«Γιατί ζω παναπεί τροποποιώ κατά τι το πεπρωμένο μου και το πεπρωμένο σου»

«Γιατί ζω παναπεί τροποποιώ κατά τι το πεπρωμένο μου και το πεπρωμένο σου»

Μανόλης Πρατικάκης

«Οι Rolling Stones στα Δερβενάκια»,

εκδ. Αρμός

Το Liberal.gr γιορτάζοντας την ημέρα της ποίησης παρουσιάζει το ποιητικό σύμπαν του Μανόλη Πρατικάκη με αφορμή την καινούργια ποιητική του σύνθεση η οποία θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Αρμός, φέρνοντας το 1821 στα καθ’ ημάς, με τον τίτλο «Οι Rolling Stones στα Δερβενάκια».

Με δάνειο τον ήχο του ονόματος του Κολοκοτρώνη

«Και το όνομά του ακόμη μνημονεύει κυλιόμενες πέτρες

                                                                                            Κω

                                                                                                   λο

                                                                                                         κο

                                                                                                               τρο

                                                                                                                      νης.

Που όταν τον έσυραν και τον κάθισαν στο σκαμνί ωσάν προδότη

και ακούστηκε εκείνο το φρικτό «εις θάνατον» μια χούφτα

δροσερά ελληνόπουλα φώναξαν: «αίσχος» και «άδικα σε

σκοτώνουν στρατηγέ: Και εκείνος στρέφοντας, εκοντοστάθηκε

και είπε: «Καλλίτερα άδικα παρά δίκαια. Το δίκιο τους θάναι

το δίκιο μας. Οι μελλούμενοι καιροί θα μιλήσουν»

ο βραβευμένος έλληνας ποιητής και ψυχίατρος, ενώνει Τόπο και Χρόνο,

Eκατέβαιναν ωσάν κυλιόμενες πέτρες τραγουδώντας αυτοί οι

παλαιοί Rolling Stones, με καριοφίλια, ντραμς, σαξόφωνα και

άλλα οξύαιχμα της έρημης πατρίδας. Εκεί στα Στενά που

κινήθηκαν «στη θέση θάνατος», να γίνει αθάνατος

με μια χούφτα πικρά Ελληνόπουλα.

Ο με το μικρό του δέμας Γέρος του Μωριά, λέει: Ακούτε ορέ·

μη σκιάζεστε· καθότι εκείθε που τελειώνει το ύψος αρχινά

το ανάστημα. Και σε τούτο το αμέτρητο του μπογιού

συντελούνται ορέ τα μυστικά μεγάλα έργα, και μέσα τους

λόγια λένε.

Αποδεικνύοντας την διαχρονικότητα του σθένους της ελληνικής επανάστασης. Λέγοντας αλήθειες διαχρονικές που διασώζει η ποίηση και επαναλαμβάνει ως φάρσα η Ιστορία:

«Γιατί ως τα τότε δεν υπήρχε ιδιωτικό όραμα. Και όλα τα επιμέρους οράματα

εκυλούσαν μέσα σε ετούτο το συλλογικό όραμα: Πως χίλια μικρά ποταμάκια

σμίγουν σε ένα μεγάλο ορμητικό ποταμό που ξεριζώνει δέντρα και σπίτια.

Έτσι ξεχύθηκαν στο Μανιάκι, το Χάνι της Γραβιάς, το Ναυαρίνο και σε ετούτα

τα Δερβενάκια γράφοντας τα μικρά ετούτα έπη και όλα μαζί τον μεγάλο

ξεσηκωμό.»

«Όπως τότε στην Αρχαία Αθήνα που ο καθείς εσήκωνε την πόλη στους ώμους του

ως να ήτουνε το εδικό του σπίτι. Και εκείνους που δεν εσυμμετείχαν στα κοινά

όπου εφωσφώριζε και το εδικό τους, τους ονόμαζαν Ιδιώτες που θα πει κρετίνους

και τους εκοίταζαν ως να εκοίταζαν αρουραίους που ετρύπωναν στις τρύπες τους σαστισμένοι με ένα ξεροκόμματο.»

«Γιατί ζω ορέ παναπεί τροποποιώ κατά τι το πεπρωμένο μου και

το πεπρωμένο σου. Ώσπου το κάρβουνο

να γένει ρόδο.»

Παρομοιάζοντας την Επανάσταση με συναυλία των Rolling Stones

Και αυτή ήταν ορέ η πιο ωριά συναυλία με πετροφιάμπολα που ακόμη

και οι ψακοταρές επήραν τα πλάγια να γένουν σαξόφωνα και

κλεφτοφάναρα. Για να ξυπνήσουν ορέ και οι επίλοιποι Γκιαούρηδες

όπου δεν είχαν εβγεί οι ύπνοι τους ακόμα από τα καλοσιδερωμένα

τους πανωσέντονα. Και ετραγουδούσαν τα λιθάρια σκοπούς της

Μάνης, της Κλεισούρας, του Βερντέν και της γηραιάς Αλβιόνας, με εκείνα

τα ξέμαλλα αγέρινα παιδιά, με τα μεγάλα ωσάν ανοιχτά φινιστρίνια

μάτια, που εκάμαν ακόμη και τις πέτρες να τραγουδάνε.

*

Και άκουγες ορέ τη μια κοτρόνα χτυπώντας την άλλη να σπιθίζουν

ωσάν κρύφιες τσακμανόπετρες. Και να βγάνει ορέ η μία σπίθα το

άστρο της σιμοτινής της. Και ο σάλαγος το εγκρεμό του. Και κάθε

σκιαγμένη ψυχή την ίσκα της. Και η κάθε δροσοστάλα την ασημένια

της ποταμούλα.

Ενώνει εποχές, γενιές, κάνει τραγούδι διαχρονικό την απελευθερωτική διεκδίκηση, διασώζει αλήθειες αιώνιες:

«Και όταν ο καθείς νοήσει πως το σώμα του είναι η παλλόμενη όχτη

στον ανεξερεύνητο ωκεανό της ζωής. Και η ψυχή τους το μάνταλο

και το κόντι μηρί και ο μυστικός κυματοθραύστης στις θύελλες που

ξεσπάνε. Αν και οι ίδιες οι θύελλες όταν τις ζορίσεις σα μαμή, αρχίζουν

να ξεγεννάνε «φανούς θυέλλης» ως να είναι οι γιοι και θυγατέρες τους.

Καθώς στο κέντρο του σκοταδιού πάλει ο πλακούντας και η μήτρα του

φωτός, καθώς είναι η άλλη του όψη, όπως ο Άδωνης και ο Άδης.

Σαν τον σπόρο του κριθαριού που πρέπει να κατέβει στα πεθαμένα

χώματα για να κυματίσει ένας απέραντος σιτοβολώνας.

*

Έτσι όπως προετοιμάζονταν χρόνους μέσα στην στενεμένη μας

φύση ο Άηχος κεραυνός, όπως λένε οι μεγάλοι Σαμάνοι.

Και η Σιωπή του Βιμαλακίρτη που κρύβει όλα τα ανείπωτα

λόγια και όλους τους αντίλαλους της γης και όλα εκείνα που

σε καιρούς συσκότισης έχουμε προδώσει και αποχωριστεί,

χωρίς να τ’ άχουμε πενθήσει. Αυτή την άλλη κιβωτό.

Και όπως στα κρυφά σκολειά με τα λυχνάρια, που τα είπανε

«χειροποίητα μυστικά άστρα», εφυλάσαμε τρίβοντας με

στρατσόχαρτο τον ορυκτό πλούτο της λαλιάς μας-μια που

η λαλιά μας είναι η αληθινή εσώτατη πατρίδα· καθώς πιο

πολύ από μια χώρα κατοικούμε μια γλώσσα, όπως είπανε

οι σοφοί.

Και πιο πολύ αυτήνη ως κόρη οφθαλμού έχουμε χρέος να προστα-

τέψουμε καθώς μας ορμήνεψε πάλι ο Διονύσιος, ότι είναι ίσου ειδικού

βάρους με εκείνου που μνέσκει μες στα κόκκαλα των Ελλήνων, λέγοντας

και κάνοντας πράξη: «Άλλο δεν έχω στο νου μου πάρεξ ελευθερία και

γλώσσα»· και αφήνοντάς μας έναν μισοτελειωμένο αλλά πάμφωτο γλωσσικό

παρθενώνα. Και με καλέμι εχάραξε σε σκληρό βράχο:

Αηδονολάλιε στήθος μου πριν το σπαθί σε σκίσει»

Όσο για το συμπέρασμα, κοινό: ποιητικό μαζί και ψυχαναλυτικό.

*

«Η λεβεντιά των Σουλιωτών του Ζάλογγου τ’ αγρίμι

τάξε πως εγεννήκανε από την ίδια ζύμη.

Και ο φόβος, εμπροστά στην τιμή τους και του γένους την τιμή

εγένει ζοφερό πάθος και άγριος ανήκουστος ύμνος που ασημουρ-

γώντας ενώθηκε με το πνεύμα των αγιασμένων μαρτύρων,που

εξύπνησαν στα σωθικά τους.

Καθώς οι γυναίκες εγνώριζαν από πριν πως: 

"Εκεί που κίνδυνος εκεί και η σωτηρία φυτρώνει", που εχά-

ραξε ο όλβιος Σκαρντανέλι.

Έτσι που ο κίνδυνος εγένει άγρια ιερή μέθεξη και φτερούγι-

σμα μιας άλλης λευτεριάς. Που το φως τηε σαν λαμπρό άστρο

εσκίασε το πενιχρό λιχναράκι του θανάτου που αρχήνησε να

τρεμοσβήνει· όπως όταν πλησιάζεις σε μεγάλη φωταγώγηση

πρέπει να σβήνεις το δικό σου μικρό λυχνάρι, που εξάλλου σου

εγένει αχρείαστο και κάπως περίγελο.

*

Και όχι, δεν ερίχνονταν στον εγκρεμό, πάρεξ από το μυρωμένο

στεφάνι των κρίνων, στροφή τη στροφή, της γης τα λουλούδια

ετράβαγαν προς τα κάτω και από ένα με την όψη ματιών που

τα γυρεύαν, ώσπου να υψωθεί ο λουλουδένιος φράχτης της

φωτιάς, πλεγμένος με τα θεία ποδάρια του αλλοπαρμένου χο-

ρού και εγένει απέραστος.

*

Και δεν ήταν γκρεμός και θάνατος αλλά ανοιξιάτικο γιορτάνι.

Γιατί την ύστατη ώρα η φλεγόμενη φύση τους τα έκαμε όλα

αβαρή. Και ζορισμένες, μες στην έκστασή τους, από αβλεψία,

άνοιξαν από μόνα τους τα κρυμμένα τους φτερά·

και ξαναβρίσκοντας την μενεξεδένια πρώτη ωραιότητα,

με ένα σεμνό φτερούγισμα πέταξαν προς τους ουρανούς.

*

Δεν τις είδε κανείς· και κανείς δεν είδε το ανεκλάλητό

Άλμα τους.

Μα είχαν μάρτυρα τον ουρανό.

*

Γιατί εκείνο το ανήκουστο, αβησσαλαίο Άλμα μονάχα οι ποιητές

μπορούν να το συλλάβουν.

Κατά πως ο πάμφωτος Εκείνου νους, κυνηγημένους απ’ του

πνεύματός του τα ανειρήνευτα θηρία· Ατάραχος στου ηφαιστείου

ρίχτηκε το ζοφερό κρατήρα. Και βγήκε λάβα λουλουδιών του

Εμπεδοκλή το κοίτασμα· ν’ αφήσει μοσχοβόλημα στους άπιστους αιώνες.

*

Mε το σώμα τους αφηγούνται τη μορφή των ανέμων που θα πάρουν

τα φυλλώματα της λευτεριάς.

Με το σώμα τους λύρα ψιθυρίζουν τα τραγούδια τους, που πια

δεν ξεχωρίζουνε μες στην ορχήστρα.

*

Και συχνά με μια ζοφερή γονιμότητα σβήνουν σαν άνθη.

Για κάτι γόνιμο· για κάτι μυθικά στερεωμένο που γνωρίζει

τα τρεμάμενα βάθη των ονείρων.

*

Και ετούτους τις παράξενες χθόνιες φωνές που τις είπανε

στη γλώσσα τους Rolling Stones, μνημονεύετέ τους στην

εδική μας ως ο κυλιόμενος «ιερός λόχος» τραγουδώντας

τη μούρλια της ζωής, μακριάθε από κάθε πετραχήλι.

Θαρρώ δεν υπάρχει ορέ ανθρωπινότερο συλλείτουργο

από το ν’ ακούς τις πέτρες να τραγουδάνε·

κλείνοντας ελαφρά το γόνυ στο ανώνυμο

τούτο μνημείο.

*

Σ’ αυτό το αγκάλιασμα φυτρώνει η μόνη μας

πατρίδα. Ερειπωμένη. Με τον όλεθρο συχνά

για δείπνο.

Κι όμως μονάχα εκείθε ακούς τα νεογέννητα

νερά να κελαηδάνε.

Αυτό είναι ο παράδεισος.»

Το Ποιητικό Σύμπαν του Μανώλη Πρατικάκη

«Δεν είχα όνομα ούτε σώμα. Μόνο την ηλικία

του νερού. Σε κάθε στάλα πάφλαζε

ο ωκεανός. Σε κάθε στάχυ η άνοιξη.

Μες στο παιχνίδι των ενεργειών έλειπε ο χρόνος.

Η αρχή και το τέλος

κάθε όντος

χάνονταν αρπαγμένα στη μεθόριο

των άλλων.

Ήταν εκεί ο χιονοδρόμος ο Ερμής με μιαν αναγγελία.

Στην ολόφωτη πίστα των κβάντα

ήταν εκεί ο θεός Σίβα και χόρευε

στον πανάρχαιο ρυθμό του μέλλοντός μας,

πυρρίχιους και ροκ». [Το Νερό]

Με θέα στο αθέατο, ακρόαση στο άφατο, επίγνωση που διαρκεί για την ολότητα των πραγμάτων με όποιο πρόσωπο, αγγίζοντας τα ανέγγιχτα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, συμπληρωμένες τέσσερις δεκαετίες ο Ποιητής Μανόλης Πρατικάκης στήνει το Ποιητικό του Σύμπαν γνωρίζοντας έστω και υποσυνείδητα εξ’ αρχής:

Ότι «Το ποίημα είναι, κατά βάθος, το αυθεντικότερο, το δραστικότερο πρόσωπό μας».

Ότι «είμαστε πλάσματα πολυσύνθετα, είμαι αυτό που δεν μπόρεσα να γίνω, αυτή η εκκωφαντική και γεμάτη άλγος έλλειψη».

‘Ότι «Η Κόλαση είμαστε εμείς που κατά βάθος είμαστε Άλλοι».

Κι ότι «Το Φως είναι παντού, αν δεν είσαι τυφλός. Είναι το μόνο πράγμα που καταργεί το σκοτάδι».

Με βαθύτατη επίγνωση ότι «όλα έχουν μια συνέχεια, μια καταγωγή» και «η μνήμη είναι μια φαντασμαγορική αιωνιότητα», με πατρίδα τη γλώσσα, τα παιδικά χρόνια, αντικρίζοντας τις ζωές των ανθρώπων και των πεπρωμένων τους σε απευθείας θέαση με την πάσχουσα ψυχή, η ποίησή του ήταν οντολογική από την αρχή.

Ως προς την ποιητική του φιλοσοφία, οι άξονες παραμένουν οι ίδιοι, από «Το σώμα της γραφής» το 1975 και τη «Γενεαλογία» το 1985 μέχρι «Το αόρατο πλήθος» το 2007, την «Κιβωτό» το 2012 και τον «Λιθοξόο» το 2016: Η Φύση στην οντολογική της διάσταση. Η ανατολική φιλοσοφία σε συνδυασμό με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Η ψυχανάλυση, η αλλοτρίωση των καιρών μας και η εικονική πραγματικότητα που εκτοπίζει τη ζώσα.

Η ποιητική του πορεία υπήρξε μια μακριά πορεία με πολλούς πειραματισμούς, μα ωστόσο την ίδια εσωτερική γνώση από τον πρώτο στίχο, από τον πρώτο ποιητικό κύκλο, την πρώτη σελίδα.

Το υλικό του, τεράστιο, υπογράφει ποιήματα- μικρούς ποταμούς με ροή ονειρική, ενίοτε παραληρηματική [Παραλοϊσμένη, Γενεαλογία].

Με την «Οντοφάνεια» και τη «Μαγεία της μη διεκδίκησης» ανακαλύπτει τη μαγεία των φυσικών όντων, δίνει σε εκείνα φωνή, να μας αποκαλύψουν το μυστήριο του ερχομού τους, ζητά να ανιχνεύσει την πρώτη πατημασιά.

Ο Αρανίτσης θα γράψει για τη «Λήκυθο» πως είναι «Μια αργόσυρτη προσευχή στην ενότητα των φυσικών όντων».

Ολόκληρο το ποιητικό σώμα του Πρατικάκη μοιάζει με μυστική προσευχή, με το «Νερό» του προκύπτει ένας κατακλυσμός, έτσι ή αλλιώς η σχέση του με τη Φύση είναι σημαντική, καθώς και ο πόνος του για τ’ ανθρώπινα και το κοινωνικό γίγνεσθαι [Νύχτα εφημερίας, Μεγάλος Ξενώνας].

Όσον αφορά τη μορφή, αλλάζει η βαρύτητα των λέξεων, στοχαστικότητα και απλότητα, πολυμορφία στο ίδιο βιβλίο όπου και συνυπάρχουν ο λυρισμός με την ποιητική πρόζα και τα στοιχεία της παράδοσης με τα γλωσσικά μορφώματα της λαϊκής σοφίας, χωρίς να απουσιάζουν ο προφορικός λόγος, ο μοντερνισμός, η ειρωνεία, η φάρσα και το χιούμορ.

Είχα την σπάνια τύχη, εκτός από την ακριβή του ποίηση, -είναι ο σημαντικότερος Έλληνας ποιητής εν ζωή,- να συνομιλήσω μαζί του σχεδόν σε κάθε ποιητική του ενότητα.

Κι έτσι θα μπορούσα μετά λόγου γνώσεως να πω πώς «εκείνα που παραμένουν τα ίδια είναι η πίστη στη δημιουργία, η αγάπη στα φυσικά όντα και τη γλώσσα, η βαθύτερη γνωριμία του γενέθλιου τόπου. Ακόμα, τα παλιά εργαλεία, αυτά καθαυτά σαν μνημεία εφευρετικότητας αλλά και σαν ποιητικά σύμβολα. Και τέλος το πείσμα να μη σβήσει από μέσα μας η παιδική αθωότητα και αμεριμνησία. Εκείνα που μας εμπιστεύτηκαν να τα καλλιεργήσουμε στο έπακρον για τις επόμενες γενιές. Καθώς η γλώσσα και οι ηθικές αξίες που εμπεριέχονται είναι αξίες διαχρονικές.»


Με αποκορύφωμα την «Κιβωτό» και τον «Λιθοξόο» του, που αποτελούν ένα κάλεσμα σε καιρούς χαλεπούς να σωθεί ό,τι είναι αυθεντική πηγή ζωής. Ένα κάλεσμα από τον «ασπρομάλλη Νώε που γεμάτος γνώση ακούει της αφθονίας και της αποξένωσης τον επερχόμενο κατακλυσμό» για να διασώσει τα Τιμαλφή.

Η ποιητική παραίνεση σαν χάδι:

«Να είσαι φορέας αθωότητας όπως ο άνεμος, η μέλισσα,

η πεταλούδα. Μεταφέρουν τη γύρη τάχα τυχαία, τάχα χωρίς να το

γνωρίζουν και χωρίς αυτό να είναι καν μες στις προθέσεις τους.

Καθώς περνούν και με κλωστές μαλαματένιες υφαίνουνε τις εποχές.

Γονιμοποιούνε τ’ άνθη και τα δέντρα.

Συμβάλλον στην καρποφορία χωρίς καλά να το γνωρίζουν.

Και χωρίς αυτή η πράξη να προσθέτει το παραμικρό στη φυσιογνωμία τους». [Λιθοξόος]


«Η εκλογή από το έργο του» [Καλέντης, 2014] και «Τα 60 + 1 αγαπημένα» [Κέδρος, 2017] όπου ο Ποιητής αυτοανθολογείται και αναδημιουργείται αποτελούν τη ζωντανή απόδειξη του Ποιητικού του Σύμπαντος που από την αρχική στιγμή της ποιητικής σύλληψης, ήταν πάντα ευκρινές και κρυστάλλινο, εμπεριείχε το Όλον στο ελάχιστο, ήτανε μύηση το Φως, στη Γνώση, στο ακατάλυτο της ζωής. Η κοσμοθεωρία του: «μόνο μ’ εκείνα που δωρίζεις μπορείς να γίνεις κροίσος».

pdf