Αυτοί είναι, έτσι θα συνεχίσουν

Αυτοί είναι, έτσι θα συνεχίσουν

H πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για τη χθεσινή προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή θα μπορούσε να αποτελέσει μια χρυσή ευκαιρία για τον Αλέξη Τσίπρα να αφήσει πίσω του τα βαρίδια του λαϊκισμού και του εκχυδαϊσμού της πολιτικής ζωής.

Και καταδικάζοντας τη χυδαιότητα να αναλάβει το δύσκολο έργο της αξιωματικής αντιπολίτευσης κοιτώντας, ενδεχομένως με ελπίδα, προς την κεντροαριστερά. Φευ!

Επέλεξε να καταγγείλει τα «μη επανδρωμένα» πληκτρολόγια του διαδικτύου, αλλά ταυτόχρονα να στηρίξει με σαφήνεια τον Παύλο Πολάκη και τα στελέχη που ενεπλάκησαν στις ύβρεις με αφορμή την υπόθεση Λιγνάδη και τον Κώστα Βαξεβάνη.

Η καταδίκη των ανώνυμων ή και επώνυμων, εκτός επίσημου νυμφώνος ήταν η εύκολη οδός. Η άλλη, αυτή του απεγκλωβισμού του από τους λαϊκιστές του κόμματός του που ξεπερνούν σε επίπεδο ύβρεων ακόμη και τις χειρότερες ημέρες του «αυριανισμού» ήταν η δύσκολη. Απέφυγε να την επιλέξει και όχι μόνο. Εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου επίθεση, τόσο προς τον πρωθυπουργό όσο και προς στελέχη (εξαιρουμένης της Λίνας Μενδώνη που κατά τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ είναι σχεδόν υπόλογη για τη καταδικαστέα και αποκρουστική δράση του Δημήτρη Λιγνάδη) όπως η Κ. Αγαπηδάκη.

Ο συμψηφισμός που επιχείρησε δείχνει πως ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να ξεφύγει από τη λογική του διχασμού, από το «εμείς και οι άλλοι» του μνημονίου και αντιμνημονίου. Χωρίς καμία πρόταση χωρίς καμία αναφορά σε κάποια πρωτοβουλία στο πλαίσιο της στήριξης των ανθρώπων, παιδιών και ενηλίκων που σπάνε επιτέλους της σιωπή, ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδειξε πως ο λαϊκισμός και η κινηματικού περιεχομένου λογική είναι η κυρίαρχη τακτική της Κουμουνδούρου.

«Τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργείτε ή αυτά που δεν μπορείτε να λύσετε με τις πολιτικές και τη συμπεριφορά σας, είναι το λίπασμα για τα σχόλια και την κριτική εναντίον σας», είπε ο Αλέξης Τσίπρας που δεν απάντησε στην πρόκληση πρόσκληση του πρωθυπουργού να καταδικάσει τον στενό του συνεργάτη, τον Παύλο Πολάκη επιβεβαιώνοντας για πολλοστή φορά πως ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας είναι ο καθρέπτης όχι μόνο του αρχηγού αλλά συνολικά του κόμματος.

Χυδαίες αναφορές και ύβρεις όπως αυτές που αποτυπώνοντας στις αναρτήσεις του μετά την χθεσινή τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα αντικατοπτρίζουν συνολικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και την Προοδευτική Συμμαχία που συμπορεύεται με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το σχόλιο του Νίκου Μπίστη, εκ τω πρωτεργατών της «Γέφυρας» που είχε στηθεί πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Η παραμονή του, όπως και πολλών άλλων κατά δήλωση κεντρώων ή κεντροαριστερών, αποτελούν τη σιωπηλή αποδοχή της χυδαιότητας που οι ίδιοι καταγγέλλουν.

Ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε την υπεκφυγή και τα υπονοούμενα και έφτασε στο σημείο να σημειώσει μεταξύ πολλών άλλων και πέραν των αναφορών περί ενόχων και άλλων μυστικών ότι η κυβέρνηση πρέπει να ψάξει την ευθύνη «στις πολιτικές σας, στην κυβέρνησή σας, μέσα σας» για να προσθέσει πως «το πρόβλημα είστε εσείς, όχι οι άλλοι, εσείς και μόνο εσείς κι από κει πρέπει ν’ αρχίσει η κάθαρση».

Η τακτική του Αλέξη Τσίπρα και συνολικά του ΣΥΡΙΖΑ που συνεπικουρείται από την λεγόμενη Προοδευτική Συμμαχία δεν θα αλλάξει. Άλλωστε αυτό που επιδιώκεται είναι η δημιουργία ενός νέου κύματος αγανακτισμένων, η με κάθε τρόπο πρόκλησης της οργής των πολιτών για να υπάρξουν αντιδράσεις.

Όπως αυτές που σημειώνονται για τα πανεπιστήμια και τη φύλαξή τους, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει καταληψίες που όπως αποκαλύπτεται, για παράδειγμα στην τελευταία του ΑΠΘ, δεν είναι καν φοιτητές. Και να παρομοιάζει όπως έκανε ο Ν. Φίλης με χουντικούς τους πρυτάνεις που επιδιώκουν την ασφάλεια των χώρων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων αλλά κυρίως των ίδιων των φοιτητών.

Ακόμη περισσότερο εμφανίζεται να επενδύει σε αντιδράσεις όπως αυτές για την περίπτωση του αρχιεκτελεστή της 17Ν του Δημήτρη Κουφοντίνα ο οποίος επιχειρεί να εκβιάσει την ίδια την Δημοκρατία ώστε να μεταφερθεί σε φυλακή της αρεσκείας του με τους οπαδούς του να τρομοκρατούν και να επενδύουν στον εκφοβισμό ακόμη και των θεσμών όπως η Προεδρία της Δημοκρατίας.

Ο Αλέξης Τσίπρας και τα στελέχη που εκπροσωπεί επιβεβαίωσαν χθες ότι δεν έχουν άλλο δρόμο και άλλο τρόπο για εκ νέου διεκδίκηση της εξουσίας πέραν αυτού που ακολούθησαν πριν το 2015 όταν έστηναν «κρεμάλες» στο Σύνταγμα.

Τα δεδομένα φυσικά δεν είναι ίδια. Οι πολίτες τους γυρνούν την πλάτη και η αντίδραση τους είναι εκκωφαντική αφού διαπιστώνουν πως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει επιλέξει έναν δρόμο χωρίς γυρισμό φτάνοντας στο σημείο να επενδύει στην καταστροφολογία και την κορονοκαπηλεία.

«Το πρόβλημα» ανέφερε ο Αλέξης Τσίπρας «είναι οι πράξεις της κυβέρνησής σας, όχι μόνο για το θέμα Λιγνάδη, αλλά για την πανδημία, την οικονομική και κοινωνική καταστροφή την αστυνομία που αντιμετωπίζει φοιτητές σαν εγκληματίες στα πανεπιστήμια, την καταπάτηση των δικαιωμάτων, τη πιθανότητα να γίνουμε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα μετά τη Βρετανία της Θάτσερ με νεκρό φυλακισμένο απεργό πείνας, την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, τις εκκρεμείς συντάξεις που τριπλασιάσατε, για το «σουρωτήρι στο Αιγαίο από τους Τούρκους». 

Άπλωσε όλη την ατζέντα και έδωσε το στίγμα. Και με τη στήριξη στον Πολάκη και στον Βαξεβάνη έβαλε και πάλι στο παιχνίδι όλο τον κομματικό μηχανισμό, τα στελέχη και τους νεότευκτους συνοδοιπόρους. Το 2019 ανάγκασε όλους τους βουλευτές του να στηρίξουν τον Πολάκη μετατρέποντας μια πρόταση μομφής σε ψήφος εμπιστοσύνης της ίδιας της κυβέρνησης. 

Και ενώ κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη για ένοχα μυστικά σε σχέση με την Λίνα Μενδώνη ο ίδιος δεν έχει τολμήσει να ψέξει τον συνεργάτη του. Ούτε και όταν δήλωνε πως πρέπει να πάει κάποιος πολιτικός φυλακή για να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις προηγούμενες εκλογές.

Σε κάθε περίπτωση ο Αλέξης Τσίπρας έχασε μια μοναδική ευκαιρία να δείξει στους πολίτες πως μπορεί να λειτουργήσει ως αξιωματική αντιπολίτευση αλλά και ότι δύναται να διεκδικήσει εκ νέου την εξουσία όχι μέσω της οργής των πολιτών αλλά με προτάσεις και κριτική ουσίας.

Η στροφή της σοσιαλδημοκρατίας έχει πλέον χαθεί και το κέντρο απομακρύνεται. Και στην περίπτωση που βρεθεί ένας διεκδικητής ικανός να εκπροσωπήσει την κεντροαριστερά θα χαθεί ολοκληρωτικά με τον ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέφει στις κινηματικές συλλογικότητες του 3%.