσπάθεια μας για προσέλκυση επενδύσεων και περιορίζει την αναπτυξιακή μας δυναμική. Είναι άλλο πράγμα όμως να το συζητάμε μεταξύ μας και άλλο να το επισημαίνει η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και αυριανή πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με το κύρος που έχει η κα Lagarde, δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα για να αρχίσουν σιγά-σιγά οι δανειστές να αναθεωρούν τις απόψεις τους.

Επίσης, οι δηλώσεις της κας Lagarde έρχονται να συμπληρώσουν ιδανικά τη στρατηγική της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, στις συναντήσεις του με τον κ. Μακρόν και την κα Μέρκελ, ο Πρωθυπουργός είχε δύο βασικές επιλογές:

(α) Να ρίξει το βάρος στη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, με μικρές πιθανότητες ανταπόκρισης.

(β) Να συζητήσει μαζί τους κρίσιμα θέματα, όπως η αυξημένη τουρκική προκλητικότητα και η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, οι προσφυγικές ροές, η προσέλκυση επενδύσεων, ο ρόλος της Χώρας μας στις εξελίξεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κλπ. Επίσης να δείξει ότι, επιτέλους, καταλάβαμε πως μας αφορά η προώθηση των μεταρρυθμίσεων, η άρση των εμποδίων για επενδύσεις, το νοικοκύρεμα και ο εκσυγχρονισμός του Ελληνικού Κράτους.

- Τελικά φαίνεται πως ο Πρωθυπουργός προτίμησε τη δεύτερη επιλογή…

Και πολύ σωστά έκανε. Έρχεται τώρα η Lagarde, να βάλλει και το θέμα της μείωσης των πλεονασμάτων, συμπληρώνοντας κατά τον καλύτερο τρόπο την επιλογή του Πρωθυπουργού.

Αν η Κυβέρνηση συνεχίσει με τους σημερινούς ρυθμούς και δεν κάνει πίσω στις διακηρυγμένες θέσεις της, οι ρυθμοί ανάπτυξης θα βελτιωθούν σημαντικά. Το οικονομικό κλίμα έχει ήδη αλλάξει προς το καλύτερο και οι προσδοκίες για μια ουσιαστική αλλαγή πορείας είναι ήδη μεγάλες. Έτσι, η αύξηση του ΑΕΠ θα φέρει έσοδα που μάλλον θα μας επιτρέψουν να «βγάλουμε» το 2019 και ίσως το 2020, ακόμη και με πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%. Επομένως, η οποιαδήποτε μείωση τους μέσα σε αυτή τη διετία, θα επιτρέψει σημαντικές ελαφρύνσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις (π.χ. μείωση τους στο 2% θα επιτρέψει μειώσεις φόρων κλπ πάνω από 3 δις), ενισχύοντας ακόμη πιο πολύ τις επενδύσεις, την ενεργό ζήτηση και τελικά την ανάπτυξη.

- Ωστόσο το κλίμα στις διεθνείς αγορές δεν είναι και πολύ δεκτικό σε τέτοιου είδους αλλαγές πάνω σε υπογεγραμμένες συμφωνίες…. Μήπως η προσπάθεια για τα πρωτογενή πλεονάσματα επηρεάσει αρνητικά την άλλη -μεγαλύτερη και σημαντικότερη- προσπάθεια για προσέλκυση επενδύσεων;

Πραγματικά, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον δείχνει ότι μας περιμένουν σημαντικές δυσκολίες. Η μεταβλητότητα της παγκόσμιας οικονομίας έχει ήδη αυξηθεί, λόγω σημαντικών εξελίξεων και ανατροπών που δημιουργούν φόβους για σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης. Ενδεικτικά προβλήματα:

- Ο «εμπορικός πόλεμος» που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και τείνει να περιορίσει το παγκόσμιο εμπόριο, οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι «αψιμαχίες» γύρω από τις νομισματικές ισοτιμίες,

- Το Brexit, η πολιτική αστάθεια στην Ιταλία, η ουσιαστική χρεοκοπία της Αργεντινής, τα προβλήματα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες κλπ

- Η διόγκωση του ιδιωτικού και δημοσίου χρέους σε παγκόσμια βάση (πάνω από 230 τρις $),

- Ο κίνδυνος διατάραξης της ισορροπίας του τραπεζικού συστήματος από αυξημένες επισφάλειες (ΕΕ, ΗΠΑ, Κίνα κλπ).

Όλα αυτά έχουν κρατήσει χαμηλά τους ρυθμούς ανάπτυξης των περισσότερων ισχυρών οικονομιών (π.χ. Καναδάς, Ιαπωνία, Αγγλία, Γαλλία, μόλις ξεπερνούν το 1% ενώ η Γερμανίας είναι γύρω στο 0,5%), ενώ η κατάσταση είναι χειρότερη για πολλές αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο από το γεγονός ότι τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά και δεν υπάρχουν περιθώρια μείωσης τους για να ενισχυθεί η ανάπτυξη. Π.χ. η ΕΚΤ δέχεται καταθέσεις με αρνητικά επιτόκια και αναχρηματοδοτεί με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, οι αποδόσεις των ομολογιών είναι μηδαμινές έως αρνητικές κλπ.

- Όσον αφορά την Ελλάδα…

Αυτό το διεθνές περιβάλλον που σας περιέγραψα, σίγουρα δεν ευνοεί τις εξαγωγές μας, ούτε βέβαια και τον τουρισμό, που αποτελεί βασικό στήριγμα της οικονομίας μας. Ακόμη χειρότερα, επηρεάζει αρνητικά τη διάθεση για ανάληψη ρίσκου και επενδύσεις που τόσο πολύ χρειαζόμαστε. Στους δύσκολους καιρούς οι επενδυτές προτιμούν ισχυρές οικονομίες για να περιορίσουν τους κινδύνους τους.

Από την άλλη όμως πλευρά, διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα (πέρα από τον τουρισμό και τη ναυτιλία) που εκτείνονται από τη γεωγραφική μας θέση και τη βιοποικιλότητα του τόπου μας, μέχρι το σημαντικό επιστημονικό μας δυναμικό που μπορεί να υποστηρίξει ένα ευρύ φάσμα σύγχρονων υπηρεσιών. Βέβαια η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων μας σε ένα εξασθενημένο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Χρειάζεται να περιορίσουμε τις αδυναμίες μας, να ολοκληρώσουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, να απλοποιήσουμε το Κράτος και γενικά να αντιμετωπίσουμε τα διαρθρωτικά προβλήματα που έχουμε κατά καιρούς τονίσει. Με τον τρόπο αυτό θα περιορίσουμε τον «κίνδυνο χώρας» και θα ενθαρρύνουμε τους επενδυτές να πραγματοποιήσουν νέες επενδύσεις και μάλιστα σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Ας μην ξεχνάμε ότι χρειαζόμαστε 60-80 δις νέων επενδύσεων μέχρι το 2022 για να ελπίζουμε σε ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 3%. Βεβαίως, η διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% περιορίζει τις δυνατότητες μας να κάνουμε το επενδυτικό περιβάλλον της Χώρας μας ακόμη πιο ελκυστικό. Δεν είναι ουτοπικό όμως να περιμένουμε κάποια κατανόηση από τους δανειστές μας στο θέμα αυτό.

-Έχετε συχνή και τακτική επαφή με ξένους επενδυτικούς οίκους. Πως αντιμετωπίζουν οι αγορές και οι διεθνείς αναλυτές την νέα ελληνική κυβέρνηση;

Η νέα κυβέρνηση, εξέπληξε ευχάριστα. Αρχικά με τη σύνθεση της, δεδομένου ότι έχει στις τάξεις της πολιτικούς από έναν αρκετά ευρύ ιδεολογικό χώρο, καθώς και αξιόλογους τεχνοκράτες. Στο μέτωπο της οικονομίας, ξεκαθάρισε από την πρώτη στιγμή ότι η προσέλκυση και υλοποίηση επενδύσεων καθώς και η ώθηση της ανάπτυξης πάνω από 3% αποτελεί μια από τις μεγάλες προτεραιότητες της. Ήδη ασχολήθηκε με την άρση των εμποδίων που κρατάνε σε αδράνεια μεγάλες επενδύσεις (όπως π.χ. του Ελληνικού) και μείωσε τη φορολογία κερδών και μερισμάτων (χωρίς να διαταράξει τη δημοσιονομική ισορροπία), διασφάλισε την επιβίωση της ΔΕΗ κλπ. Γενικά, δείχνει να έχει καταλάβει τι πρέπει να κάνει.

Η πιο πάνω εικόνα αντιμετωπίστηκε πολύ θετικά από τις αγορές: Ο δείκτης οικονομικού κλίματος αυξήθηκε, το κόστος δανεισμού μειώθηκε εντυπωσιακά (για το δεκαετές έπεσε στο 1,6% από το 4% που ήταν τον Μάιο), το Χρηματιστήριο ανέβηκε σημαντικά παρά τις διακυμάνσεις του. Αυτό το κλίμα επέτρεψε την κατάργηση και των τελευταίων περιορισμών από τα capital controls.

Οι αναλυτές αρχίζουν να βλέπουν την προοπτική εξασθένησης των «κινδύνων χώρας», κυρίως λόγω της μεγάλης μείωσης του κόστους δανεισμού σε συνδυασμό με την ευνοϊκή δομή των λήξεων του Χρέους, της προϊούσας τακτοποίησης των κόκκινων δανείων, της εξαγγελθείσας προσπάθειας για εκσυγχρονισμό του Κράτους και για αποτελεσματικότερο συντονισμό των λειτουργιών του, της εγκατάλειψης επικίνδυνων πειραματισμών όπως π.χ. η προώθηση μοντέλων … «κοινωνικής οικονομίας» κλπ. Όλα αυτά σημαίνουν ότι μπορούμε να περιμένουμε ευνοϊκότερες αξιολογήσεις και επομένως αύξηση του ενδιαφέροντος για επενδύσεις στη Χώρα μας.

Θετική είναι η αντιμετώπιση της Κυβέρνησης και από τις χώρες της Ευρωζώνης, γιατί δεν αμφισβήτησε την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις κλπ και δεν έσπευσε να ζητήσει παρεκκλίσεις από συμφωνημένες δεσμεύσεις (π.χ. για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων). Έχοντας απέναντι τους μια κυβέρνηση που δείχνει αποφασισμένη (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) να επιδιώξει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αρχίζουν να εξετάζουν το σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα θα πάψει να αποτελεί τον (πιο) αδύναμο κρίκο της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.

Αρκεί να συνεχίσει να λειτουργεί η νέα Κυβέρνηση με τη σημερινή νοοτροπία και ταχύτητα και να βάζει την ουσία πάνω από την επικοινωνία.