Βουνό ή θάλασσα;

Βουνό ή θάλασσα;

Του Θοδωρή Ηλιόπουλου*

Υπάρχει μία απλοϊκή – ή πονηρή – άποψη ότι τα τυπικά και τα διαδικαστικά ζητήματα είναι άνευ σημασίας και ότι πρέπει να «κοιτάμε την ουσία». Η διεθνής επικαιρότητα των τελευταίων ημερών δείχνει την επιπολαιότητα της παραπάνω θέσης. Μάλιστα, τα διαδικαστικά ζητήματα μπορούν να αναχθούν σε θεματοφύλακα της δημοκρατίας. Έτσι, η τήρηση της διαδικασίας, όπως με δημοκρατικό τρόπο έχει θεσπισθεί, αποτελεί ανασχετικό παράγοντα για την υλοποίηση αφελών και λαϊκίστικων πολιτικών και καταδεικνύουν τον παραλογισμό τους.

Για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε τον περασμένο Ιούνιο να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη συνέχεια, η Τερέζα Μέη διαδέχθηκε τον Ντέηβιντ Κάμερον, ώστε στη θέση του πρωθυπουργού να βρίσκεται πολιτικός εκφραστής του Brexit. Έξι μήνες και πλέον μετά, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ακόμη μπλεγμένο στις δυσκολίες του εγχειρήματος να εγκαταλείψει την Ένωση.

Η διαδικασία αποχώρησης κράτους-μέλους από την ΕΕ ορίζεται από το άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με το άρθρο 50, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει πρώτα να γνωστοποιήσει επισήμως την πρόθεσή του να αποχωρήσει – δεν το έχει πράξει ακόμη. Έπειτα, θα ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με την ΕΕ σχετικά με τους όρους της αποχώρησης και τις μελλοντικές σχέσεις των δύο πλευρών. Οι διαπραγματεύσεις αυτές μπορεί να κρατήσουν έως και δύο χρόνια? μάλιστα, το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να υπαναχωρήσει και να επιλέξει να παραμείνει τελικώς στην ΕΕ, εάν κρίνει ότι οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν ευνοϊκή κατάληξη.

Πέραν, όμως, από το δίκαιο της ΕΕ, και το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου θέτει διαδικαστικά προσκόμματα στο εγχείρημα της εξόδου. Πριν από μία εβδομάδα, η κυρία Μέη  δήλωσε με αυστηρό ύφος και αποφασιστικότητα ότι προσανατολίζεται σε ένα «σκληρό Brexit», που σημαίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει από την ΕΕ αδιαφορώντας για τους σκληρούς όρους που ενδεχομένως τεθούν κατά τις διαπραγματεύσεις. Ακολούθησε η χλεύη μέρους της κοινής γνώμης, που υποψιάζεται ότι η πρωθυπουργός μπλοφάρει. Ακολούθησε, όμως, και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έκρινε ότι η πρωθυπουργός μπορεί να εκκινήσει τη διαδικασία αποχώρησης μόνο μετά από απόφαση του Κοινοβουλίου. Έτσι, εισήχθη προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο νομοσχέδιο, το οποίο εξουσιοδοτεί την πρωθυπουργό να ενεργοποιήσει το μηχανισμό αποχώρησης του άρθρου 50 της Συνθήκης για την ΕΕ. Η συζήτηση ξεκίνησε στις 31 Ιανουαρίου και αναμένεται να διαρκέσει μέχρι τις αρχές του Μαρτίου. Και από εκεί, βλέπουμε.

Στην ηπειρωτική Ευρώπη οι δυνάμεις του εθνικολαϊκισμού βάλλουν και κατά του ευρώ. Η Ένωση και το κοινό νόμισμα αμφισβητείται από τη Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, από το Χέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία, από τον Μπέπε Γκρίλο και τη Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία, από τους Ποδέμος στην Ισπανία και από το κόμμα AfD στη Γερμανία. Και στην Ελλάδα, βέβαια, από το ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ. Πριν από λίγες ώρες, μάλιστα, ο Νίκος Ξυδάκης μας υπενθύμισε ποιοι είναι οι σύμμαχοι του ΣΥΡΙΖΑ και ποια είναι η στρατηγική πολιτική του τοποθέτηση. Έχουν, φυσικά, προηγηθεί και άλλοι, όπως ο Πάνος Καμμένος, ο οποίος, παρ' ότι μπούλης κατά τον πρωθυπουργό, έχει πολλάκις καταφερθεί ενάντια του ευρώ και της Ένωσης. Ή ο Αλέξης Τσίπρας, που δεν ήθελε να ακούσει τα κάλαντα στα αγγλικά, όχι επειδή δεν καταλάβαινε τους στίχους, αλλά επειδή του θύμιζαν το ευρώ.

Θα έλεγε κανείς ότι τα στελέχη και οι υποστηρικτές της κυβέρνησης σχεδόν εμμονικά ψάχνουν ευκαιρία να αναφερθούν και να ασκήσουν κριτική στο ευρώ. Παράλληλα, όμως, φοβούνται να πάρουν ευθέως θέση? απλώς θέτουν προβληματισμούς προς συζήτηση. Και, εδώ και αρκετά χρόνια, η συζήτηση γίνεται. Και τίθεται το ερώτημα «ευρώ ή δραχμή»; Η επαναλαμβανόμενη απλοϊκή διατύπωση του ερωτήματος, όμως, δημιουργεί προβλήματα. Όχι μόνο επειδή οι απαντήσεις ενδεχομένως να είναι προϊόν αντιστοίχως απλοϊκής σκέψης, και ως εκ τούτου παραπλανητικές, αλλά κυρίως επειδή καθιερώνεται στο δημόσιο διάλογο η συζήτηση για το νόμισμα σα να είναι ένα απλό δίλημμα, στο οποίο καθένας μπορεί εύκολα να απαντήσει ανάλογα με τη διάθεσή του ή τα προσωπικά του γούστα, ακόμη και στην τύχη – άλλωστε, οι πιθανότητες είναι 50 – 50.

Η ερώτηση «ευρώ ή δραχμή» τίθεται, δηλαδή, σαν να ρωτάμε  «κορώνα ή γράμματα», «καφέ ή τσάι», «βουνό ή θάλασσα».

Έτσι, η διατύπωση της ερώτησης οδηγεί σε εντυπωσιακούς, πλην απλουστευτικούς τίτλους, του τύπου «Σοκ! Όλο και περισσότεροι Έλληνες δε θέλουν το ευρώ». Πώς όμως μπορεί να φύγει κανείς από την ευρωζώνη; Με ποιές συνέπειες;

 Η διαδικασία αποχώρησης κράτους – μέλους από την ευρωζώνη δεν ορίζεται στις Συνθήκες με σαφήνεια, όπως εκείνη της αποχώρησης από την Ένωση. Υπάρχει, μάλιστα, η άποψη ότι αποχώρηση από το ευρώ μπορεί να γίνει μόνο με ταυτόχρονη αποχώρηση και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ακολουθηθεί μία διαδικασία διαπραγματεύσεων, κατ' αναλογία και με το άρθρο 50 της ΣΕΕ. Ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, έχει ήδη δηλώσει τη στάση που θα κρατήσει σε τέτοιες διαπραγματεύσεις: όποιος θέλει να φύγει από το ευρώ, οφείλει πρώτα να τακτοποιήσει τις οφειλές του στο ευρωσύστημα, και μετά να επιστρέψει στο εθνικό νόμισμα.

Οι δηλώσεις του κυρίου Ντράγκι δεν είναι νόμος, είναι όμως ενδεικτικές για τις άμεσες συνέπειες που μπορεί να έχει η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Ειδικά σε ό, τι αφορά την Ελλάδα, επιστροφή στη δραχμή δεν μπορεί να γίνει, εάν πρώτα δεν καταβληθούν στο ευρωσύστημα οι οφειλές της χώρας, ύψους περίπου 72 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με άλλα λόγια, μόνη η λήψη της απόφασης για επιστροφή στη δραχμή κοστίζει 72 δις ευρώ. Σχηματικά, μόνη η απόφαση για επιστροφή στη δραχμή θα κοστίσει σε κάθε ενήλικο Έλληνα περίπου 8000 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι περίπου ίσο με το μέσο ετήσιο εισόδημα των Ελλήνων. Ποιός θα έδινε αυτά τα χρήματα για να έχει από εδώ και πέρα δραχμές; Ποιός θα δεχόταν να δουλεύει για δώδεκα μήνες δίχως να πληρώνεται για να μπορέσει, όταν ξαναπληρωθεί, να πάρει δραχμές; Εάν υπολογίσουμε και την υποτίμηση του νομίσματος, η οποία αναμένεται να ξεπεράσει το 60%, το ερώτημα που μας καλεί ο κύριος Ξυδάκης να συζητήσουμε είναι «θα δίνατε το ετήσιο εισόδημά σας και τη μισή περιουσία σας για να έχουμε και πάλι δραχμή»;

Θα πει κανείς, «και γιατί να πληρώσουμε»; Σα να μπορούμε, δηλαδή, να κάνουμε αλλιώς. Αυτό που δυσκολεύεται να κάνει το Ηνωμένο Βασίλειο, θα το κάνει ο κύριος Τσίπρας και ο κύριος Ξυδάκης; Θα υπάρξουν πιθανότατα διάφοροι που θα απαντήσουν «ναι»! Αφού, όμως, μπορούμε να αδιαφορούμε για το διεθνές δίκαιο, τη διεθνή διπλωματία, τους διεθνείς συσχετισμούς και την πραγματικότητα, γιατί  να μην κατακτήσουμε τη Γερμανία για να μην τους έχουμε και στο κεφάλι μας; Άλλωστε, ποιός δε θα ήθελε ένα εξοχικό στη Φρανκφούρτη; Ή στο Αμβούργο, εάν προτιμάει με θάλασσα.

* Ο κ. Θοδωρής Γ. Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος LLM.