Ευσυνείδητοι πολίτες ή καταδότες;

Ευσυνείδητοι πολίτες ή καταδότες;

Από την Εύα Στάμου

Την τελευταία δεκαετία έχω βρεθεί για ομιλίες σε ευρωπαϊκές  πόλεις, όπως η Κοπεγχάγη, το Λονδίνο, το Εδιμβούργο, τη Ζυρίχη, ή το Δουβλίνο,  όπου κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι καιρικές συνθήκες πραγματικά δυσκολεύουν την καθημερινότητα των κατοίκων. Σε όλα τα μέρη οι πολίτες τηρούσαν τον αντικαπνιστικό νόμο με θρησκευτική ευλάβεια, εγκαταλείποντας τις ζεστές αίθουσες των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων ή των ξενοδοχείων, για να καπνίσουν στο πεζοδρόμιο ή στον προαύλιο χώρο, ακόμα και με πυκνό χιόνι ή βροχή.  

Αρκετοί Δανοί, Σκωτσέζοι και Ιρλανδοί αγαπούν το τσιγάρο, τουλάχιστον όσο και εμείς. Την ίδια στιγμή όμως αναγνωρίζουν ότι η συνήθεια του καπνίσματος είναι ένας επιβλαβής εθισμός τις συνέπειες του οποίου δεν έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν παρά μόνο στον εαυτό τους. Αντιλαμβάνονται επίσης ότι η παύση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους αποτελεί μια εξαιρετικά θετική κίνηση για τον τουρισμό-στην περίπτωση της Ιρλανδίας και της Σκωτίας αυτό είναι ιδιαίτερα έκδηλο όσον αφορά τις χιλιάδες των Αμερικανών επισκεπτών που θα ήταν ικανοί να αλλάξουν προορισμό ακόμη και την τελευταία στιγμή, αν δεν ήταν σίγουροι πως τα ξενοδοχεία, τα μέρη εστίασης, ακόμα και οι μπιραρίες όπου θα βρεθούν θα είναι smoking free zones.

Όχι ότι είναι εύκολο να κόψει κάποιος το κάπνισμα ή έστω να το αποσυνδέσει από τις απολαύσεις του καφέ και του ποτού. Κάθε άλλο. Για δεκαετίες οι διαφημίσεις και οι χολιγουντιανές ταινίες μάς βομβάρδιζαν με λαμπερές, «ποθητές» εικόνες καπνιστών που απέπνεαν δύναμη, μαγκιά, ευφυία, αισθησιασμό, σε σημείο που πολλοί αδυνατούσαν να φανταστούν τον εαυτό τους να συζητά, να φλερτάρει, ή απλώς να σκέφτεται, χωρίς να κρατά ένα τσιγάρο. Για τις δε γυναίκες προχωρημένης μέσης και τρίτης ηλικίας, που σύμφωνα με τα στοιχεία ευρωπαϊκών ερευνών των τελευταίων ετών καπνίζουν περισσότερο από τους άντρες συνομηλίκους τους, η συνήθεια του καπνίσματος συνδέεται με την πεποίθηση ότι είναι περισσότερο κοινωνικά και ερωτικά απελευθερωμένες από τις μη καπνίστριες, αφού με αυτόν ακριβώς τον τρόπο η πανίσχυρη Βιομηχανία της Διαφήμισης τους πλάσαρε το τσιγάρο τις δεκαετίες του εξήντα και του εβδομήντα. 

Πολύ σωστά η κυβέρνηση αποφάσισε να αντιμετωπίσει το θέμα εκπονώντας ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσεως κατά του καπνίσματος, διοργανώνοντας καμπάνια ενημέρωσης του κοινού. Δύσκολο να γίνει αποδεκτός ο αντικαπνιστικός νόμος από τους πολίτες χωρίς μια μεγάλη εκστρατεία από το Υπουργείο Υγείας, όπως έγινε και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. 

Γεγονός είναι ότι τα μέτρα κατά του καπνίσματος βρίσκονται καθημερινά στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τόσο στα μέσα ενημέρωσης, όσο και στα social media όπου οι καπνιστές παρουσιάζονται είτε σαν ασυνείδητοι, κοινωνιοπαθείς που αδιαφορούν πλήρως για τον διπλανό τους, είτε σαν κατατρεγμένοι ήρωες που βασανίζονται άδικα εξαιτίας τού αγώνα τους για το δικαίωμα στο καπνίζειν.  

Τις τελευταίες μέρες «έπεσαν» και τα πρώτα πρόστιμα σε καπνιστές και ιδιοκτήτες χώρων εστίασης, και δόθηκε στην δημοσιότητα ο τετραψήφιος αριθμός όπου μπορούν να καταγγέλλουν οι πολίτες όσους παραβιάζουν τον αντικαπνιστικό νόμο.  Έντονες είναι οι αντιδράσεις -οργισμένες ή κωμικές- κατά των πολιτών που καταγγέλλουν παραβάτες. «Δωσίλογοι», «ρουφιάνοι», «καταδότες», «σπιούνοι» είναι οι χαρακτηρισμοί που ακούγονται άλλοτε σοβαρά κι άλλοτε αστεία, για όσους πολίτες αποφάσισαν να διασφαλίσουν ότι αυτή τη φορά ο νόμος θα εφαρμοστεί.

Το πρόβλημα πιστεύω ξεκινά από το γεγονός ότι αρκετοί Έλληνες δεν εμπιστεύονται ούτε τους νομοθέτες, ούτε το κράτος που οφείλει να επιβάλλει τους νόμους, θεωρώντας ότι συχνά οι νόμοι θεσπίζονται για να βασανίζουν τον πολίτη. Την ίδια στιγμή αρκετοί πολίτες δεν πιστεύουν ότι έχουν λόγο να δραστηριοποιηθούν ώστε να διαφυλάξουν τους νόμους και να βοηθήσουν τους συμπολίτες τους, αφού αυτό κατά τη γνώμη τους είναι αποκλειστική υποχρέωση της αστυνομίας.

Σε μία χώρα όπου όταν παραβιάζονται μπροστά στα μάτια μας τα δικαιώματα των παιδιών, των ΑΜΕΑ, ή άλλων ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ή όταν κακοποιούνται ζώα, οι περισσότεροι στρέφουν αλλού το βλέμμα τους, σκεπτόμενοι ίσως ότι θα βρεθεί κάποιος άλλος να αναλάβει την ευθύνη τής καταγγελίας, φαντάζει ίσως περίεργο ή ακραίο ένας πολίτης να καταγγέλλει τους παραβάτες τού αντικαπνιστικού νόμου. 

Να τηλεφωνήσεις, άραγε, στην αστυνομία όταν ο γείτονας σπάει στο ξύλο την γυναίκα του ή θα θεωρηθείς ρουφιάνος; Να ειδοποιήσεις κάποιον για τον δάσκαλο, τον ιερωμένο, τον διευθυντή που πιστεύεις ότι παρενοχλεί σεξουαλικά γυναίκες και νεαρά κορίτσια, ή καλό είναι να μην ανακατεύεσαι σε ό,τι δεν σε αφορά άμεσα; Να αναφέρεις στους ενήλικες το γεγονός ότι ο πακιστανικής ή αλβανικής καταγωγής συμμαθητής σου ή εκείνο το υπέρβαρο, ντροπαλό παιδί που δεν είναι καλό στα αθλήματα, έχουν υποστεί bullying από τους νταήδες της τάξης, ή να κοιτάς μόνο τη δουλειά σου; Να αναφέρεις ή όχι στις αρμόδιες αρχές τον ιδιοκτήτη της καφετέριας που παραβιάζει τον αντικαπνιστικό νόμο, αδιαφορώντας για τους πελάτες που πάσχουν από αναπνευστικά προβλήματα και για τους υπαλλήλους του που αναπνέουν παθητικά τον καπνό; 

Ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε ότι οι νόμοι δεν έχουν φτιαχτεί για να εξασφαλίζουν πώς οι πολίτες θα απολαμβάνουν ανενόχλητοι τους εθισμούς τους εις βάρος όλων των άλλων. Οι καπνιστές δεν είναι ανίσχυρα παιδιά, αλλά ενήλικες με δικαιώματα, υποχρεώσεις, και ευθύνες. Ας καπνίζει ο καθένας όσο συχνά επιθυμεί - στο πλαίσιο, όμως, που ορίζει η σχέση αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ πολιτών, και τήρησης των νόμων που προστατεύουν την υγεία των υπολοίπων.