Η φιλελεύθερη Κασσάνδρα

Η φιλελεύθερη Κασσάνδρα

Του Δημήτρη Σιόλιου*

Σε αντίθεση με την επικρατούσα  λανθασμένη χρήση του όρου, η Κασσάνδρα, η  πριγκίπισσα της Τροίας, κόρη του βασιλιά Πρίαμου και της Εκάβης, σύμφωνα με τον μύθο δεν διαψεύστηκε ποτέ. Αντίθετα, ενώ είχε το χάρισμα της σωστής προφητείας, η  κατάρα της ήταν να μην γίνεται ποτέ πιστευτή. Παρά τις προειδοποιήσεις της, η Τροία ως γνωστόν, πάρθηκε, κάηκε και  χάθηκε. Με άλλα λόγια, αν ζούσε σήμερα, η Κασσάνδρα θα ήταν μάλλον φιλελεύθερη. Όχι βέβαια γιατί οι φιλελεύθεροι έχουν το θεϊκό χάρισμα της προφητείας, αλλά γιατί σχεδόν όλες οι φιλελεύθερες  επιλογές ενώ δεν τις πιστεύει αρχικά σχεδόν κανείς και πολεμιούνται  με μένος, τελικά πάντα δικαιώνονται τόσο από τις εξελίξεις, όσο και από τους ίδιους τους πολέμιους του Φιλελευθερισμού, οι οποίοι τελικά ποικιλοτρόπως τις ιδιοποιούνται για να περισώσουν ότι μπορούν  και από  την παρτίδα και από την πατρίδα.

Μονίμως χάνουμε χρόνο δηλαδή. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό? ίσως γιατί τα ιδεολογικά ρεύματα έφταναν σχεδόν πάντοτε  στον τόπο μας με μια σχετική καθυστέρηση. Θαρρείς  πως στη γωνιά μας τα γεγονότα  κυλούν με διαφορετικούς  ρυθμούς,  λίγο πιο ράθυμα, πιο βασανιστικά. Όταν στη Δυτική Ευρώπη  χάραζε η Αναγέννηση, εδώ συνεχίζονταν, ακόμη σκοτεινότερος, ο Μεσαίωνας. Ο Διαφωτισμός πέρασε ξώφαλτσα και αργοπορημένος, προσπεράσαμε τη Βιομηχανική Επανάσταση, καθυστερήσαμε στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και του κράτους. Ο Α΄ Παγκόσμιος κράτησε μέχρι το 1922, ο Β'  έληξε τέσσερα χρόνια μετά την υπόλοιπη Ευρώπη. Και τώρα, ενώ οι λοιπές χώρες ανακάμπτουν σχετικά,  η λεγόμενη κρίση απ΄ ότι φαίνεται ήρθε να γίνει η νέα κανονικότητα.  

Συνταξιδεύοντας πρόσφατα με  αγγλίδα φίλη παρεπιδημούσα στην Ελλάδα, η κουβέντα πήγε στο Γλωσσικό Ζήτημα. Δυσκολεύτηκα να της εξηγήσω πως κάναμε πάνω κάτω 150 χρόνια για να καταλήξουμε  να μαθαίνουμε στο σχολείο  την ίδια γλώσσα (σχεδόν) που μιλάμε στο σπίτι. Μάταια μάλλον προσπάθησα, δεν νομίζω τελικά να της έδωσα να καταλάβει, περισσότερο από  ευγένεια κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι. Αδυνατούσε να κατανοήσει γιατί η γλώσσα θα έπρεπε να είναι πολιτικό ζήτημα που άπτεται της κρατικής αρμοδιότητας και πως  της είναι δύσκολο να εντοπίσει τους λόγους του διχασμού αυτού.  

Τον φανατισμό, δηλαδή,  της μίας άποψης, της επιβολής της μοναδικής αλήθειας με όχημα την κρατική μηχανή. Τη βαθειά πόλωση επί  των επουσιωδών σ' έναν αγώνα μέχρι τελικής επικράτησης, ο οποίος εν τέλει οδηγεί σε μια τεράστια και εν πολλοίς αναίτια σπατάλη κοινωνικής δυναμικής. Εικονομάχοι και εικονολάτρες, ενωτικοί και ανθενωτικοί, αμερικανόφιλοι και ρωσόφιλοι, καθαρευουσιάνοι και δημοτικιστές, παοκτζήδες και ολυμπιακοί, μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί και  στη μέση ο αδιαμφισβήτητος ρόλος του  ενός μονολιθικού, παντοδύναμου και πανταχού παρόντος  κράτους.   

Μέσα σε όλα αυτά μια σπίθα ελπίδας! Τα ερείπια του Μαρξισμού που κυβερνούν τη χώρα δεν  περιμένουν πια να ακούσουν τον πάταγο της κατάρρευσης της ελεύθερης οικονομίας ή την παλινόρθωση του υπαρκτού και να δακρύσουν τα εικονίσματα του προφήτη του ιστορικού υλισμού. Ο κ. Πρωθυπουργός αν ομολόγησε μια τις αυταπάτες του για τη διαπραγμάτευση που οδήγησε στο τρίτο μνημόνιο, στην ομιλία του στην Δ.Ε.Θ παραδέχτηκε πως ανάπτυξη έρχεται μόνο μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς, μίλησε για δημιουργία πλούτου από την ιδιωτική οικονομία, για επενδύσεις και ανταγωνισμό. Αυτό δεν είναι απλή στροφή προς το κέντρο, αυτό είναι ιδεολογικό ξεγύμνωμα, κατάθεση πίστης στη φιλελεύθερη οικονομία. Θα τρίζουν τα κόκαλα της  Ρόζας Λούξεμπουργκ για τη θεαματική κυβίστηση του ιδεολογικού επιγόνου της που με τη «φαντεζί», κατά δική του ομολογία, ομάδα του θα άλλαζε τον ρουν της Ευρώπης προς τα αριστερά. Ο ιππότης του σκιάχτρου του αντιμνημονίου και του σοσιαλισμού ικέτης στους επενδυτές.

Δεν είναι αυτό μια ακόμη δικαίωση των κεντρικών φιλελεύθερων επιλογών;  Τη στιγμή  που η Κούβα σάλιωσε το δάκτυλο,  έτοιμη να γυρίσει σελίδα και ο σύντροφος Μαδούρο έχει ξεμείνει από λεφτά και από παρέα, ο κ. Πρωθυπουργός είδε ξαφνικά το φως της ελεύθερης οικονομίας, βέβαια για τους δικούς του λαϊκιστικούς σκοπούς. Ωστόσο, έγινε ένα πιθανό πρώτο βήμα προς την ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής του τόπου , έστω αργά και  με ανείπωτο προηγούμενο κόστος.

Η οικονομία, εντούτοις, είναι μόνο ένα  εκ των  διαμερισμάτων  του κοινωνικού εποικοδομήματος.
Το καίριο ερώτημα  παραμένει: Μπορούν οι κυβερνώντες να οραματιστούν αρχικά και να μεταρρυθμίσουν στη συνέχεια  την Ελλάδα σε μια κανονική παραγωγική χώρα με λειτουργούντες, σύγχρονους θεσμούς και εύπορους πολίτες ενώ  συνεχίζουν να ερμηνεύουν τον κόσμο βλέποντάς τον μέσα από το καλειδοσκόπιο των ιδεολογικών τους απωθημένων; Να παραδεχτούν και τις υπόλοιπες αυταπάτες τους;  Να δουν, επιτέλους,  τον ελέφαντα στο δωμάτιο που κοπρίζει στο χαλί και να πάψουν να αναρωτιούνται γιατί γέμισε ο τόπος μύγες; Ρητορικό το ερώτημα. 

*Ο κ. Δημήτρης Σιόλιος είναι εκπαιδευτικός και επιχειρηματίας.