Είναι και υπόθεση της Αντιπολίτευσης

Όσα γράφαμε χθες για τη διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση στο εξής, έχουν ως κεντρική ιδέα τη συμμαχία πολλών και διαφορετικών ομάδων στην κοινωνία: από την τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι τις οργανώσεις των ευπαθών, στον κορονοϊό, ομάδων. Και ακριβώς επειδή η διαχείριση της πανδημίας στο εξής αφορά και τη μάχη κατά του ανορθολογισμού, πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια πρέπει να έχουν τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ.

Είναι αλήθεια ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ δεν έχουν ταχθεί κατά των υγειονομικών μέτρων που λαμβάνονται από την κυβέρνηση μετά τις συστάσεις των ειδικών αλλά δεν έχουν βγει και αναφανδόν υπέρ. Πρέπει να το κάνουν. Χωρίς να φοβούνται ότι θα λειτουργήσουν υποβοηθητικά στην κυβέρνηση. Αντιθέτως, αν βγουν στην πρώτη γραμμή ζητώντας από τους πολίτες να τηρούν τις αποστάσεις και να φορούν μάσκα, την αξιοπιστία τους είναι που ενισχύουν, όχι την κυβέρνηση.

Το ΚΙΝΑΛ υπέφερε κατεξοχήν από τον ανορθολογισμό και τους «ψεκασμένους». Αν η κυβέρνηση ΓΑΠ είχε συγκρουστεί με τον ανορθολογισμό δυναμικά και θεσμικά, με χρήση των διαθέσιμων, νόμιμων κρατικών εργαλείων πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά στη χώρα. Βέβαια, οι αντιμνημονιακές παραφροσύνες και οι θεωρίες συνωμοσίες αφορούσαν την οικονομία και την πολιτική, όχι τη δημόσια υγεία οπότε ήταν πολύ πιο δύσκολο να παταχθούν παρ’όλα αυτά όμως, η τότε κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει προστατεύσει πολλούς αφελείς από την αφέλειά τους και τη χώρα από την καταστροφή.

Ειδικώς για τον ΣΥΡΙΖΑ η συστράτευση εναντίον των «ψεκασμένων» και συνωμοσιολόγων, κάποιους από αυτούς τους είχε και στις τάξεις του την περίοδο του αντιμνημονίου, είναι η ευκαιρία που ισχυρίζεται ότι αναζητά για να καθαρθεί από το άγος της συμπόρευσης με τις δυνάμεις της ακροδεξιάς και του ανορθολογικού σκότους προκειμένου να καταλάβει την εξουσία.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ το εννοεί όταν διαδίδει ότι θέλει να υπερβεί το οδυνηρό παρελθόν, τώρα είναι ιδανική ευκαιρία να μας το δείξει.

Η συνομωσιολογία στη χώρα μας έχει την ιδιαιτερότητα να τέμνεται με την Εκκλησία της Ελλάδος. Όχι βέβαια με τον Αρχιεπίσκοπο και την Ιερά Σύνοδο, σε αυτούς δεν έχουμε να προσάψουμε κάτι, αν και κατά καιρούς υπήρξαν μέλη της περιπτώσεις όπως ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων. Ο χαμηλόβαθμος και μεσαίος κλήρος είναι που έχει αγκαλιάσει αυτού του είδους τον ανορθολογισμό. Αυτός είναι και ο λόγος που η πολιτική εξουσία στη χώρα είναι τόσο απρόθυμη να συγκρουστεί με τους «ψεκασμένους». Όπου υπάρχουν «ψεκασμένοι» θα βρεις από δίπλα και κάποιον ιερέα να τους ευλογεί και όπου οι Έλληνες πολιτικοί βλέπουν ιερέα σπεύδουν να τον προσκυνήσουν για τις ψήφους. Αυτή είναι η αλήθεια και ειλικρινά λυπούμαστε που βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να την επισημάνουμε.

Έχει όμως αρχίσει να γίνεται αφόρητη η ανοχή της πολιτικής ηγεσίας προς την Εκκλησία. Πρέπει να ασκηθούν μεγαλύτερες πιέσεις στην Ιερά Σύνοδο, η οποία με τη σειρά της πρέπει να πιέσει τους Μητροπολίτες να ελέγξουν τον κλήρο. Τα κόμματα και ιδιαίτερα αυτά της αριστεράς και του Κέντρου έχουν την υποχρέωση να εξυγιάνουν τις σχέσεις τους με την Εκκλησία. 

Έχουμε βαρεθεί να ανεχόμαστε σιωπηλά αυτή την κατάσταση πολλώ μάλλον δε τώρα που μιλάμε για ένα θέμα δημόσιας υγείας.Η υπομονή μας έχει εξαντληθεί. Ας αναλάβουν όλοι, και η αντιπολίτευση, τις ευθύνες τους. Αλλιώς θα αρχίσουμε κι εμείς να αναζητούμε τρόπους πολιτικής έκφρασης που θα εγγυώνται τον στοιχειώδη σεβασμό στη δημοκρατική μας συνείδηση.