Βιβλίο: Προσδοκώντας και ελπίζοντας

Βιβλίο: Προσδοκώντας και ελπίζοντας

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Γελάσαμε με τον so called ανασχηματισμό, εντυπωσιαστήκαμε ξανά από το πώς ένας άνθρωπος μηδενικών πολιτικών-διοικητικών προσόντων μπορεί να φτάσει να γίνει ακόμη και υπουργός εάν αυτό είναι προς το προσωπικό συμφέρον του προέδρου της κυβέρνησης, είδαμε για επίσης ακόμη μια φορά πώς έλκονται από έναν βαρύ, ωραιότατο μισθό —σαν τα μαμούνια από το φως στις ψαροταβέρνες— γνωστά στελέχη τής καθ' ημάς Αριστεράς του χαβιαριού, και… και πέρασε κι αυτό… Άλλη μια μέρα στο γραφείο, άλλη μια μέρα στην Ελλάδα του Καμμένου και του υπαλλήλου του. Του χαχανούλη.

Και μένα πάλι, όπως και σε όλους τους ρεπόρτερ του βιβλίου, μου ήρθε χθες ένα μέιλ από πολύ γνωστό, και πολύ καλό, ιστορικό οίκο, ένα δελτίο Τύπου που μας ενημέρωνε για το εκδοτικό του πρόγραμμα του δεύτερου εξαμήνου του 2018. Από τη Δευτέρα δηλαδή που ξεκινάει η σεζόν (όλος ο Σεπτέμβριος είναι αφιερωμένος στα σχολικά, και όποιος οίκος δεν πουλάει τέτοια δεν κόβει τιμολόγια μέχρι να μπούμε στον Οκτώβρη…) μέχρι και τις Γιορτές. Λοιπόν, αναφορικά με την πεζογραφία —και να σημειώσω εδώ: ο εν λόγω οίκος έχει μεγάλη, ρωμαλέα παράδοση στα μυθιστορήματα—, πρόκειται να εκδώσει τρία (3) βιβλία. Τρία νέα βιβλία. Ένα ελληνικό (άρα με εξαιρετικά μικρό κόστος έκδοσης), ένα κλασικό ξένο (δηλαδή χωρίς δικαιώματα σε ατζέντη, σε ξένο εκδοτικό οίκο και στον από καιρού μακαρίτη συγγραφέα) και ένα σύγχρονο ξένο.

Καθόμουν και κοιτούσα το δελτίο Τύπου επί ώρα, ψάχνοντας να δω αν έκανα κανένα λάθος, αν δεν είδα καλά, αν κάτι μού διέφυγε.

Δεν μου είχε διαφύγει κάτι. Ο ιστορικός αυτός οίκος θα εκδώσει φέτος, και δη πάνω στην πιο εμπορική εποχή της χρονιάς (τον Δεκέμβριο, να φανταστείτε, πωλούνται όσα βιβλία πουλήθηκαν όλους τους άλλους μήνες μαζί), τρία όλα κι όλα μυθιστορήματα. Ή, για να το κάνουμε πιο λιανά, οι άνθρωποι αυτού του εκδοτικού δεν έχουν χρήματα για να τα επενδύσουν στη δουλειά τους: κρατούν όσα έχουν (αν έχουν) για να πληρώνουν τα στελέχη τους, τους υπαλλήλους τους και τους προμηθευτές τους. Σηκώσανε τα χέρια ψηλά. Γιατί τρία βιβλία ίσον κανένα βιβλίο — σχεδόν δεν αξίζει τον κόπο (δηλαδή το χρήμα) να τα δειγματίσεις στα βιβλιοπωλεία. Με άλλα λόγια: είναι σαν να παραδέχεσαι πως έχεις αποκλειστεί από το παιχνίδι — από την αγορά.

Αυτό το μαγαζί δεν είναι το μόνο. Μακάρι να ήταν. Δεν μιλάμε για μεμονωμένα φαινόμενα εδώ. Είναι ένα από τα πολλά που μαζεύουν χρόνο με τον χρόνο τη δραστηριότητά τους, τη νοικοκυρεύουν (όχι με την καλή έννοια…), την ψαλιδίζουν, τη διηθίζουν, βάζοντας πάνω από τη μισή τους παραγωγική δύναμη, όχι στην καθαυτό έκδοση βιβλίων, αλλά στην αυστηρή, αυστηρότατη επιλογή των ελάχιστων δυνατών τίτλων που πιστεύουν ότι θα τους βάλουν λιγότερο μέσα.

Το ίδιο συμβαίνει και στις συναλλαγές των περισσότερων εκδοτικών με τους συνεργάτες τους: συγγραφείς, επιμελητές και άλλους. Πλέον, και αναφορικά με τους Έλληνες συγγραφείς (τα «ψώνια», όπως ακούω πολλούς από εσάς να λέτε), τα πράγματα κατάντησαν να θυμίζουν παζάρι — φτηνό παζάρι. Οι εννέα στους δέκα εκδοτικούς αδυνατούν να αποδώσουν δικαιώματα, ενώ ήδη από τη στιγμή της υπογραφής των συμβολαίων εξασφαλίζουν —κοινή συναινέσει, προφανώς— ότι από τις πρώτες τρεις, τέσσερις, πέντε, έως και δέκα εκατοντάδες πωληθέντα αντίτυπα (εάν και εφόσον πουληθούν όλα αυτά δηλαδή…) ο συγγραφέας δεν θα αποκομίσει το παραμικρό κέρδος, χρηματοδώντας έτσι ο ίδιος, υπό μία έννοια, την έκδοση του βιβλίου του με κάτι σαν «υποσχετική δανείου».

Η έκδοση «ιδίοις εξόδοις» βιβλίων, είτε μιλάμε για αυτοεκδόσεις (που πλέον επανέκαμψαν δυναμικά στο εξωτερικό, σε μορφή ψηφιακού βιβλίου, αλλά δυστυχώς όχι στην Ελλάδα) είτε για εκδόσεις με τη σφραγίδα ενός εκδοτικού, είναι παλιά υπόθεση, ιστορική. Μάλιστα, προϋπήρξε όλων των άλλων τύπων έκδοσης. Είναι θεμιτή και τίμια διαδικασία. Η σημερινή της μορφή, από την άλλη, όπως γίνεται από τους περισσότερους μικρούς και μάλλον από όλους τους μεσαίου μεγέθους εκδοτικούς οίκους, με όλες της τις ιδιαιτερότητες και μορφές (αναφέραμε μόνο μία), είναι αναγκαία προϋπόθεση για να εξακολουθούν να υπάρχουν, και για να υπάρχει ποικιλία στις εκδόσεις. Μπορεί να μας πικραίνει, μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε μικροί και αδύναμοι, αλλά είναι κάτι που δεν μπορεί σήμερα να αναιρεθεί. Δυστυχώς.

Μιλάμε συχνά από αυτή τη στήλη για το πόσο έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης η αγορά του βιβλίου, τονίζοντας πάντα πως πρόκειται ακριβώς για αγορά, όχι για φιλανθρωπικό παζάρι χειροτεχνημάτων. Για μία αγορά μάλιστα που καθρεφτίζει τη γενικότερη κατάσταση της οικονομίας, όπως η (ας την πούμε «καλή») λογοτεχνία καθρεφτίζει την ψυχή της κοινωνίας. Δεν ξέρω αν έχουν κάποια εμπορική αξία αυτά τα κείμενα, αν μεταφράζονται σε πέντε-δέκα πωλήσεις δηλαδή, αλλά θα συνεχίσω να τα παράγω, δεδομένου ότι η δραματική κατάσταση που ζούμε δεν θα αλλάξει πριν γίνουν σοβαρές επενδύσεις στην Ελλάδα, πριν μειωθεί σε πραγματικούς αριθμούς η ανεργία, πριν σταματήσουν να φεύγουν σωρηδόν τα νέα πτυχία από τη χώρα (αυτή η συμπαγής μάζα δυνάμει αναγνωστών) και πριν γεννηθεί μια κάποια ελπίδα στους πολίτες.

Επιτρέψτε μου όμως να κλείσω το σημερινό σημείωμα με μία (και) προσωπική μαρτυρία. Κάπου το 2011, όλοι οι εξωτερικοί συνεργάτες ενός οίκου (μεταφραστές, επιμελητές, διορθωτές και λοιποί) στον οποίο και εγώ εργαζόμουν λάβαμε ένα μέιλ που μας πρότεινε να δεχτούμε μία μείωση των απολαβών μας κατά 30%. Κατά το εν τρίτον περίπου. Η κατάσταση ήταν άσχημη, ο κόσμος απέφευγε τα βιβλιοπωλεία σαν τον διάολο την εκκλησία, και οι τιμές των βιβλίων έπρεπε να πέσουν, σημείωνε. Τάχιστα. Λοιπόν, δύο πράγματα. (1) Έλαβα εκείνο το μέιλ στις 09:12 — η μονολεκτική απάντησή μου («Συναινώ») στάλθηκε επίσης στις 09:12. Δεν ήθελε σκέψη. (2) Απαντήσαμε όλοι θετικά. Δεν ήθελε σκέψη.

Έχω κρατήσει εκείνο το μέιλ.

Κρατάμε ακόμη. Συνεχίζουμε ακόμη. Και, με την καρδιά μας πιασμένη, προσδοκούμε και ελπίζουμε.