Δ. Κατσίκας: Αβεβαιότητα και μέτρα προκαλούν ανησυχίες για μεγαλύτερη ύφεση

Δ. Κατσίκας: Αβεβαιότητα και μέτρα προκαλούν ανησυχίες για μεγαλύτερη ύφεση

Αναπόφευκτες θα είναι οι επιπτώσεις σε κατανάλωση και επενδύσεις από την αβεβαιότητα που προκαλεί η λήψη των περιοριστικών μέτρων στην Αττική. Συνυπολογίζοντας την εικόνα της τουριστικής περιόδου έτσι όπως έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, την έξαρση της πανδημίας αλλά και την λήψη των μέτρων που ανακοινώθηκαν, οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις για το τρίτο τρίμηνο, δύσκολα θα επιτευχθούν. Τούτο θέτει σε αμφισβήτηση το βασικό σενάριο για ύφεση 7,9% φέτος, σημειώνει μέσω liberal.gr ο Δημήτρης Κατσίκας, επικεφαλής στο Παρατηρητήριο Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Σχετικά με τα διαθέσιμα κονδύλια και τα μέτρα στήριξης της οικονομίας επισημαίνει ότι το αν επαρκούν θα εξαρτηθεί και από την εξέλιξη της ίδιας της πανδημίας. Λόγω της αρνητικής σχέσης μεταξύ υγειονομικών μέτρων και οικονομικής δραστηριότητας, εάν το δεύτερο κύμα δεν γίνει εφικτό να ελεγχθεί έγκαιρα και οι αριθμοί νοσούντων και νοσηλευομένων ξεφύγουν, η επιβεβλημένη υιοθέτηση νέων μέτρων θα βυθίσει την ελληνική οικονομία ακόμη περισσότερο.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Τι επιπτώσεις μπορεί να επιφέρουν στην οικονομία τα νέα περιοριστικά μέτρα που ανακοινώθηκαν για την συγκράτηση της πανδημίας;

Είναι προφανές ότι κάθε μέτρο το οποίο αναστέλλει ή περιορίζει οικονομικές δραστηριότητες άμεσα, όπως για παράδειγμα τα μέτρα για τα νυχτερινά κέντρα, τις συναυλίες και άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες, την εστίαση και τις λαϊκές αγορές, ή ακόμη και έμμεσα, αποθαρρύνοντας για παράδειγμα τις μετακινήσεις των πολιτών, λόγω της υποχρέωσης χρήσης μάσκας σε όλους τους κλειστούς χώρους, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για την οικονομία. Από την άλλη πλευρά, τα μέτρα αυτά κρίνονται απαραίτητα για τη συγκράτηση του δεύτερου κύματος του κορονοϊού που βρίσκεται σε εξέλιξη στη χώρα μας από τα μέσα Αυγούστου.

Η ανάγκη υιοθέτησης νέων μέτρων αναδεικνύει για ακόμη μια φορά το δύσκολο έργο όσων καλούνται να διαχειριστούν την κρίση της πανδημίας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Όπως έχει επισημανθεί επανειλημμένα από τους οικονομολόγους από την αρχή της κρίσης, η διαχείριση της πανδημίας θέτει ένα πιεστικό δίλημμα στους ασκούντες πολιτική. Από τη μια πλευρά, η υιοθέτηση υγειονομικών μέτρων κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση του ιού. Αυτό είναι αναγκαίο ώστε το σύστημα υγείας να μπορέσει να ανταποκριθεί με επάρκεια και να μην δούμε εικόνες όπως αυτές που είδαμε στην Ιταλία τον Μάρτιο και τον Απρίλιο. Από την άλλη πλευρά, η επιβολή περιοριστικών μέτρων για υγειονομικούς λόγους έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία καθώς πλήττει τόσο την πλευρά της προσφοράς (π.χ. μέσω του υποχρεωτικού κλεισίματος των επιχειρήσεων), όσο και αυτή της ζήτησης (π.χ. λόγω μείωσης των εισοδημάτων). 

Συνεπώς, η προσπάθεια να αποφευχθεί μια ανθρωπιστική κρίση οδηγεί νομοτελειακά σε μια οικονομική κρίση. Οι περισσότερες χώρες, όπως και η Ελλάδα επέλεξαν να προτάξουν τη δημόσια υγεία σε βάρος της οικονομίας και ορθά κατά τη γνώμη μου. Ωστόσο, ο χρόνος που κερδίζεται από τα υγειονομικά μέτρα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη θωράκιση του συστήματος υγείας, καθώς είναι προφανές ότι τα μέτρα δεν μπορούν να συνεχίζονται επ’ αόριστον, αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε οικονομική κατάρρευση με εξίσου σοβαρές συνέπειες. Για αυτό εξάλλου και τα νέα μέτρα είναι στοχευμένα.

Θα μπορούσαν τα μέτρα, μαζί με την γενικότερη αβεβαιότητα για την εξέλιξη της πανδημίας να επιτείνουν επί τα χείρω την πορεία της ύφεσης;

Αν και τα μέτρα είναι λιγότερο σκληρά απ' ότι ίσως περιμέναμε, εντούτοις επειδή ακριβώς αφορούν την περιφέρεια Αττικής, το οικονομικό κέντρο της χώρας, ενδέχεται να επηρεάσουν σε κάποιο βαθμό την οικονομία. Οι επιπτώσεις όμως δεν αφορούν μόνο αυτά καθεαυτά τα μέτρα, όσο την αβεβαιότητα που σηματοδοτεί η ανάγκη λήψης τους για την κατανάλωση και τις επενδύσεις το επόμενο διάστημα, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη το δεύτερο κύμα της πανδημίας. 

Υπενθυμίζεται ότι το πρώτο εξάμηνο του 2020, σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία που επικαλέστηκε ο υπουργός Οικονομικών, η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 7,9%, κοντά στις προβλέψεις της κυβέρνησης για το σύνολο του έτους και ελαφρώς χαμηλότερα από τις πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για συρρίκνωση 9% για το 2020 στην Ελλάδα. 

Όπως γίνεται κατανοητό, για να περιοριστεί η ύφεση για όλο το έτος κοντά στις προβλέψεις, θα πρέπει να ακολουθήσει μια όχι αμελητέα ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 3ο και 4ο τρίμηνο. Με την εικόνα της τουριστικής περιόδου που έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, αλλά και την ανάγκη νέων μέτρων όπως αυτά που ανακοινώθηκαν, είναι προφανές ότι η ανάκαμψη αυτή, τουλάχιστον για το 3ο τρίμηνο αποτελεί μια πρόκληση που μάλλον δύσκολα θα επιτευχθεί. Τούτο θέτει σε αμφισβήτηση το βασικό σενάριο για την ύφεση το 2000.

Το ρωτώ γιατί παρά τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, όπως αυτά που εξειδικεύθηκαν χθες από το οικονομικό επιτελείο, τα περιοριστικά μέτρα και κυρίως η αβεβαιότητα δεν απειλούν να περιορίσουν την κατανάλωση;

Η κυβέρνηση έχει πράγματι προβεί σε μια σειρά μέτρων για την ανάσχεση της ύφεσης, τη στήριξη της αγοράς εργασίας και της ρευστότητας των επιχειρήσεων. Επίσης, η χώρα διαθέτει αρκετά ταμειακά διαθέσιμα, δανείζεται από τις αγορές με ιστορικά χαμηλά επιτόκια και αναμένει σημαντικές ροές κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης από την αρχή της επόμενης χρονιάς. Συνεπώς, υπάρχουν αρκετά «πυρομαχικά» για την στήριξη της οικονομίας το επόμενο διάστημα.

Παρόλα αυτά, το αν οι πολιτικές αυτές και τα διαθέσιμα κονδύλια αποδειχθούν αρκετά, πέρα από την διαχειριστική ικανότητα των αρμοδίων, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από την εξέλιξη της ίδιας της πανδημίας. Λόγω της αρνητικής σχέσης μεταξύ υγειονομικών μέτρων και οικονομικής δραστηριότητας που περιγράφηκε προηγουμένως, εάν το δεύτερο κύμα δεν γίνει εφικτό να ελεγχθεί έγκαιρα και οι αριθμοί νοσούντων και νοσηλευομένων ξεφύγουν, η επιβεβλημένη υιοθέτηση νέων μέτρων θα βυθίσει την ελληνική οικονομία ακόμη περισσότερο.

Για αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να εφαρμόζονται τα μέτρα με προσήλωση από όλους μας, τώρα, όσο υπάρχει χρόνος και η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί με περιορισμένα, στοχευμένα τοπικά μέτρα, γιατί μετά μπορεί να είναι αργά.