Δυο χρόνια μοναξιά

Δυο χρόνια μοναξιά

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Σήμερα η γυναίκα μου κι εγώ κλείνουμε δύο χρόνια εκτός Ελλάδος. Και θα πω μερικά πράγματα με αφορμή αυτή την προσωπική μας επέτειο, όπως είχα κάνει και πέρυσι από την παρούσα στήλη. Δεν θα αναφερθώ πάλι στα γνωστά, στο πόσο εξωπραγματικές, σχεδόν εξωγήινες είναι οι διαφορές ανάμεσα σε μία τυχαία βόρεια ή κεντροευρωπαϊκή χώρα και την Ελλάδα σε ΟΛΟΥΣ τούς τομείς που ΔΕΝ απαιτούν χρήματα, που ΔΕΝ έχουν να κάνουν δηλαδή με την οικονομία και την ανάπτυξη αλλά με τον «κοινωνικό πολιτισμό» —η απουσία του οποίου στην Ελλάδα είναι η μεγάλη εθνική μας πληγή—, πράγμα άλλωστε που κάνω πού και πού τόσο από εδώ (σπανίως) όσο και στη Σελίδα μου στο Facebook (καθημερινώς).

Πρώτα όμως ας επαναλάβω δυο λόγια από τα περσινά, μιας και τα περισσότερα ισχύουν ακόμη:

ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΑΥΤΟ;

Η μετεγκατάστασή μας από τη Θεσσαλονίκη στην Πράγα δεν θα καταγραφεί στις δέλτους της Ιστορίας των Μεγάλων Μεταναστεύσεων — αν και ζούμε ήδη στην αρχή μίας νέας περιόδου μαζικών μεταναστεύσεων. Εμείς, το πολύ-πολύ να προσμετρηθούμε στο μισό εκατομμύριο (and counting) των Ελλήνων που δεν άντεξαν άλλο — και που ταυτόχρονα ήταν σε θέση να κάνουν το μεγάλο βήμα. Γιατί δεν είναι όλοι σε αυτή τη θέση. Δεν είναι εύκολο. Η δικιά μας, επίσης, δεν είναι καν μετανάστευση, καθώς η Ευρώπη, σε πείσμα όλων, είναι ήδη μία και αδιαίρετη — ή καλύτερα, είναι ήδη ΜΙΑ χώρα, σε ένα σωρό τομείς. Ένα διαβατήριο χώρας-μέλους τής ΕΕ αρκεί. Δεν θέλει τίποτε άλλο. Δεν μεταναστεύσαμε λοιπόν: αλλάξαμε περιβάλλον. Απλώς έτυχε να είμαστε δυο, να πάρουμε δύναμη ο ένας από τον άλλο, και να συναποφασίσουμε ότι, ναι, μάλλον μπορούσαμε να θυσιάσουμε όλο το έχει μας για να φύγουμε.

ΓΙΑΤΙ ΦΕΥΓΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ; 

Πολλοί μάς έχουν ρωτήσει το γιατί. Πώς και το πήραμε απόφαση τελικά. Όλοι τους όμως, την ίδια στιγμή που κάνουν την ερώτηση, δαγκώνονται. Γιατί ξέρουν. Δεν θέλει δα και πολλή σκέψη. Δεν πρωτοτυπούμε: είναι οι ίδιοι λόγοι που έδιωξαν και το υπόλοιπο μισό εκατομμύριο. Οι ίδιοι λόγοι που θα έσπρωχναν και τους ίδιους, αυτούς που μας ρωτούν, να φύγουν αν το μπορούσαν. Οι ίδιοι λόγοι που θα διώξουν και άλλο μισό εκατομμύριο. Γιατί η μετανάστευση των Ελλήνων θα συνεχιστεί ακόμη και όταν θα αρχίσουν να εκλείπουν ένας-ένας κάποιοι από αυτούς τους λόγους, και κυρίως οι οικονομικοί και οι δημοσιονομικοί. Πρόκειται για μία διαδικασία μη αναστρέψιμη, εφόσον το περιβάλλον, το context, δεν αλλάζει. Και θα το καταλάβετε αυτό, ότι το περιβάλλον δηλαδή θα παραμείνει μολυσμένο —εν γνώσει μου χρησιμοποιώ ιατρικό όρο—, όταν δείτε τις πρώτες φωτιές στις πόλεις μετά τη δημοκρατική ανατροπή του καθεστώτος. Και θα το εμπεδώσετε όταν δείτε και τις επόμενες φωτιές. Το καραβάνι έχει ήδη μαζέψει ξύλα για να τις ανάψει.

ΓΙΑΤΙ ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ;

Πίστευα παλιότερα, πριν φύγουμε δηλαδή, πως «η νοσταλγία είναι πια μια λέξη που ανήκει αποκλειστικά στα λεξικά». Για όνομα του Θεού δηλαδή, δεν είμαστε στα 60s για να ακούμε εκείνα τα ελεεινά σκυλάδικα για το ψωμί της ξενιτιάς που 'ναι πικρό ή τους άθλιους αμανέδες για τη δόλια μάνα που κλαίει κοντά στο παραγώνι, και να βαλαντώνουμε πίνοντας τσίπουρο με γλυκάνισο στις όχθες του Μολδάβα. Αλλά το γεγονός ότι κάθε μέρα που περνά ξέρεις πως κάποιοι άλλοι οδήγησαν τα βήματά σου εδώ, κάτι ανθρωπάρια απ' αυτούς που στη ζωή σου δεν θα γύρναγες να τους πεις ούτε καλημέρα στο ασανσέρ γιατί βρομάν τα χνότα τους ή επειδή δεν είναι σε θέση να συγκεντρωθούν πάνω από ένα κείμενο για πάνω από δυο αναπνοές, αυτό είναι ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ. Αυτό σε συνδέει και σε παρασυνδέει με την πατρίδα. Αυτό σε ΚΑΝΕΙ να αισθάνεσαι λίγος και μόνος. Αυτό σε κάνει μια χαρά να νοσταλγείς την Ελλάδα. Εντέλει, ναι, αυτό: φύγαμε από σιχασιά. Και για να αναπνεύσουμε αέρα ελευθερίας. Για την ακρίβεια, δηλαδή, δεν φύγαμε: ξεφύγαμε. Το σκάσαμε.

Κάτι τέτοια έλεγα πέρυσι τέτοιες μέρες. Εξακολουθούν να τα πιστεύω ΣΧΕΔΟΝ όλα. Λέω όμως «μιας και τα περισσότερα ισχύουν ακόμη», γιατί πλέον έχω ένσταση ως προς το δεύτερο. Είναι πολλά χρόνια τώρα (πολύ περισσότερα από αυτά τα τεσσεράμισι) που πράγματι μιλώ παντού για τον φόβο μου ότι οι δυνάμεις της συντήρησης και της οπισθοδρόμησης, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ και οι κατά καιρούς σύμμαχοί του, θα δυναμιτίσουν τη νέα μεταπολίτευση της χώρας, αυτή δηλαδή που ξεκινά την άλλη Δευτέρα, με τον τρόπο που δυναμίτισαν το διάστημα 2010-2015 κάθε προσπάθειά της να ξεφύγει από την κρίση και να ορθοποδήσει για να προχωρήσει δυνατή στη νέα εποχή που ξημέρωσε στην Ευρώπη: μια εποχή θαυμάτων και προκλήσεων — μια εποχή για τολμηρούς.

Πλέον δεν το πιστεύω αυτό. Λοιπόν: δεν θα κάνουν τίποτε. Και ο βασικότερος λόγος που δεν θα κάνουν τίποτε είναι ότι, για να το επιχειρούσαν, θα έπρεπε να αντιμετώπιζαν πρώτα την απαξία στο βλέμμα του κόσμου. Αλλά δεν θα είναι σε θέση να την αντιμετωπίσουν. Δεν θα ξαναείναι ποτέ σε θέση να την αντιμετωπίσουν.

Αν κερδίσαμε κάτι από αυτά τα τεσσεράμισι αρρωστημένα χρόνια είναι η συνειδητοποίηση από τους πάντες του μικρού μεγέθους τους: η ριζοσπαστική Αριστερά μαζί με τη συντρόφισσά της, την εθνικιστική Ακροδεξιά, δεν είναι παρά ένα μάτσο ευνοημένοι από την τύχη —και από τις διασυνδέσεις των πατεράδων τους με τη χούντα— αμόρφωτοι ευκατάστατοι αστούληδες που πολέμησαν με κάθε δόλιο τρόπο για να πάρουν την εξουσία ώστε να φάνε κι άλλο. Να φάνε μέχρι σκασμού. Να κάνουν εμετό για να αδειάσει το στομάχι τους και να κάνει χώρο και για άλλο φαΐ. Για να το κάνουν αυτό, μπορούσαν να πέσουν όσο πιο χαμηλά ήταν δυνατόν. Κυριολεκτικά, μπορούσαν να κυλιστούν στο χώμα. Μάλιστα, ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΣΑΝ να το κάνουν. Και το έκαναν. Έπεσαν. Κυλίστηκαν. Και τιμωρήθηκαν ακριβώς γι' αυτό.

Με δυο λέξεις: ήταν μία αποκαλυπτική περίοδος αυτή. Ακριβή μεν, πανάκριβη, αλλά αποκαλυπτική. Η μαγική εικόνα έπαψε να είναι μαγική: δεν ήταν άλλο από μια μουτζούρα. Όλοι γνωριστήκαμε πια καλά. Και για τα καλά. Και οι σφετεριστές του εθνικού πλούτου ξέμειναν από κορόιδα. Εξ ου και το μεταναστευτικό κύμα θα μετριάσει καταρχάς την ορμή του και κάποια στιγμή θα σταματήσει. Μετά τη βύθισή μας στα Τάρταρα, σήμερα βρισκόμαστε στην αρχή μιας μεγάλης καμπύλης προς τα πάνω, που θα διαρκέσει τουλάχιστον μία οκταετία. Μια πορεία που δεν θα βρεθεί να την πολεμήσει κανείς.

Η Ελλάδα προώρισται να ανέβει αυτή την καμπύλη, και θα την ανέβει.

Κάποια στιγμή, μάλιστα, θα γράφουμε κι εμείς αυτά τα σημειώματα από την πατρίδα.