Ας δούμε τη χώρα μας ψηλά, από ένα αερόστατο

Δυστυχώς για τους οικονομικούς αναλυτές, η καθημερινή παραγωγή φθηνής και εύφλεκτης πολιτικής ύλης, η ανάδυση ασήμαντων γεγονότων και η κοπιαστική αντιπαράθεση με τις εμμονικές και ιδεοληπτικές αντιλήψεις ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας και του πολιτικού φάσματος, πολλές φορές δεν μας επιτρέπει να αποτιμούμε με ορθολογισμό την σημερινή πραγματικότητα της Ελλάδας του 2021.

Για να αντιληφθούμε καλύτερα το που βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα, θα πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από τη τρέχουσα πνιγηρή επικαιρότητα και να δούμε τα πράγματα από ψηλά και από απόσταση. Να ανατρέξουμε δηλαδή στο σύνολο της διαδρομής της τελευταίας δωδεκαετίας και να δούμε που ήμασταν και που στεκόμαστε σήμερα. Να αποτιμήσουμε ψυχρά τα γεγονότα, τις συνθήκες και τις προοπτικές, μακριά από το παραλογισμό των αντιεμβολιαστών και τον καιροσκοπισμό των πολιτικών δυνάμεων που πεισματικά υπονομεύουν κάθε βήμα της χώρας προς τα εμπρός.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δωδεκαετίας η ελληνική οικονομία, υπέστη μια σειρά από πλήγματα που την καθήλωσαν, την ίδια στιγμή που η παγκόσμια οικονομία εκινείτο με ισχυρούς αναπτυξιακούς ρυθμούς και εισέρχεται δυναμικά στη νέα ψηφιακή εποχή. Η Ελλάδα πέρασε μέσα από την πτώχευση και τα μνημόνια του 2010, από την κίνδυνο του Grexit, από τα καταστροφικά πειράματα της κυβέρνησης Τσίπρα - Καμμένου, από τη διάλυση του τραπεζικού συστήματος, για να βρεθεί πάνω σε ένα φιλοεπενδυτικό και αναπτυξιακό εφαλτήριο, που δυστυχώς επισκιάστηκε από την πανδημία που κτύπησε όλον τον πλανήτη.

Η ελληνική οικονομία πτώχευσε εν τοις πράγμασι στα χέρια μιας ανίκανης κυβέρνησης, «έσκασε» στα χέρια μιας εξ ίσου ανίκανης κυβέρνησης, συγκρατήθηκε εντός τροχιάς από μια άλλη κυβέρνηση που αρνήθηκε να δώσει σκληρές μεταρρυθμιστικές μάχες, απορρυθμίστηκε πλήρως στα χέρια επικίνδυνων και καιροσκόπων και σήμερα ξαναβγαίνει από το δάσος στο ξέφωτο.

Μέχρι πρόσφατα, η Ελλάδα αναζητούσε βοήθεια από τη Ρωσία, το Ιράν, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και τη Βενεζουέλα. Σήμερα, αποτελεί έναν αξιόπιστο συνομιλητή σε όλα τα διεθνή οικονομικά και πολιτικά κέντρα. Μέχρι πρόσφατα η Ελλάδα αποτελούσε μια άνυδρη επενδυτική έρημο με ένα διαλυμένο τραπεζικό σύστημα. Η λέξη «Ελλάδα» απουσίαζε από όλες τις οικονομικές αναλύσεις και από όλες τις επενδυτικές εκθέσεις. Και όποτε γινόταν αναφορά στη χώρα μας, αυτή συνοδευόταν από λέξεις όπως «πρόβλημα», «κίνδυνος» και χαρακτηρισμούς όπως “failed state”, δηλαδή αποτυχημένο κράτος.   

Όλοι γνωρίζουμε, ότι όσο εύκολα χάνεται η εμπιστοσύνη, τόσο δύσκολα ξανακερδίζεται. Το καλό είναι ότι η Ελλάδα μέσα σε σχεδόν 30 μήνες κατάφερε να ξαναμπεί με επιτυχία στο κάδρο του παγκόσμιου επενδυτικού χάρτη. Και αυτό όχι, διότι άλλαξαν τα βασικά θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, αλλά διότι άλλαξε ο τρόπος σκέψης και δράσης της κυβέρνησης. Αυτή η αλλαγή οδήγησε στο ισχυρό rebound του 7% στην αύξηση του ΑΕΠ για το 2021 και την αναμενόμενη συνέχιση του, που υπολογίζεται στο 5% για το 2022. Αυτά τα πρωτοφανή ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ, δεν είναι δυνατόν να βρεθούν έξω από τους πίνακες και τις εκθέσεις των διεθνών οίκων. Αν σε αυτά τα δεδομένα συνυπολογιστούν και τα κεφάλαια που θα κινητοποιηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα αναπτυξιακά σχέδια του «Ελλάδα 2.0», τότε αντιλαμβανόμαστε με ευκολία ότι μπροστά μας ανοίγεται μια μοναδική ευκαιρία για τη ελληνική οικονομία να γυρίσει σελίδα και να κινηθεί με αισιοδοξία στο αβέβαιο αύριο.

Αυτό, που μερικές φορές αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε εμείς που βιώνουμε την καθημερινή πνιγηρή ατμόσφαιρα της χαμηλού επιπέδου πολιτικής αντιπαράθεσης, το συνειδητοποιούν οι επενδυτές του εξωτερικού. Ευτυχώς, ο «θόρυβος» που επικρατεί στην εσωτερική πολιτική σκηνή με βασική ευθύνη της αντιπολίτευσης που αγκαλιάζει, κάθε αντιδραστική, οπισθοδρομική και παράλογη εγχώρια φωνή, δεν φτάνει στο εξωτερικό.

Τι βλέπουν στο εξωτερικό; Βλέπουν ότι οι χρόνιες παθογένειες, η πολιτική αστάθεια και η απουσία ενός πειστικού αναπτυξιακού αφηγήματος, έχουν δώσει τη θέση τους σε κάτι το καινούργιο. Η Ελλάδα αποδεικνύει στην πράξη, ότι και θέλει και μπορεί να ξεπεράσει, όλα όσα την κρατούσαν πίσω τα προηγούμενα χρόνια. Ότι ακολουθεί ένα στρατηγικό σχέδιο, με σαφείς στόχους και με απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Ότι κτίζει οικονομικές και πολιτικές συμμαχίες, που υπόσχονται ότι η οικονομία της θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμούς κοντινούς σε αυτούς, που παρουσιάζει σήμερα.

Και αυτά δεν είναι λόγια του αέρα. Τι είναι αυτό που είδε η Microsoft, η Pfizer, η Amazon Web Services και μια σειρά από οικονομικούς κολοσσούς, ώστε να επιλέξουν τη χώρα μας για την επέκταση τους; Τι είναι αυτό που οδήγησε μια σειρά από ισχυρά επενδυτικά ονόματα και private equity funds, να προχωρήσουν σε σημαντικές τοποθετήσεις σε σημαντικούς κλάδους της οικονομίας;

Αυτό, που μερικές φορές το χάνουμε εμείς οι ίδιοι από το μυαλό μας, όταν συνθλιβόμαστε από τον θόρυβο της ανοησίας και του παραλογισμού, που είναι διάχυτος στην καθημερινότητα μας. Και αυτό δεν είναι άλλο, από την θεμελιώδη αλλαγή της εικόνας της επενδυτικής εικόνας της χώρας στο εξωτερικό.

Η Ελλάδα του χθες που αργοπεθαίνει, βρυχάται και αγωνίζεται να δώσει τις τελευταίες της μάχες. Υπονομεύει τη μάχη κατά της πανδημίας, την αμυντική θωράκιση της χώρας, τις επενδύσεις, τις αλλαγές στη παιδεία. Αυτή η μάχη οπισθοφυλακής καταβάλει ψυχολογικά όλους τους εχέφρονες πολίτες, που αφήνουν το παρελθόν και επιθυμούν να συμβάλλουν στη αναπτυξιακή διαδικασία, ώστε να εκμεταλλευτούν τους καρπούς της.

«Δηλαδή, τι μας λες τώρα, ότι όλα πάνε τέλεια;», θα μπορούσε να ρωτήσει ο καλόπιστος αναγνώστης. Φυσικά και όχι. Έχουν να γίνουν παρά πολλά πράγματα ακόμα. Στο «ντεμαράζ», στο τελευταίο 200άρι του στίβου οι αθλητές τα δίνουν όλα. Αυτό θα πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε κι εμείς, αφήνοντας στο πλάι αυτούς που κραυγάζουν, που απειλούν, που εξεγείρονται. Διότι αν χάσουμε κι αυτήν την τελευταία στροφή, θα διακινδυνεύσουμε τα πάντα.