Και μετά, τι;

Και μετά, τι;

Του Κωνσταντίνου Μπαργιώτα*

Είναι προφανές πως η κυβέρνηση δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα της χώρας. Ούτε φαίνεται ικανή να διαχειριστεί, κατ' ελάχιστο έστω, την ασφυκτική οικονομική κρίση που η ίδια επιδείνωσε με τις καταστροφικές επιλογές της. Χαμένη κυριολεκτικά στις αντιφάσεις της ίδιας της πολιτικής της και δέσμια ιδεοληψιών και αγκυλώσεων, χωρίς όραμα και σχέδιο, οδεύει με βεβαιότητα προς το αδιέξοδο. Είναι φυσικό αυτή η διαπίστωση να δημιουργεί κινητικότητα και προσδοκίες τόσο στον ελληνικό λαό όσο και στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ποιος ή τι θα διαδεχθεί την παρούσα κυβέρνηση, με όποιο τρόπο κι αν αυτό γίνει. Το κρίσιμο ερώτημα ήταν και παραμένει το πως θα μεθοδευτεί και θα ολοκληρωθεί η πραγματικά δύσκολη πορεία εξόδου της χώρας από την κρίση. Με τον ένα ή άλλο τρόπο όλο το παραδοσιακό φιλοευρωπαϊκό πολιτικό φάσμα έχει συμμετάσχει σε κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης. Όσο κι αν οι επιδόσεις της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. κατεβάζουν τον πήχη πολύ χαμηλά, δεν μπορεί να λησμονηθεί πως οι προηγούμενοι επίσης απέτυχαν, κυρίως πολιτικά. Άλλωστε, η επικράτηση του εθνολαϊκισμού το αποδεικνύει.

Πολλοί πιστεύουν πως αρκεί η αντικατάσταση της κυβέρνησης από μια άλλη, με κορμό την ΝΔ, για να λυθεί το αδιέξοδο και να περάσουμε ορμητικά σε μια νέα εποχή. Φοβάμαι πως μια τέτοια απλοϊκή προσέγγιση προετοιμάζει απλώς το επόμενο εθνικό αδιέξοδο. Όσο κι αν η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ με τον εκσυγχρονιστικό και ανανεωτικό λόγο που εξέπεμψε, πριν τις εσωκομματικές εκλογές, δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει ανάγκη ανασύνταξης και ανανέωσης. Όπως συμβαίνει, άλλωστε, και στο χώρο του κατακερματισμένου κέντρου και της πάλαι ποτέ ισχυρής σοσιαλδημοκρατίας, ο κρατισμός και μάλιστα ως εργαλείο εφαρμογής παλαιοκομματικών πρακτικών και προσοδοθηρίας, παραμένει ισχυρός και στον πολιτικό χώρο που συνήθως ορίζουμε ως «λαϊκή δεξιά».

Ισχυρίζομαι πως η προετοιμασία μια οριστικής λύσης στα αδιέξοδα της χώρας υπερβαίνει κατά πολύ τη λογική μετωπικής αντιπαράθεσης που υπαγορεύει η επιδίωξη μιας εκλογικής νίκης. Ακόμη κι αν προσχωρήσει κανείς στη λογική πως μια τέτοια νίκη αποτελεί προϋπόθεση, η προετοιμασία μιας ευρύτερης συμφωνίας όλων των δυνάμεων του φιλοευρωπαϊκού τόξου υπέρ των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων είναι η αναγκαία βάση πάνω στην οποία θα στηριχθεί η προσπάθεια ανασυγκρότησης του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού της χώρας. Δεν αναφέρομαι σε επιδιώξεις που εξαντλούνται σε μια εκλογική ή μετεκλογική σύμπραξη. Μιλώ για την ανασυγκρότηση του κοινωνικού και πολιτικού συμβολαίου πάνω στο οποίο θεμελιώνεται το ίδιο το πολίτευμα και που σε μεγάλο βαθμό έχουν διαταράξει οι καταχρηστικές πρακτικές του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης. Σε απλά ελληνικά, αναφέρομαι σε μια στέρεα συμφωνία που ενεργητικά θα αποκλείει από την άσκηση της πολιτικής το φαβοριτισμό, την κομματοκρατία και τη διαφθορά. Ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνά και ποιος αντιπολιτεύεται. Μόνον έτσι θα αποκατασταθεί η βαθύτατα διαταραγμένη σχέση εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος με το πολιτικό σύστημα και μόνον έτσι θα αποκατασταθεί η αίσθηση πολιτικής σταθερότητας και συνέχειας του κράτους, η έλλειψη της οποίας υπονομεύει σήμερα κάθε προσπάθεια αποτελεσματικής διακυβέρνησης.

Φαίνεται πως τώρα, περισσότερο παρά ποτέ, διαμορφώνονται οι απαραίτητες συνθήκες. Αφενός η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΝΔ και η διακηρυγμένη πρόθεσή του για την ανασυγκρότηση του κόμματος σε μια νέα εκσυγχρονιστική και μεταρρυθμιστική βάση. Αφετέρου η έναρξη της συζήτησης για την ανασύνθεση του κατακερματισμένου κέντρου και της κεντροαριστεράς με μια εξίσου μεταρρυθμιστική προοπτική. Κατά τη γνώμη μου, συνιστούν ευτυχή συγκυρία και αντανακλούν το αυξημένο ενδιαφέρον του εκλογικού σώματος για μεταρρύθμιση. Ειδικά μετά από την διαδοχική συντριβή του λαϊκισμού όλων των πολιτικών αποχρώσεων στη σκληρή πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης.

Παρόλα αυτά, όπως τουλάχιστον αποδεικνύουν τα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων χρόνων και η εξέλιξη των ιδεολογικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό όλων των κομμάτων στη μεταπολίτευση, η εκλογική και κοινωνική βάση των εκσυγχρονιστικών δυνάμεων της δεξιάς, του κέντρου και της αριστεράς είναι ιστορικά, εκτός από περιορισμένη, ιδιαίτερα ευαίσθητη και ασταθής. Η ενίσχυση αυτής της επιρροής και η μετατροπή των δυνάμεων της μεταρρύθμισης σε πλειοψηφικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία αποτελεί το θεμέλιο για την εμπέδωση πολίτικης σταθερότητας και τον σχηματισμό κυβερνήσεων μακράς πνοής. Ακόμα κι αν δεν θέλουν ή δεν μπορούν να συνεργαστούν άμεσα, οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις οφείλουν να στηρίξουν την επικράτηση του εκσυγχρονιστικού λόγου.

Οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να περάσουν από τα συνθήματα σε διάλογο και αντιπαράθεση ουσιαστικών επιχειρημάτων. Είναι σημαντικότατο να ανοίξει για παράδειγμα εξειδικευμένη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, όπως και για τις αλλαγές που χρειάζονται στο δημόσιο, τη δικαιοσύνη, την υγεία κοκ. Για ένα εκσυγχρονιστικό, φιλοευρωπαϊκό κόμμα, όπως το Ποτάμι, είναι ιδιαίτερα κρίσιμη η ενίσχυση των επιχειρημάτων, σε όλα τα επίπεδα και σε όλο το πολίτικο φάσμα, υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Όλο και πιο κοντά στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, ενάντια στον παλαιοκομματισμό και την ευνοιοκρατία.

 

* Ο κ. Μπαργιώτας είναι Βουλευτής Λάρισας με το Ποτάμι, υπεύθυνος του τομέα υγείας