Μιχαήλ Ζόσενκο προς Στάλιν: Σας γράφω για να ανακουφίσω τον πόνο μου

Μιχαήλ Ζόσενκο προς Στάλιν: Σας γράφω για να ανακουφίσω τον πόνο μου

Ο Μιχαήλ Ζόσενκο (1894-1958) είναι μία ξεχωριστή περίπτωση των ρωσικών γραμμάτων του 20ου αιώνα, μα και συνάμα ένα θύμα της παράλογης και απάνθρωπης μηχανής που έστησαν οι Μπολσεβίκοι, τσακίζοντας ζωές αθώων ανθρώπων, αναιτιολόγητα και μόνο με την υποψία ότι «δεν είναι δικός τους». 

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας ο Ζόσενκο, από νωρίς πήρε το μέρος της επαναστατικής μερίδας και πολέμησε στις γραμμές του Κόκκινου στρατού. Ακολούθησε λογοτεχνική καριέρα, συμμετέχοντας σε ομάδες της ρωσικής πρωτοπορίας. Γρήγορα κατάλαβε τις χίμαιρες που κυνηγούσε στα νιάτα του και προσπάθησε να προσαρμοστεί στις συνθήκες του κόκκινου ολοκληρωτισμού, γράφοντας μικρά σατιρικά διηγήματα, επιφυλλίδες για αθώα ζητήματα και παιδικές ιστορίες. 

Κανείς όμως δεν ξέφευγε από το άγρυπνο μάτι των επαγρυπνητών του κόμματος και της λογοκρισίας κι έτσι σύντομα βρέθηκε απολογούμενος για ανομήματα και παραλείψεις στην τήρηση των κανόνων του κυρίαρχου ιδεολογικού ρεύματος της εποχής, του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. 

Μαζί με την Άννα Αχμάτοβα, βρέθηκαν στο επίκεντρο της δημόσιας διαπόμπευσης, της κοινωνικής απομόνωσης και εξοστρακισμού, μετά την περιβόητη ομιλία του Α. Α. Ζντάνοφ για τα περιοδικά του Λένινγκραντ, όπου λίγο ή πολύ, οι δύο αυτοί λογοτέχνες παρουσιάστηκαν ως παραδείγματα προς αποφυγή, ως παρίες της κοινωνίες και εχθρικά στοιχεία απέναντι στον επίγειο παράδεισο του σοσιαλισμού που οικοδομούνταν σε μία μόνο χώρα. 

Οι δύο επιστολές που έστειλε ο Μιχαήλ Ζόσενκο στον Ι. Β. Στάλιν

Πρώτη επιστολή

25 Νοεμβρίου 1943

Αγαπητέ Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς! 

Μόνο ακραίες περιστάσεις θα μου επέτρεπαν να απευθυνθώ σε Εσάς. 

Έγραψα το βιβλίο «Πριν την ανατολή του ήλιου». 

Είναι ένα αντιφασιστικό βιβλίο. Το έγραψα για να υποστηρίξω το λογικό και τα δικαιώματά του. 

Πέραν της καλλιτεχνικής περιγραφής της ζωής, στο βιβλίο περιλαμβάνεται το επιστημονικό ζήτημα των ανακλαστικών του Πάβλοφ. Η θεωρία αυτή κατά κύριο λόγο εφαρμόστηκε σε ζώα. Προφανώς, εγώ, κατάφερα να αποδείξω τη χρησιμότητα εφαρμογής της και στην ανθρώπινη ζωή. 

Ταυτόχρονα, εμφανώς εντοπίστηκαν τα χοντροειδή ιδεαλιστικά σφάλματα του Φρόιντ. Και αυτό έτι περισσότερο απέδειξε την τεράστια αλήθεια και τη σημασία της θεωρίας του Πάβλοφ, ως απλής, ακριβούς και αξιόπιστης. 

Η σύνταξη του περιοδικού «Οκτώβρης» έδωσε πολλές φορές στον ακαδημαϊκό Α.Ντ. Σπεράνκσι το βιβλίο μου προς αξιολόγηση και κατά την περίοδο συγγραφής αυτού του έργου και μετά την ολοκλήρωσή της. Ο επιστήμονας αναγνώρισε πως το βιβλίο είναι γραμμένο σύμφωνα με τα δεδομένα της σύγχρονης επιστήμης και αξίζει να τυπωθεί και προσεχθεί. 

Άρχισε η εκτύπωση του βιβλίου. Ωστόσο, χωρίς να περιμένει μέχρι τέλους, η κριτική το αντιμετώπισε αρνητικά. Έτσι, σταμάτησε η εκτύπωση. 

Νομίζω πως είναι άδικο να κρίνεται ένα έργο από το πρώτο μέρος του περιεχομένου του, γιατί σε αυτό το πρώτο μέρος δεν υπάρχει η διατύπωση του ερωτήματος. Σε αυτό απλά παρατίθεται το υλικό, προσδιορίζονται οι στόχοι και εν μέρει καθορίζεται η μέθοδος. Μόνο στο δεύτερο μέρος ξεδιπλώνεται το λογοτεχνικό και επιστημονικό τμήμα της έρευνας, καθώς επίσης και τα αντίστοιχα συμπεράσματα.

Αγαπητέ Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς

Δεν θα τολμούσα να σας ενοχλήσω αν δεν είχα την βαθιά πεποίθηση ότι το βιβλίο μου, το οποίο αποδεικνύει την ισχύ του λογικού και τον θρίαμβό του επί των κατωτέρων δυνάμεων, είναι χρήσιμο στις μέρες μας. Μπορεί, ίσως, να αποδειχτεί χρήσιμο και στη σοβιετική επιστήμη. 

Χάριν του επιστημονικού θέματος επέτρεψα στον εαυτό μου να γράψει, ίσως, πιο ειλικρινά, απ’ ό,τι συνηθίζεται. Αυτό όμως ήταν αναγκαίο για τις αποδείξεις μου. Νομίζω πως αυτή μου η ειλικρίνεια ενίσχυσε απλά τη σατιρική πλευρά, αφού το βιβλίο λοιδορεί το ψέμα, την κοινοτοπία, την ανηθικότητα. 

Τολμώ να Σας παρακαλέσω να διαβάσετε την εργασία μου, είτε να δώσετε εντολή να ελεγχθεί με μεγαλύτερη επιμέλεια και, σε κάθε περίπτωση, να ελεγχθεί συνολικά. 

Τις υποδείξεις που μπορούν να υπάρξουν επ’ αυτού, με ευγνωμοσύνη θα λάβω υπ’ όψιν μου. 

Εγκάρδια Σας εύχομαι υγεία 

Μιχαήλ Ζόσενκο 

Μόσχα, ξενοδοχείο «Μοσκβά». 


Δεύτερη επιστολή

27 Αυγούστου 1946

Αγαπητέ Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς! 

Ποτέ δεν ήμουν αντισοβιετικός. Το 1918 εθελοντής κατατάχθηκα στις γραμμές του Κόκκινου στρατού και έξι μήνες ήμουν στο μέτωπο, πολεμώντας κατά του στρατού των Λευκών. Κατάγομαι από οικογένεια ευγενών, αλλά ποτέ δεν είχα άλλη άποψη σχετικά με ποιον πρέπει να πάω, με τον λαό ή με τους γαιοκτήμονες. Ήμουν πάντα με τον λαό. Και αυτό δεν μπορεί να μου το πάρει κανείς. 

Ξεκίνησα τη λογοτεχνική μου εργασία το 1921. Άρχισα να γράφω με την ένθερμη επιθυμία να κάνω καλό στον λαό, διακωμωδώντας όλα εκείνα που έπρεπε να διακωμωδηθούν στον ανθρώπινο χαρακτήρα, όπως είχε διαμορφωθεί στον παλιό τρόπο ζωής. 

Χωρίς αμφιβολία, έκανα λάθη, διολισθαίνοντας ορισμένες φορές στην καρικατούρα, η οποία χρειαζόταν κατά τη δεκαετία του 1920 για τις σατιρικές εφημερίδες. Κι αν γίνεται λόγος για τα νεανικά μου διηγήματα, τότε θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ο χρόνος. Μέσα σε ένα τέταρτο του αιώνα άλλαξε ακόμη και η σχέση μου με τον λόγο. Εργάστηκα στο σοβιετικό περιοδικό «Μπουζοτέρ», ένα τίτλο που την εποχή εκείνη κανείς δεν θεωρούσε ούτε χυδαίο, ούτε πρόστυχο. 

Ποτέ δεν με ικανοποιούσε η δουλειά μου στο πεδίο του χιούμορ. Επεδίωκα πάντα την απεικόνιση των θετικών πλευρών της ζωής. Αυτό όμως δεν ήταν εύκολο, ήταν εξίσου δύσκολο με τον κωμικό ηθοποιό που καλείται να παίξει ρόλους ήρωα. 

Ωστόσο, βήμα-βήμα, άρχισα να αποφεύγω την σάτιρα και, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1930, έγραφα ολοένα και λιγότερα σατιρικά διηγήματα. 

Αυτό το έκανα επίσης, γιατί είδα πόσο επικίνδυνο όπλο είναι η σάτιρα. Οι εκδόσεις των Λευκοφρουρών συχνά δημοσίευαν τα διηγήματά μου, διαστρεβλώνοντάς τα πολλές φορές και αποδίδοντας σε εμένα πράγματα που δεν είχα γράψει. Επιπλέον, δεν έβαζαν την χρονολογία κατά την οποία τα έγραψα, τη στιγμή που η ζωή μας άλλαζε κατά τη διάρκεια των 25 αυτών χρόνων. 

Όλα αυτά με υποχρέωσαν να είμαι πιο προσεκτικός και, αρχίζοντας από το 1935, δεν έγραφα πια σατιρικά διηγήματα, με εξαίρεση επιφυλλίδες για εφημερίδες, πάνω σε συγκεκριμένο υλικό. 

Τα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου από τις πρώτες κιόλας ημέρες εργάστηκα σε εφημερίδες και περιοδικά. Οι αντιφασιστικές μου επιφυλλίδες συχνά μεταδίδονταν και από το ραδιόφωνο. Το σατιρικό αντιφασιστικό μου κείμενο «Κάτω από τις φλαμουριές του Βερολίνου» παίχτηκε στο Θέατρο Κωμωδίας του Λένινγκραντ τον Σεπτέμβριο του 1941. 

Στη συνέχεια μετακόμισα στην Κεντρική Ασία, όπου δεν υπήρχαν ούτε εφημερίδες, ούτε περιοδικά, και αναγκάστηκα να γράφω σενάρια για τα κινηματογραφικά στούντιο που υπήρχαν εκεί. 

Αναφορικά με το βιβλίο μου «Πριν από την ανατολή του ήλιου» (το οποίο ξεκίνησα όταν αναγκαστικά μετακινήθηκα λόγω του πολέμου) νομίζω πως το βιβλίο αυτό ήταν χρήσιμο και ωφέλιμο τον καιρό του πολέμου, γιατί αποκάλυπτε τις πηγές τις φασιστικής «φιλοσοφίας» και αναδείκνυε ένα από τα στοιχεία σε εκείνο το περίπλοκο σύνολο, το οποίο μερικές φορές ωθούσε τους ανθρώπους να απαρνηθούν τον πολιτισμό και την ύψιστη συνείδηση και λογική. 

Δεν ήμουν ο μόνος που σκεπτόταν έτσι. Δεκάδες άνθρωποι συζήτησαν το βιβλίο που είχα ξεκινήσει να γράψω. Τον Ιούνιο του 1943 κλήθηκα στην Κεντρική Επιτροπή και μου δόθηκε η εντολή να συνεχίσω τη δουλειά μου, η οποία είχε λάβει άριστες κριτικές από επιστήμονες και άλλους έγκυρους ανθρώπους. 

Οι άνθρωποι αυτοί στη συνέχεια άλλαξαν γνώμη και για τον λόγο αυτό δεν θεώρησα δυνατόν να ενισχύσω τη δειλία ή τις αμφιβολίες τους με τα δικά μου παράπονα. Κι αν τώρα σας ενημερώνω γι’ αυτό, δεν το κάνω για να διατυπώσω κάποιο παράπονο, αλλά για τη μοναδική μου επιθυμία να δείξω ποια ήταν η κατάσταση που με οδήγησε στο λάθος, το οποίο, πιθανόν, οφείλεται σε κάποια απομάκρυνσή μου από την πραγματική ζωή. 

Μετά την έντονη κριτική που διατυπώθηκε στο περιοδικό «Μπολσεβίκος» αποφάσισα να γράψω διηγήματα και παιδιά και θεατρικά έργα, πράγμα το οποίο με γοήτευε πάντα. 

Εκείνο το μικρό διήγημα «Οι περιπέτειες ενός πιθήκου» γράφτηκε στις αρχές του 1945 για το παιδικό περιοδικό «Μουρζίλκα». Σε αυτό και δημοσιεύτηκε. 

Στο περιοδικό «Ζβεζντά» δεν το έδωσα αυτό το διήγημα. Δημοσιεύτηκε χωρίς την άδειά μου. 

Φυσικά, σε ένα «χοντρό» περιοδικό δεν θα δημοσίευα αυτό το διήγημα. Ξεκομμένο από τα παιδικά και χιουμοριστικά διηγήματα, το διήγημα αυτό σε ένα μεγάλο περιοδικό αναμφίβολα θα προκαλέσει άσχημη εντύπωση, όπως και οποιοδήποτε αστείο ή καρικατούρα για παιδιά, που δημοσιεύεται ανάμεσα σε σοβαρά κείμενα. 

Ωστόσο, και σε αυτό μου το διήγημα δεν υπάρχει κανενός είδους αισώπεια γλώσσα, όπως και τίποτα διφορούμενο. Είναι μια αστεία εικόνα για παιδιά, χωρίς την παραμικρή κακή σκέψη. Και σας δίνω τον λόγο της τιμής μου γι’ αυτό. 

Αν ήθελα να απεικονίσω σατιρικά εκείνο για το οποίο με κατηγορούν, θα μπορούσα να το κάνω πολύ πιο έξυπνα. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν θα χρησιμοποιούσα έναν τόσο λανθασμένο τρόπο όπως της κεκαλυμμένης σάτιρας, μέθοδο, η οποία έχει εκμετρήσει το ζην από τον 19ο αιώνα ακόμη. 

Ανάλογα και σε άλλα μου διηγήματα, στα οποία διαφαινόταν αυτή η μέθοδος, δεν χρησιμοποίησα τον σατιρικό λόγο. Κι αν ορισμένες φορές οι άνθρωποι ήθελαν να δουν στο κείμενό μου κάποιες δήθεν αδιαφανείς απεικονίσεις, αυτό θα μπορούσε να συμβεί λόγω της σύμπτωσης, στην οποία δεν υπήρχε καμιά μοχθηρή σκέψη ή επιδίωξη. 

Δεν επιζητώ και δεν παρακαλώ καμιά βελτίωση της ζωής μου. Κι αν Σας γράφω, το κάνω με μοναδικό σκοπό να ανακουφίσω λίγο τον πόνο μου. Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να γνωρίζω ότι στα μάτια Σας είμαι ένας λογοτέχνης απατεώνας, ένας ποταπός άνθρωπος ή ένας άνθρωπος, ο οποίος εργάστηκε για το καλό των γαιοκτημόνων και των τραπεζιτών. Είναι λάθος. Σας βεβαιώ.