Μέχρι πού μπορεί να ανακάμψουν οι τράπεζες;

Του Κωνσταντίνου Βέργου *

Σε περίοδο κρίσης, οι εταιρείες και τα νοικοκυριά χρεοκοπούν, τα δάνεια δεν αποπληρώνονται και οι τράπεζες βρίσκονται στη δυσάρεστη θέση όχι μόνο να έχουν ζημίες από τους πελάτες τους, που δεν αποπληρώνουν δάνεια, αλλά και να μειώνουν το ύψος των νέων συμβάσεων για να διασφαλιστούν από περαιτέρω κινδύνους.

Οι ζημίες των τραπεζών κατά τη δύσκολη αυτή περίοδο μειώνουν ή μηδενίζουν τα κεφάλαιά τους. Ο μηδενισμός των κεφαλαίων των τραπεζών είναι, από παραγωγικής βάσης, ο,τι είναι μια έκρηξη μιας βόμβας στα θεμέλια ενός μεγάλου εργοστασίου. Εκείνο που απομένει είναι σκόνη και συντρίμμια. Τα κεφάλαια των τραπεζών είναι ό,τι είναι οι μηχανές και τα κτίρια για μια βιομηχανική εταιρεία. Χωρίς κεφάλαια, οι τράπεζες δεν μπορούν να χορηγήσουν δάνεια και να λειτουργήσουν γενικώς. Οι τράπεζες πρέπει να εκκαθαριστούν και να κλείσουν, να αποζημιωθούν με ότι απέμεινε από το ενεργητικό τους, πιστωτές, και καταθέτες, ή, στην καλύτερη, να βρουν νέα κεφάλαια. Είναι ευνόητο ότι δεν απομένει κάτι για τους μετόχους. Η αξία τους είναι πλέον μηδενική. Είναι ξεκάθαρο τι σημαίνει αυτό για τη χρηματιστηριακή τους αξία, επίσης. Τιμή ουσιαστικά μηδενική.

Γι'' αυτό, σε περίοδο κρίσης, όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ή υπόνοιες ότι μια τράπεζα θα έχει ζημιές που θα μηδενίσουν τα κεφάλαια τους, η τιμή τους πέφτει σε επίπεδα που να πλησιάζουν ακριβώς αυτό, την πραγματική αξία τους, το μηδέν! Όσες και να είναι οι «επαναγορές μετοχών», όσα χρήματα και να διοχετεύει κάποιος να αγοράζει τράπεζες, οι τιμές μοιραία θα προσεγγίσουν την πραγματική τους αξία, άμεσα ή με μικρή καθυστέρηση μερικών μηνών. Το μηδέν!

Στην Ελλάδα, την προηγούμενη περίοδο οι τραπεζικοί τίτλοι είχαν απώλειες 98,5% ως 99,7%, δηλαδή αν κάποιος είχε επενδύσει 1.000 ευρώ, αυτήν τη στιγμή έχει μείνει με 3 ως 15 ευρώ, αναλόγως του τίτλου που επέλεξε, με μέσο όρο τα 6 ΕΥΡΩ. Εύλογο είναι επομένως το ερώτημα του κατά ποσόν οι τιμές θα συνεχίσουν να πέφτουν, και μέχρι που μπορεί να ανακάμψουν.

Αν κάποιος μπορεί να προβλέψει τα χαμηλά και υψηλά επίπεδα τιμών της επόμενης περιόδου, ίσως είναι σε θέση να επενδύσει σωστότερα.

Σε ό,τι αφορά τα χαμηλά επίπεδα, η εκτίμηση μας είναι ότι, παρότι δεν είναι δυνατόν να γίνει ακριβής εκτίμηση, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τους επόμενους 6 μήνες για τους οποίους τα υπάρχοντα τραπεζικά κεφάλαια από τις πρόσφατες ανακεφαλαιοποιήσεις επαρκούν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ε.Ε., οι κίνδυνοι μεγάλης πτώσης θα έπρεπε να είναι περιορισμένοι σε σχέση με εκείνους της προηγούμενης περιόδου. Επομένως, ακόμη και αν συνεχιστεί η πτώση, αυτή θα είναι σαφώς ηπιότερη της προηγούμενης περιόδου. Αντίθετα, οι πιθανότητες ανόδου είναι σημαντικά μεγαλύτερες, καθώς η τιμή θα επηρεαστεί από το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν νέα κεφάλαια. Με βάση, μάλιστα, τα νέα δεδομένα, και με βάση την πτώση που ακολούθησε, η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών θα μπορούσε να δώσει κέρδη ως και 100% από τα χαμηλά επίπεδα που διαμορφώθηκαν πρόσφατα.

Ως απλό παράδειγμα, δίνοντας μια υποθετική μέση τιμή μετοχής τράπεζας 6, θα μπορούσε, με πολύ βαθμό γενικότητας, σαν να λέμε τα όρια κίνησης είναι σε επίπεδα μεταξύ 3 και 12 ευρώ στο επόμενο διάστημα, με περισσότερες πιθανότητες να βρίσκεται προς τα υψηλότερα επίπεδα παρά προς τα χαμηλότερα, με βάση τα ως τώρα δεδομένα. Όμως, η ακριβής τιμή, 10 ή 14 ευρώ υψηλά, είναι ανάλογα την τράπεζα, εξαρτάται από την ποιότητα στο χαρτοφυλάκιο της κάθε τράπεζας, από τον βαθμό στον οποίο η τράπεζα έκανε ανακεφαλαιοποίηση που να είναι επαρκής με βάση κινδύνους του επόμενου 12μήνου και από τον βαθμό στον οποίο θα επηρεαστεί από τη συνέχιση της κρίσης και στον βαθμό που μπορεί να ξανααντλήσει κεφάλαια αν χρειαστεί. Δηλαδή από 4 παράγοντες αστάθμητους για οποιονδήποτε πλην ειδικών τραπεζικών αναλυτών.

Αν ισχύσει το σενάριο της συνέχισης της κρίσης, τα επίπεδα που προαναφέρθηκαν σε πολλές περιπτώσεις θα είναι και τα «ιστορικά υψηλά».

Αν, αντίθετα, η ελληνική οικονομία εισέλθει σε ανάκαμψη άμεσα, κάτι που ευχόμαστε, τότε οι τράπεζες θα μπορούσαν να ανακάμψουν σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα. Βασιζόμενοι στα ιστορικά δεδομένα άλλων χωρών και τραπεζών, τα επίπεδα νέων υψηλών σε αυτήν τη, λιγότερο πιθανή, περίπτωση, όπως το βλέπουμε τώρα, είναι να βρεθούν σε νέα υψηλά επίπεδα τιμών που κατά μέσο όρο θα είναι κάτι μεταξύ 30 και 40 ευρώ, και στη συνέχεια να ισορροπήσουν σε κάτι μεταξύ 15 και 25 ευρώ, ανάλογα τις συγκυρίες και την τράπεζα. Όμως, επαναλαμβάνουμε ότι αυτό βασίζεται στην υπόθεση ότι η ελληνική οικονομία ανακάμπτει ισχυρά από 1/1/2016 και οι τράπεζες δεν θα χρειαστούν νέα κεφάλαια, ενώ οι ακριβείς τιμές και σε αυτήν την περίπτωση εξαρτώνται από τους 4 παράγοντες που αναφέραμε προηγούμενα.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.

Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.