Η αλαζονεία των ισχυρών

Η αλαζονεία των ισχυρών

Του Γιώργου Κακλίκη, Πρέσβη επί τιμή

Ενόχληση δήλωσε η Μόσχα για την αιφνίδια αντίδραση της Αθήνας στις ρωσικές παρεμβάσεις στα εσωτερικά της Ελλάδας. Με πρώτη αντίδραση τη δήλωση για λήψη αντιμέτρων και δεύτερη την κλήση του Έλληνα πρέσβη στο Ομοσπονδιακό υπουργείο Εξωτερικών.

Εμβρόντητη η ελληνική κοινή γνώμη παρακολούθησε την πρωτοφανή εκτύλιξη των γεγονότων αυτών στις ελληνορωσικές σχέσεις που κάθε άλλο παρά περίμενε. Και αυτό διότι πολλοί εδώ στην Ελλάδα ομνύουν στο ιδεολόγημα του «φιλελληνισμού» της ρωσικής πολιτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας. Και είναι αλήθεια πως υπήρξαν στιγμές που η Μόσχα έδειξε φιλικές διαθέσεις στην Αθήνα αλλά και άλλες που η στάση της δεν χαρακτηρίστηκε φιλική.

Και φτάνουμε στις μέρες μας να βλέπουμε τη Ρωσία να δηλώνει φίλη της Ελλάδας και να γιορτάζει με αυτήν τα πολλά χρόνια άριστων σχέσεων και, παράλληλα, να διανύει ένα έντονο συμμαχικό εξοπλιστικό ειδύλλιο με τη γειτονική μας Τουρκία, εκστρατεύοντας από κοινού στο σημερινό πεδίο μάχης, την Συρία και υπογράφοντας με την Άγκυρα συμβόλαια πώλησης των αντιπυραυλικών συστοιχιών S-400. Και, μαζί με αυτό, προωθώντας την συνεργασία της για την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού του Άκουγιου.

Γνωρίζουν, βέβαια, οι ιθύνοντες της Μόσχας ότι αυτά όχι απλώς ενοχλούν αλλά και ανησυχούν την Αθήνα που, πλάι της ακριβώς, έχει μία επιθετική Τουρκία που εξοπλίζεται αλματωδώς. Και, βέβαια, όχι για επιχειρήσεις στον Ειρηνικό. Κι αν κανείς συνδυάσει το εξοπλιστικό αυτό πρόγραμμα με τις πολεμοχαρείς δηλώσεις της Άγκυρας κατά της Αθήνας, διαπιστώνει πως δεν ορθώνεται παράλογα το μεγάλο ελληνικό ερωτηματικό για την εξελισσόμενη αυτή πρόοδο των αμυντικών σχέσεων Ρωσίας - Τουρκίας.

Ασφαλώς και η «φίλη χώρα»  θεωρεί επιχειρηματική συναλλαγή την πώληση εξοπλιστικού υλικού και πυρηνικής τεχνογνωσίας στη γείτονά μας όπως το πράττει και με άλλες χώρες. Όμως, η αναθέρμανση των σχέσεών της με την  Άγκυρα δείχνει να εμποδίζει τη Μόσχα να δει πόσο συμβάλλει στην αύξηση των ήδη ανισομερών εξοπλισμών της Άγκυρας σε βάρος της Αθήνας.

Βεβαίως και η κάθε χώρα προτάσσει τα συμφέροντά της και κινείται με ουσιαστικό κριτήριο αυτά.  Όταν όμως η Ρωσία στα λόγια συμπαθεί την Ελλάδα και στην πράξη προικίζει την Τουρκία, είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει ότι η Αθήνα θα συνεχίσει εσαεί να υπνωτίζεται με το γνωστό αφήγημα περί ελληνορωσικής φιλίας. Αν αυτό λέγεται φιλία, ποιος ο χαρακτηρισμός που πρέπει να δοθεί στην τόσο επικίνδυνη για την Ελλάδα εξέλιξη των Ρωσοτουρκικών σχέσεων;

Και σε όλα  αυτά έρχεται να προστεθεί η εξόφθαλμη ρωσική ανάμειξη στα εσωτερικά της Ελλάδας όπως και άλλων γειτόνων της στη Βαλκανική. Και η Μόσχα  -που έσπευσε από την πρώτη στιγμή να δεχθεί το όνομα «Μακεδονία» για τη βόρεια γείτονά μας- ενοχλείται που τα Σκόπια προσεγγίζουν την Αθήνα και εκφράζει δυσαρέσκεια. Σε σημείο που υφέρπει η πληροφορία ότι η Ρωσία θα διατυπώσει την αντίθεσή της στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έναντι της συμφωνίας που υπέγραψαν πρόσφατα οι κυβερνήσεις Ελλάδας και ΠΓΔΜ.

Με μια άλλη μορφή μεθοδεύσεων, η Μόσχα επιδιώκει ανάμιξη και στα εκκλησιαστικά πράγματα της Ελλάδας. Επιδίδεται σε πολλαπλή άσκηση γοητείας τόσο έναντι εκκλησιάσματος όσο και και έναντι Ιεραρχών που, για λόγους ρωσικής εύνοιας κάθε μορφής, χαμογελούν προς τον Πατριάρχη πασών των Ρωσιών, μη διστάζοντας πολλές φορές να μιλήσουν κατά τρόπο τουλάχιστον ανάρμοστο έναντι του Προκαθήμενου της Ορθοδοξίας, του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Η ηγεσία της Μόσχας, πολιτική και εκκλησιαστική, καλό θα ήταν να αντιμετωπίσει την Ελλάδα με μία άλλη ματιά. Εκείνη που βλέπει μια ισότιμη χώρα με την οποία επιθυμεί να διατηρεί τις άριστες δυνατές σχέσεις χωρίς όμως να επιδιώκει να την  εντάξει στη σφαίρα επιρροής της. Όμως, η ανάμειξη στα εσωτερικά της Ελλάδας την απομακρύνει ακόμα και από εκείνους τους  αγνούς οπαδούς της ελληνορωσικής φιλίας.

Όταν, μάλιστα, η ανάμειξη αυτή αγγίζει αυτό που λέγεται παράδοση και πίστη, πολύ πιο εύκολα μετατρέπει τις θετικές διαθέσεις του κόσμου της Ελλάδας σε αρνητικές. Γιατί αυτός ο κόσμος διαπιστώνει πλέον ότι τα ρωσικά φληναφήματα  υποκρύπτουν πολύ προωθημένες σκοπιμότητες επιρροής. Που σήμερα η Μόσχα επιδιώκει πιεστικά μια και δεν διαθέτει πια το  - πίσω από το παραπέτασμα - πεδίο δράσης όπου, ακώλυτα, ανέπτυσσε πολλαπλές δραστηριότητες αγνοώντας αν η πολιτική της αυτή έπεφτε βαριά στους ώμους των πολιτών των κρατών που η Μόσχα είχε δεμένα στο σοβιετικό άρμα της. Και δεν είναι να απορεί κανείς που σήμερα αυτοί οι λαοί αναστατώνονται στο άκουσμα και μόνο όποιων πιθανών πρωτοβουλιών της Μόσχας.


Δυστυχώς η Ρωσία έχει επιλέξει την οδό της αλαζονείας των ισχυρών. Που είναι πεπεισμένοι ότι δήθεν φιλικά νεύματα και θωπείες ικανοποιούν όχι μόνον όσους πρακτορεύουν τα συμφέροντά τους αλλά και τους λαούς εκείνους που τους θέλουν ενεργούμενά τους.-