Αν το κάναμε όπως η Γερμανία

Βρήκαμε την είδηση εντυπωσιακή: η κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας, ως μέτρο οικονομικής στήριξης των πολιτών στην ενεργειακή κρίση, κατάφερε και πέρασε κι από τα δύο σώματα του γερμανικού κοινοβουλίου, την Μπούντεσταγκ και την Μπούντεσρατ νόμο που προβλέπει την καθιέρωση μηνιαίου εισιτηρίου απεριορίστων διαδρομών αξίας 9 ευρώ. Δηλαδή, με 9 ευρώ οι Γερμανοί θα μπορούν να χρησιμοποιούν όλες τις αστικές αλλά και υπεραστικές συγκοινωνίες, κάθε είδους, για μικρές αποστάσεις μέσα σε όλη τη Γερμανία.

Μια μηνιαία κάρτα αστικών διαδρομών σε μεγάλες πόλεις, μας πληροφορεί το ρεπορτάζ της Deutsche Welle, κοστίζει περίπου από 70 έως 90 ευρώ. Με τη νέα κάρτα των 9 ευρώ, η εξοικονόμηση χρημάτων ξεπερνά τα πενήντα ευρώ. Το συνολικό κόστος ανέρχεται στα 3,7 δισ. ευρώ.

Το όφελος του μέτρου αυτού δεν περιορίζεται στην τσέπη. Η μαζική χρήση των συγκοινωνιών εξοικονομεί και την κατανάλωση Ενέργειας γενικώς ενώ οι Γερμανοί, θα χρησιμοποιούν για τις μετακινήσεις τους φιλικά προς το περιβάλλον μέσα.

Το μέτρο αυτό αποδεικνύει ότι από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης δεν μας χωρίζουν μόνο τα ποσοστά του ΑΕΠ. Η χαώδης διαφορά βρίσκεται στην κουλτούρα μας και στον πρωτογονισμό μιας κοινωνίας που έχει χτίσει τις αντιλήψεις περί ιδιοκτησίας αλλά και ό,τι πηγάζει από αυτή (κοινωνική θέση/status) γύρω από ένα αυτοκίνητο. Δεν είναι τυχαίο ότι πλήθος φιλολαϊκών πολιτικών (δηλαδή ξεδιάντροπα λαϊκίστικων) αφορούν το αυτοκίνητο. Τα πάντα μετριώνται από την πρόσβαση του Έλληνα πολίτη να αποκτήσει αυτοκίνητο και βέβαια να το κυκλοφορεί μέχρι και στο επιβαρυμένο κέντρο των ελληνικών πόλεων. 

Δεν τολμάμε μάλιστα καν να σκεφτούμε τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε η λήψη ενός ανάλογου μέτρου στην Ελλάδα! Όλοι: από τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ κι από το ΚΙΝΑΛ μέχρι μερίδα της ΝΔ θα κατηγορούσαν την κυβέρνηση ότι... εξαθλιώνει τους πολίτες αναγκάζοντάς τους να μετακινηθούν με τα ΜΜΜ λες και είναι τίποτα φτωχοί.

Γνωρίζουμε καλά τον αντίλογο: τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς στην Ελλάδα είναι ανεπαρκή. 

Προτείνουμε όμως μια διαφορετική ανάγνωση της πραγματικότητας: τα ΜΜΜ στην Ελλάδα είναι ανεπαρκή ακριβώς γιατί η μόνη αξίωση των Ελλήνων από το πολιτικό σύστημα είναι να τους δίνουν την πρόσβαση στο φτηνό αυτοκίνητο με φτηνά τραπεζικά δάνεια, επιδοτήσεις και φυσικά με το μέτρο της απόσυρσης. 

Αν το αυτοκίνητο δεν είχε τόσο κεντρική θέση στη ζωή μας, αν δεν ήταν δηλωτικό κοινωνικής θέσης, αν η μετακίνηση με αυτό δεν είχε βαφτιστεί... ανθρώπινο δικαίωμα τότε θα είχαμε την αξίωση η πολιτεία να επενδύσει στο δίκτυο των συγκοινωνιών. 

Όμως, όχι μόνο δεν έχουμε αυτή την αξίωση αλλά θεωρούμε ότι «ξεπέφτουμε» αν αναγκαστούμε να χρησιμοποιήσουμε τα ΜΜΜ.

Αυτός είναι και ο λόγος που πολύ δύσκολα θα βρούμε ανάμεσα στους 300 της Βουλής χρήστες τους. Μπορεί ποτέ κάποιος βουλευτής να χρησιμοποιεί το μετρό ή το λεωφορείο; Τα της αστυνομικής ασφάλειας που τους παραχωρούμε είναι επιεικώς αστειότητες για να τις επικαλούμαστε ως λόγο αποφυγής της χρήσης των ΜΜΜ.

Είμαστε πολύ πίσω ως κοινωνία, ας το παραδεχτούμε. Κι αυτό βέβαια συμβαίνει γιατί δεν υπάρχουν εμπνευσμένες ηγεσίες να μας οδηγήσουν μπροστά. Αντιθέτως, έχουμε ένα πολιτικό σύστημα που τα τελευταία 48 χρόνια αντί να ηγείται της κοινωνίας, την ακολουθεί πειθήνια προσπαθώντας να ικανοποιήσει και τα πιο παρανοϊκά της καπρίτσια, ευτελή τα περισσότερα.

Και όλα τα παραπάνω ισχύουν χωρίς καν να μπούμε στη διαδικασία να υπολογίσουμε το κόστος. Η Ελλάδα που το χρέος της ανέρχεται στο 200% του ΑΕΠ φέτος θα ξοδέψει σε μέτρα στήριξης για την Ενέργεια ύψους 4,336 δισ. ευρώ (2,2% του ΑΕΠ), σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας που υποβλήθηκε από το υπουργείο Οικονομικών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις αρχές Μαΐου. 

Η Γερμανία θα ξοδέψει τα 3,7 δισ. για να στηρίξει το εισιτήριο των 9 ευρώ για τρεις μήνες ενώ η μείωση του φόρου καυσίμων, μεταξύ αυτών της βενζίνης κατά 30 σεντ και του πετρελαίου ντίζελ κατά 14 σεντ αναμένεται να κοστίσει 3,15 δις ευρώ. 

«Μα, είναι η Γερμανία!». Ακριβώς αυτό είναι το θέμα. Και ο λόγος που αναφέρουμε τα νούμερα είναι για να δείξουμε πόσα πολλά ξοδεύουμε εμείς. Μόνο που τα ξοδεύουμε με τον πλέον αρχαϊκό τρόπο, ένα τρόπο συμβατό με τη νοοτροπία της Ελλάδα του '80 από την οποία δεν έχουμε μετακινηθεί στο ελάχιστο.