Η μάχη κατά της πολιτικής βίας

Η μάχη κατά της πολιτικής βίας

Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου

Συζητώντας πριν από λίγους μήνες με φίλους που αγαπώ και εκτιμώ ειλικρινά μου ανέφεραν ότι δεν πηγαίνουν ποτέ στο βιβλιοπωλείο Free Thinking Zone από τότε που αρνήθηκε να πουλήσει το βιβλίο του Κουφοντίνα. Οι φίλοι μου είναι ανώτατου μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου, εξαιρετικά σοβαροί και φιλήσυχοι άνθρωποι και νομοταγείς οι ίδιοι.

«Μα, δεν πουλάει ούτε το “Ο Αγών” μου του Χίτλερ», επιχείρησα, μάταια, να τους αντιτείνω προσπαθώντας να τους εξηγήσω ότι είναι δικαίωμα της επιχείρησης να επιλέγει τα βιβλία που πουλάει. Παρέμειναν αμετάπειστοι επιχειρηματολογώντας πάνω στο δικαίωμα οποιουδήποτε να εκδίδει βιβλίο για να διαδώσει τις ιδέες του, ακόμα και τις πιο ειδεχθείς όπως αυτές του Κουφοντίνα. Ακόμα κι αν πρόκειται για έναν ιδεολογικό φερετζέ ειδεχθών δολοφονιών.

Η συζήτηση αυτή έγινε στα τέλη του 2018, δηλαδή πολύ πρόσφατα κι ενώ πλέον μπορούμε να καταδικάσουμε την τρομοκρατία, τους καταδικασμένους της 17Ν που εμφανίζονται αμετανόητοι για τις πράξεις τους καθώς και την πολιτική βία συλλήβδην, χωρίς να υποστούμε κάποιο διαδικτυακό bullying. Είναι κάποια πρόοδος. Παραμένει όμως απίστευτο ότι μια κοινωνία χωρίς ιδιαίτερες ευαισθησίες για την ελευθερία της έκφρασης, μια κοινωνία που αγκάλιασε στοργικά τον αντιρατσιστικό νόμο και τις διατάξεις του κατά της ρητορικής μίσους, να εμφανίζεται πανέτοιμη να υποστηρίξει τις ιδέες φονιάδων.

Δεν θα μπούμε στη διαδικασία να θυμίσουμε πράγματα γνωστά σε όλους και κυρίως  να απαριθμήσουμε τις πολλές φορές που δολοφονήθηκαν τα θύματα της 17 Νοέμβρη και της Μαρφίν μετά τη φυσική τους εξόντωση. Κι αυτό γιατί μας ενοχλεί το γεγονός ότι εξαντλούμαστε στο να τα λέμε «μεταξύ μας», επιδιδόμενοι σ'ένα είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας για να ξεπεράσουμε το τραύμα που μας  έχει προκαλέσει η ανοχή που έχει επιδείξει η πλειοψηφία των Ελλήνων στην πολιτική βία και η ενοχική σιωπή στην τρομοκρατία.

Τώρα βέβαια μπορεί να γινόμαστε άθελά μας άδικοι. Ήταν όντως η πλειοψηφία των Ελλήνων πρόθυμη να εκλογικεύει τη δράση των τρομοκρατών  ή μήπως ήταν αδύνατον στον οποιονδήποτε να διεμβολίσει μια δημόσια σφαίρα δημοσιολογούντων που κάπνιζαν πουράκλες στα δημοσιογραφικά στέκια του Κολωνακίου, του Ψυχικού και της Μυκόνου πουλώντας στις εφημερίδες τους σοσιαλισμό και αριστερό ηθικό πλεονέκτημα και εκλογικεύοντας συστηματικά την τρομοκρατική δράση; Αλλά και πάλι, δημοκρατία είχαμε. Κανείς δεν μας εμπόδιζε να βγούμε απέναντι και να καταγγείλουμε τις μπαρούφες τους. Γιατί δεν το κάναμε, μόνο ψελλίζαμε αναμεταξύ μας και πίσω από την πλάτη τους τα αυτονόητα;

Η απάντηση είναι πολύ απλή αλλά και πολύ δυσάρεστη. Μια στρεβλή αντίληψη περί δημοσίων σχέσεων, ένα «ωχ αδερφέ που θα τσακωθώ εγώ τώρα με το δημοσιογραφικό κατεστημένο», ο διαρκής φόβος μην και μας αποκαλέσουν «δεξιούς» και κυρίως η άρνησή μας να δώσουμε την ιδεολογική μάχη κατά της πολιτικής βίας και της τρομοκρατίας.

Σήμερα που το αριστερό ηθικό πλεονέκτημα αυτογελοιοποιήθηκε ζούμε τις τελευταίες αναλαμπές μιας εποχής που τελειώνει. Και είναι αναμενόμενο να τις ζούμε κωμικοτραγικά με το να βλέπουμε να διεκδικούν την ψήφο των συμπολιτών τους με αξιώσεις άτομα που έγιναν γνωστά στο πανελλήνιο γράφοντας βρωμιές για τα θύματα της τρομοκρατίας και μπορούν να εμφανίζονται με αυτές τις αξιώσεις γιατί ξέρουν ότι η κοινωνία τους ανέχεται ακόμα, έστω και σε μικρότερο βαθμό.

Το να καταγγέλλουμε και να χλευάζουμε τα άτομα αυτά δεν αρκεί. Είναι μια ευκαιρία να δοθεί άλλη μια μάχη κατά της ανοχής στην πολιτική βία και της εκλογίκευσης των τρομοκρατικών ενεργειών. Οι ιδεολογικές μάχες είναι δύσκολες. Σε κάνουν δυσάρεστο, συχνά σε φέρνουν απέναντι σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς αλλά είναι οι μόνες που έχουν αξία. Και η μάχη κατά της ανοχής στην πολιτική βία είναι ένα από τα ζωτικά προαπαιτούμενα που πρέπει να ολοκληρώσουμε για να έχει ελπίδα η Ελλάδα να πάει μπροστά. Είναι μια μάχη που οι θιασώτες της φιλελεύθερης δημοκρατίας έχουμε χρέος να δώσουμε και μάλιστα αποφασισμένοι να την κερδίσουμε.