Βιασμός στην Ελλάδα: ένα έγκλημα διαρκείας

Βιασμός στην Ελλάδα: ένα έγκλημα διαρκείας

Στο φως της επικαιρότητας το τελευταίο διάστημα έχουν βρεθεί σοβαρές καταγγελίες για βιασμούς. Ο Τύπος και τα ΜΜΕ στην πλειοψηφία τους, τις περισσότερες φορές, αντιμετωπίζουν τα περιστατικά αυτά είτε ως φρικαλέα συμβάντα, είτε ως αφορμή για να στηλιτευτεί το κράτος για την αδράνεια του και η κοινωνία για την «εκκωφαντική» σιωπή της. Γράφονται μακροσκελείς αναλύσεις για το θεσμικό πλαίσιο αντιμετώπισης τέτοιων φαινομένων και ουδείς βασικά ασχολείται με τα θύματα πέραν από τη στιγμή που αυτά βρίσκουν το κουράγιο να καταγγείλουν το έγκλημα.

Εντωμεταξύ οι διάφορες συζητήσεις στα κοινωνικά δίκτυα για το ζήτημα είτε αγγίζουν τα όρια του τραγελαφικού και της άθλιας διακωμώδησης των θυμάτων, είτε αναπαράγουν συντηρητικά και ηθικοπλαστικά τσιτάτα για τις σχέσεις των δυο φύλων. Το καλοκαίρι μάλιστα ακούσαμε και το εξωφρενικό από γνωστό τραγουδιστή στη χώρα μας που ισχυρίστηκε ότι «οι γυναίκες με την ένδυσή τους βιάζουν την ψυχή του άντρα κι έτσι ο άντρας δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο, υποκύπτει!».

Με λίγα λόγια στην Ελλάδα, κι όχι μόνο, τα θύματα του βιασμού συνεχίζουν να κακοποιούνται και μετά το συμβάν. Από την διαδικασία της καταγγελίας και τον κοινωνικό στιγματισμό, μέχρι -αν και εφόσον φτάσει ως εκεί- το δικαστήριο. Αντιμετωπίζονται είτε ως κακόμοιρα πλάσματα, είτε ως αφελή που «τους έτυχε κάτι μωρέ άσχημο». Κοινώς, προσβάλλεται βάναυσα η προσωπικότητά τους, η οποία μάλιστα θεωρείται σχεδόν a priori υπαίτια για το αποτρόπαιο γεγονός.

Και κανείς δεν μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί τη συναισθηματική φθορά που φέρνει ένας βιασμός όχι μόνο κατά τη διάρκεια της τέλεσης του εγκλήματος, αλλά και από την γραφειοκρατική διαδικασία της καταγγελίας στη συνέχεια, η οποία απαιτεί χρόνο, την ιατροδικαστική έρευνα, την ακροαματική διαδικασία, το σπιράλ επανάληψης της αφήγησης του περιστατικού στο δικαστήριο. Το θύμα αναγκάζεται επί της ουσίας να ξαναζήσει τη φρίκη επανειλημμένως.

Στην Ελλάδα εκτιμάται πως οι βιασμοί ξεπερνούν τους 4.500 τον χρόνο. Από αυτούς μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό, περί τους 200 τον χρόνο, καταγγέλλονται στις Αρχές, ενώ καταγράφεται το χαμηλότερο ποσοστό καταγγελιών στην Ευρώπη. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της αστυνομίας μέχρι στιγμής: το 2017 είχαμε μεν 74 απόπειρες, καταγράφηκαν δε 168 εξιχνιάσεις. Το 2018, 69 απόπειρες, 175 όμως εξιχνιάσεις. Για το α' εξάμηνο του 2019, 27 απόπειρες, 69 εξιχνιάσεις αντιστοίχως.

Σε τελική ανάλυση, το πρόβλημα εξακολουθεί και υφίσταται σε δύο επίπεδα. Στην αδυναμία ή αποτροπή καταγγελίας του θύματος και στην αντιμετώπιση αυτού στη συνέχεια. Μπορεί πρόσφατα στο νομικό πεδίο να προχωρήσαμε ένα βήμα παρακάτω με την επικύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και την πρόσφατη αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα, να εξασφαλίσαμε ένα συγκεκριμένο και μεγαλύτερο δίκτυο αστυνομικής προστασίας με την πρόσφατη λειτουργία ειδικού τμήματος αντιμετώπισης ενδοοικογενειακής βίας στην Ελληνική Αστυνομία, όμως δεν έχουμε καταφέρει τίποτε όσον αφορά τον κοινωνικό στιγματισμό και πολλές φορές τη διαπόμπευση των θυμάτων.

Γι' αυτά απαιτείται συστηματικός και σοβαρός σχεδιασμός τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στον δραστικό περιορισμό της ρητορικής στα MME που πολλές φορές διακωμωδεί τη σεξουαλική κακοποίηση ή και παρενόχληση ως «ένα άλλο πεδίο της πολιτικής ορθότητας που έχει ξεφύγει από τον έλεγχο». Πρέπει επειγόντως να αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα την αναπαραγωγή προσβλητικών στερεότυπων για τις γυναίκες, την διάδοση και κατ' επέκταση εμπέδωση στρεβλών αντιλήψεων για τις σχέσεις των δυο φύλων. Η αύξηση των ποσοστών βιασμού στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια εφησυχασμού.